Πεζογραφία
 
 

Κωνσταντίνου Χατζόπουλου:

"Το όνειρο της Κλάρας"

 

Την Κλάρα δέν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψη, κι ας το φοβότανε. Όμως δέν τήν αγάπησε ποτέ κανείς, καί στις συντρόφισσές της πού φλυαρούσαν για τούς έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθη και να διηγήται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους πού την αγαπήσαν μιά φορά και γι' άλλους πού την κυνηγούν ακόμα. Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση μέ τον έναν,

Συνεχίζει....

 

 
   
 
 
 

Εμμανουήλ Ροΐδη:

"Επιστολές ενός Αγρινιώτη".

 

Το όνομά μου είναι Σουρλής κατοικώ εις το Αγρίνι κοντά εις τον ποταμόν, και είμαι συνδρομητής εις την αξιόλογον «Αυγήν» σας. Όταν ήμην νέος, υπήγα εις την Πάδοβαν να σπουδάσω ιατρικήν και έπειτα επέστρεψα εδώ, όπου υπανδρεύθην και κατοικώ τριάντα επτά χρόνους. Αλλ' ο Θεός δεν μου εχάρισεν ούτε αρρώστους ούτε τέκνα' Προ δώδεκα χρόνων, μού επήρε και την γυναίκα μου και, διά να μη μείνω αβασάνιστος, μου έστειλεν εις τον τόπον της ένα οξύν ρευματισμόν, όστις με άφησε παραλυτικόν.  .Συνεχίζει....

 
   
 
 
 

Κωνσταντίνου Χατζόπουλου:

"ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ"

Η γιαγιά ήταν ορθή στη σκάλα όταν χτύπησε το κουδούνι της αυλόπορτας.

- Είναι η κυρία Κατίγκω, είπε μέσα η υπηρέτρια.

Η κυρία Αγλαΐα, που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, έκαμε κίνημα και ψιθύρισε:

- Έλα, τελείωνε γρήγορα.

Η υπηρέτρια γύρισε και την κοίταξε: ξαπλωμένη πάντα έβλεπε προς το παράθυρο.

- Ήρθε η Ευανθία; ακούστηκε από κάτω η φωνή της κυρίας Κατίγκως.

- Έλα απάνω, είπε η γιαγιά. Συνεχίζει.....

 

 
   
 
 
 

Πέτρου Δήμα:

"Γληγόρης Νταλιαπές"

 

Μαθαίνω πώς ό Γλήγορης ό Νταλιαπές βρίσκεται πάλι στη φυλακή για κάτι γιδοκλεψές. Οί χωριανοί του λένε πώς είναι παλιοτόμαρο και του πρέπει να τον κρεμάσουν. Ας λένε! 

Πέρσι ξεκαλοκαίριαζα στα Χαλάσματα, στη βορινή πλαγιά της Κυραβγένας. Είμουν άρρωστος. Αβάσταγη κι' ανιστόρητη μου φαινόταν η μοναξιά. Τη μέρα καθόμουν στην ξαπλωτήρα μου, στον ίσκιο του μεγάλου δάσους, και διάβαζα λογής λογής βιβλία.  Συνεχίζει....

 

 
   
 
 
 

Μήτσου Χατζόπουλου (Μποέμ):

"Επαρχιώτικο Ειδύλλιο"

Αγάπη μου, Κι ύστερα θάχεις παράπονα, από μένα, δε σε θυμούμαι, και τέτοια. Νάμαι πάλι. Χτες φτάσαμε στη νέα μας θέση κι άρπαξα την πένα. Γυρεύεις τώρα, φίλη μου, τι λογής εντυπώσεις μου έκαμε ο καινούριος για μένα αυτός τόπος; Πολύ όμορφη. Δε ξέρω, αν είναι ο ηλιολουσμένος Μάρτης, που του δίνει τόση μπόλικη ομορφιά, αλλ' ένα ξέρω μονάχα, πως είμαι ξετρελαμένη.

Συνεχίζει...

 

 
 
 
 

Πάνου Βλασσόπουλου:

"Γκρεμισμένη φωλιά"

 

Τα μοντέρνα σκαφτικά μηχανήματα, που ξηλώνουν αράδα παλιές  οικοδομές, θεριά αδηφάγα που καταβροχθίζουν ακατάπαυστα, σαν από μανία, το παρελθόν και τις ιστορίες του, για να δημιουργήσουν τον ακαταλαβίστικο, τον ξέφρενο μηχανικό κόσμο, εσκόρπισαν προχτές σ' ερείπια και κορνιαχτό κι άλλη μια ιστορία που όσοι την έζησαν, δάκρυσαν στο χαλασμό της. Γιατί ήταν μια ιστορία που βάσταξε 35 χρόνια. Συνεχίζει....

 
   
 
 
 

Δημήτρη Γιάκου:

"Μιά άνοιξη δίχως πατέρα"

 

Στο σπίτι ήτανε μόνες τους οι δυο γυναίκες. Κι ήτανε νύχτα, η κατάμαυρη νύχτα της σκλαβιάς, ο χειμώνας. Με κρυφή λαχτάρα φευγατίζανε τις ημέρες. Τις μετρούσανε κάθε βράδυ, μια μια. Χαιρόντουσαν που πέρασε πια κι αυτή. Αύριο θα ’ρχόταν η άλλη, θα περνούσε κι εκείνη και θα ’φευγε γρήγορα. Ώσπου θα ’φτανε, δε μπορεί, θα ’φτανε κάποτε κι η μεγάλη ημέρα: Θα ξαστέρωνε ο ουρανός· και στον κάμπο θα λουλούδιζε η άνοιξη. Θα ξανάβλεπαν τους δικούς των, θα χορταίναν ψωμί. Συνεχίζει..

 
   
 
 
 

Κωνσταντίνου Χατζόπουλου:

"Τάσω"

 

Σε μια βουνίσια λαγκαδιά είχαμε μαζευτεί ένα καλοκαίρι μια μικρή συντροφιά. Ήταν εκεί κάποια λουτρά κι ένας φίλος μου, που ήρθε να γιατρέψει τους ρεματισμούς του, μ' έσυρε και με μαζί του. Όξω από τους χωριάτες, που είχανε στήσει στην πλαγιά τις πρόχειρες καλύβες τους από ελατόκλαδα, βρήκαμε κι άλλους πεντέξι της δικής μας τάξης. Πάνε πολλά χρόνια από τότε και μου μείνανε καθαρά στο νου μόνο τρεις απ' αυτούς.

Συνεχίζει....

 
   
 
 
 

Χρονογραφήματα