Όπως είναι
γνωστό συκοφαντική δυσφήμιση αποτελεί ο ισχυρισμός και η διάδοση ενός ψευδούς
γεγονότος, εν γνώσει της αναληθείας του. Η πρόσφατη καταδίκη νεαρού
δημοσιογράφου από το δικαστήριο της πόλης μας για συκοφαντική δυσφήμηση ενός
πολιτικού έδωσε αφορμή για συζητήσεις και σχόλια. Παρά στις καταφάσεις και στις
θετικές κρίσεις που μια απόφαση δικαστηρίου αναπόφευκτα οδηγεί, υπήρξαν,
περιέργως, και φωνές που υποστήριξαν ότι καταδικαστικές αποφάσεις για
συκοφαντική δυσφήμιση, όπως αυτή του δικαστηρίου της πόλης μας (την ορθότητα της
οποίας δεν φαίνεται να αμφισβητούν), δεν θα πρέπει να επιδιώκονται από
πολιτικούς. Με άλλες λέξεις ότι οι πολιτικοί θα πρέπει να ανέχονται τις
συκοφαντίες που εκτοξεύονται εναντίον τους από δημοσιογράφους.
Φρονούμε ότι οι
τελευταίες αυτές σκέψεις αδικούν όχι μόνο τους πολιτικούς, που έχουν ασφαλώς το
για όλους τους πολίτες αναγνωριζόμενο δικαίωμα να προστατεύσουν την τιμή και την
υπόληψή τους πάνω στις οποία μάλιστα στηρίζουν (θα πρέπει να στηρίζουν πάντως)
τους αγώνες τους, αλλά αδικούν και τους ίδιους τους δημοσιογράφους και το έργο
τους. Εάν έργο των δημοσιογράφων είναι η προάσπιση και η διάδοση της αλήθειας,
ποιο χειρότερο έργο μπορεί να επιτελέσουν από την συκοφαντία, αφού με αυτήν εν
γνώσει της αναλήθειας διαδίδουν το ψεύδος; Τέτοια δε συμπεριφορά, εάν παραμείνει
ατιμώρητη, δηλαδή εάν θεωρηθεί νόμιμη, αντανακλά και στο ήθος όλων
όσοι θέλουν να λέγονται δημοσιογράφοι.
Όχι γιατί αυτοί θέλουν να σέβονται το πρόσωπο των πολιτικών. Αλλά γιατί θέλουν
να υπηρετήσουν χωρίς εκπτώσεις και εξαιρέσεις την αλήθεια. Και αυτός ο σκοπός
και όταν ακόμα αστοχεί συγκροτεί το επαγγελματικό τους ήθος.