![]() | ![]() |
| ![]() |
![]() | |||
![]() | |||
![]() | ![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
| ![]() | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
![]() | Η Aγροτική Βιολογική Παραγωγή μοχλός ανάπτυξης της Ορεινής Ρούμελης Καθηγητής Α.Π.Θ. Τα Ελληνικά βουνά είναι πανέμορφα. Κακοτράχαλα, απόκρυμνα και εντυπωσιακά. Μοναδική άγρια ομορφιά. Έχουν άγρια βλάστηση αφού φιλοξενούν πάνω από το 60 % των δασών της χώρας, χαράδρες με φαράγγια και βαθιές εδαφικές πτυχές, με συνεχείς υψομετρικές διαφορές, με ατίθασα νερά, με απαράμιλλης ομορφιάς οροπέδια, με ψηλοκρεμαστά χωριά πραγματικές αετοφωλιές, με φιδίσιους δρόμους, με σπάνια χλωρίδα και πανίδα , με εκατοντάδες χιλιάδες όμορφες τοποθεσίες. Αυτά τα βουνά όπως περιγράφονται ανήκουν στη Ρούμελη, είναι οι ορεινές περιοχές της Ρούμελης. Ορεινές περιοχές ή ορεινός χώρος χαρακτηρίζεται από την ΕΕ όταν έχει υψόμετρο μεγαλύτερο από αυτό που μπορεί να καλλιεργηθεί η ελιά. Σύμφωνα με την οδηγία ΕΟΚ 278/75 σε αυτόν ανήκουν Δήμοι και Κοινότητες και Οικισμοί των οποίων η κτηματική τους έκταση βρίσκεται α) σε υψόμετρο μεγαλύτερο από 800 m, β) μεταξύ 600-800 m όταν η κλίση εδάφους είναι 16 % και γ) κάτω από 600 m με κλίση εδάφους τουλάχιστο 20%. Οι ορεινές περιοχές πρέπει να έχουν μια ορισμένη από τις παραπάνω ιδιότητες ή όλες μαζί τις ιδιότητες αυτές σε ποσοστό 80%. Με βάση αυτές τις προδιαγραφές, ο ορεινός χώρος της Ελλάδας καλύπτει το 42,3 % της συνολικής έκτασης της χώρας (131957,4 χιλ. στρέμματα). 1. Χαρακτηριστικά των ορεινών περιοχών της Ρούμελης Η συνολική έκταση της Ρούμελης δηλαδή της Στερεάς Ελλάδας (πλήν της Αττικής) ανέρχεται σε 24.391,5 χιλ στρέμματα και κατανέμεται ανάλογα με τη μορφή του ανάγλυφου του εδάφους ως εξής: Πεδινή : 5.912,6 χιλ. στρεμ. Ημιορεινή : 9.139,6 " " Ορεινή : 10.039,6 " " Δηλαδή, η ορεινή έκταση αποτελεί το 42 % περίπου της συνολικής έκτασης. Η κατανομή της έκτασης παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση από Νομό σε Νομό. Ο Νομός Ευρυτανίας για παράδειγμα, έχει τη μεγαλύτερη ορεινή έκταση ( 100 % ορεινή), ενώ ο νομός Βοιωτίας έχει τη λιγότερη ορεινή έκταση. Από την έκταση αυτή σημαντικό μέρος καταλαμβάνουν οι βοσκότοποι που αποτελούν, μια «πράσινη θάλασσα» στις πλαγιές των βουνών. Οι βοσκότοποι ανέρχονται σε 5.867,7 χιλ. στρέμ. κοινοτικούς και 4.139,1 χιλ. στρέμ. ιδιωτικούς, από τους οποίους 2981 χιλ. στρεμ. κοινοτικοί και 1772 χιλ.στρέμ ιδιωτικοί βρίσκονται στην ορεινή ζώνη. Τα δάση ανέρχονται σε 6.228,7 χιλ. στρέμ. ,από τα οποία 3.637 χιλ. στρέμ. βρίσκονται στην ορεινή ζώνη. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ανέρχονται σε 6.284 χιλ. στρεμ. από τις οποίες μόνο 1.044,7 χιλ.στρέμ. είναι στην ορεινή ζώνη. Από τους 929 οικισμούς οι περισσότεροι (387 οικισμοί) χαρακτηρίζονται ως ορεινοί ,ενώ οι πεδινοί ανέρχονται σε 265 έναντι 277 των ημιορεινών . Ο πληθυσμός στην ορεινή Ρούμελη ανέρχεται σε 106 χιλ κατοίκους περίπου και αποτελεί το 11% του ορεινού πληθυσμού της Ελλάδας (πίνακας 1). Πίνακας 1. Πληθυσμός ορεινών περιοχών της Ελλάδας, κατά το 1991.
Ο πληθυσμός αυτός στη συντριπτική του πλειοψηφία ασχολείται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Ακολούθησε, σε ό,τι αφορά την απασχόληση, τη πτωτική πορεία της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα που παρατηρήθηκε σε επίπεδο χώρας και σήμερα είναι περίπου στο 20 % ή και λιγότερο του επιπέδου που ήταν το 1950. Η μείωση αυτή, αυτοτροφοδοτείται καθώς οι μικρές κοινωνίες δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των νέων για τον τρόπο ζωής τους που αναγκαστικά εγκαταλείπουν τον τόπο τους. Η φυσιολογική μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέας, ως συνακόλουθο της γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας επιφέρει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική αποδοτικότητα των παραδοσιακών δραστηριοτήτων, την συρρίκνωση του πληθυσμού των ορεινών όγκων. Οι ορεινοί οικισμοί γενικά, χαρακτηρίζονται από πληθυσμιακή συρρίκνωση, και εγκατάλειψη. 2.Βιολογική αγροτική παραγωγή Η γεωργία μετά το 1950 έχει σημειώσει θεαματικά αποτελέσματα σε ότι αφορά τις αποδόσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας. Σε πολλά γεωργικά προϊόντα και κυρίως εκείνα της φυτικής παραγωγής η Ελλάδα ,αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι αυτάρκης και υπάρχει περίσσεια με αποτέλεσμα να λαμβάνονται σήμερα από την ΕΕ μέτρα περιορισμού του ύψους της παραγωγής. Υπάρχει γενικά ποσότητα τροφίμων. Όμως υπάρχει έλλειμμα ποιότητας και ασφάλειας τροφίμων για τον καταναλωτή. Οι κρίσεις για τις διοξίνες ,τις τρελλές αγελάδες κτλ πείθουν και όποιον ακόμη δυσπιστεί. Αυτή η συμβατική γεωργία και κτηνοτροφία χρησιμοποιεί μεθόδους παραγωγής συχνά όχι φιλικές στο περιβάλλον. Χημικά λιπάσματα, φυτοφάρμακα, κτηνιατρικά φάρμακα , ληστρική εκμετάλλευση των υδάτων απειλούν και αυτή τη ζωή του ανθρώπου σήμερα ή ακόμη των γενεών που θα έρθουν. Η γεωργία αυτή δεν είναι φιλική στο περιβάλλον. Πέρασαν οι εποχές με τις μικρές αποδόσεις, τις λίγες οκάδες καλαμποκιού ανά στρέμμα για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της άλλης εποχής, ή τα λίγα αυγά κατά την άνοιξη για κάθε κότα. Ήρθε ο τόννος καλαμποκιού για κάθε στρέμμα ή τα 300 αυγά και περισσότερα για κάθε όρνιθα. Από το 1970 και καλύτερα από το 1980 σε πολλές χώρες άρχισε να αναπτύσσεται ένα ρεύμα επιστροφής του ανθρώπου στα φυσικά παραδοσιακά προϊόντα ή τα προϊόντα ,φυτικής και ζωικής παραγωγής, που παράγονται με μεθόδους φιλικές στο περιβάλλον. Προιόντα λίγα σε ποσότητα, αλλά με πολύ ποιότητα. Είναι τα προϊόντα της Βιολογικής Γεωργίας. Για να αναθερμανθεί ο ορεινός χώρος μεταξύ των ενεργειών που πρέπει να γίνουν περιλαμβάνεται και εκείνη του μετασχηματισμού της αγροτικής δραστηριότητας με έμφαση την αγροτική βιολογική παραγωγή, δηλαδή την βιολογική γεωργία και την κτηνοτροφία. Νομική βάση Τη νομική βάση για τη βιολογική παραγωγή , όπως σήμερα την θέλουν οι κανόνες για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα , ή όπως επίσημα ονομάζεται βιολογική Γεωργία, που θεωρώ ότι δεν είναι δόκιμη ονομασία καθόσον περιλαμβάνει στη γεωργία τη φυτική παραγωγή και τη κτηνοτροφία , αποτελούν οι κανονισμοί ΕΟΚ 2092/91 που αφορά κυρίως τη γεωργία και 1804/99 που αφορά τη κτηνοτροφία. Βασική αρχή για τη φυτική παραγωγή είναι η μη χρησιμοποίηση χημικών λιπασμάτων ,μεταλλαγμένων ή γενετικά τροποποιημένων σπόρων ,ενώ για τη ζωική παραγωγή είναι η σύνδεση και η αλληλεξάρτηση της κτηνοτροφίας με το έδαφος τη γή. 'Ετσι, λοιπόν τα ζώα πρέπει να έχουν συνεχή πρόσβαση στο βοσκότοπο και ο αριθμός τους για κάθε εκτάριο ή στρέμμα να είναι ορισμένος. Ακόμη ισχύει η αρχή της διάκρισης της βιολογικής κτηνοτροφίας έτσι στην ίδια μονάδα πρέπει τα ζώα που εκτρέφονται με βιολογικό τρόπο σαφώς να διακρίνονται από εκείνα που εκτρέφονται με συμβατικό τρόπο. Ακόμη ο Κανονισμός 2092/91 περιλαμβάνει κανόνες σε ότι αφορά τη περίοδο μετατροπής μιας εκμετάλλευσης σε βιολογική, την προέλευση και τις φυλές των ζώων καθώς και κανόνες για την προληπτική υγιεινή αλλά και τη θεραπεία των ζώων. Ακόμη τίθεται η γενική αρχή ότι τα με βιολογικό τρόπο εκτρεφόμενα ζώα να διατρέφονται με τροφές που παράγονται βιολογικά. Αυξητικοί παράγοντες ,αντιβιοτικά ,ορμόνες απαγορεύονται να χρησιμοποιούνται στην εκτροφή των ζώων. Ακόμη λαμβάνονται μέτρα έτσι που με τις συνθήκες εκτροφής να προστατεύεται και η ευζωία των ζώων. Τέλος ο κανονισμός 2092/91 θέτει τους κανόνες σήμανσης των προϊόντων που παράγονται από τη βιολογική γεωργία. Ένα προιόν είναι βιολογικό όταν τα "στοιχεία του" είναι κατά 95 % βιολογικά. Είναι με στοιχεία βιολογικού προϊόντος όταν αυτά είναι βιολογικά σε ποσοστό 70-95 % και δεν είναι βιολογικό έστω αν έχει στοιχεία βιολογικά σε ποσοστό κάτω από 70 %. Η σήμανση των προιόντων περιλαμβάνει ειδική ετικέτα με λογότυπο σε σχήμα όμοιο για όλες τα χώρες της ΕΕ. Η παραγωγή των βιολογικών προϊόντων υπόκειται σε έλεγχο και παρακολούθηση από ειδικούς οργανισμούς πιστοποίησης. Για την Ελλάδα επίσημος φορέας είναι ο ΟΠΕΓΕΠ ή AGROCERT,ενώ υπάρχουν και άλλοι φορείς ελεγχου που όμως υπόκεινται στον έλεγχο από τον ΟΠΕΓΕΠ όπως είναι ΔΗΩ,ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ,ΡΕΑ κτλ. 3.Βιολογική Αγροτική Παραγωγή και Ορεινός χώρος Η βιολογική αγροτική παραγωγή ταιριάζει απόλυτα στις ορεινές περιοχές. Και αυτό γιατί υπάρχει παράδοση. Η γεωργία που ασκούνταν πριν τη 10ετία του 1970, ήταν μια μορφή βιολογικής αγροτικής παραγωγής. Και συγκεκριμένα δεν χρησιμοποιούνταν σπόροι άλλοι εκτός από εκείνους που ιδιοπαράγονταν από τους ίδιους τους γεωργούς, δεν χρησιμοποιούνταν χημικά λιπάσματα αλλά μόνο η κοπριά των ζώων, τα φυτοφάρμακα, πλήν του χαλκού (γαλαζόπετρα) ήταν άγνωστα, ενώ οι καρποί και η σοδειά από τα χωράφια μαζευόταν με χειρονακτική εργασία και υπόκειταν με φυσικές μεθόδους την επεξεργασία για τη συντήρηση τους. Το αμπάρι στο κατώγι του σπιτιού ήταν το ψυγείο της εποχής. Σε ότι αφορά τη βιολογική κτηνοτροφία αυτή χωρίς υπερβολή ήταν στη μορφή της εκτατικής κτηνοτροφίας π.χ. γιδοπρόβατα, ή της χωρικής ορνιθοτροφίας. Τα φάρμακα στην εκτροφή των ζώων ήταν σχεδόν άγνωστα. Οι ντόπιες ή αυτόχθονες φυλές ήταν η πλειοψηφία. Ο Λουκόπουλος στα Ποιμενικά της Ρούμελης περιγράφει τη μορφή της απόλυτης βιολογικής εκτροφής των προβάτων και των γιδιών ενώ στα Γεωργικά εκείνη της βιολογικής φυτικής παραγωγής. Έτσι ,μπορώ να υποστηρίξω μαζί σας ότι η βιολογική αγροτική παραγωγή δεν είναι καινούργια στην Ορεινή Ρούμελη. Αλλά πολύ παλιά. Όσο παληά είναι και η Ρούμελη . Η ορεινή Ρούμελη είναι μια λιγότερη προνομιακή περιοχή της χώρας από άποψη γονιμότητας εδάφους. Αποτελείται όπως αναφέρθηκε, από βουνά ,απότομες πλαγιές χαραδρώσεις, βράχια κτλ. Αυτή η περιοχή μπορεί να γίνει κέντρο της βιολογικής γεωργίας. Η βιομηχανία και η βιομηχανική παραγωγή υπήρξε κυρίως μοχλός ανάπτυξης για τις πεδινές περιοχές και τις περιοχές με οδικό δίκτυο και λοιπές λιμάνια ,αεροδρόμια κτλ συγκοινωνιακές διευκολύνσεις. Έτσι και η βιολογική παραγωγή για τις ορεινές περιοχές αποτελεί το μοχλό ανάπτυξης. Αποτελεί την ενασχόληση εκείνη που θα αξιοποιήσει τις φυσικές βουνήσιες ομορφιές και θα παράγει προϊόντα με μεθόδους παραγωγής φιλικούς στο περιβάλλον αλλά και ασφαλή για την υγεία του καταναλωτή. Αποτελεί το μέσο που αξιοποιεί το συγκριτικό πλεονέκτημα που παρουσιάζουν οι ορεινές περιοχές απέναντι στις πεδινές, σε ότι αφορά τη βιολογική γεωργία. Η βιολογική κτηνοτροφία στηρίζεται κυρίως στο ότι η εκτροφή των ζώων δεν γίνεται κατά τρόπο υπερεντατικό. Δεν γίνονται επεμβάσεις στη φυσιολογία αναπαραγωγής των ζώων όπως συγχρονισμός των οίστρων, στειρώσεις, πρώιμη έναρξης ήβης κτλ. Η διατροφή των ζώων γίνεται μόνο με τροφές που παράγονται βιολογικά. Γενικά οι αρχές τις βιολογικής παραγωγής αφορούν δεσμεύσεις ως προς την ευζωία και ηθική όπως τη μη συνεχή πρόσδεση των ζώων, τον ελεύθερο σταβλισμό, τη γρήγορη και ανώδυνη θανάτωση κτλ. Η βιολογική κτηνοτροφία είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα. Η οικολογία έχει σχέση με το σεβασμό στο περιβάλλον. Τα βιολογικά προϊόντα τα διακρίνει ασφάλεια κατά την παραγωγή δηλαδή με μεθόδους παραγωγής που σέβονται το παραγωγικό περιβάλλον και εγγυώνται την αειφορία του συστήματος παραγωγής. Η βιολογική παραγωγή σε ότι αφορά τις αποδόσεις είναι πάντοτε μικρότερη σε σύγκριση με τη συμβατική. Με την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στις ορεινές περιοχές, ανατρέπεται ο χαρακτηρισμός των ορεινών περιοχών ως μειονεκτικών. Αναζωογονείται ο ορεινός χώρος λόγω των πολλαπλασιαστικών ωφελειών που θα προκύψουν για άλλες δραστηριότητες και της αλληλεξάρτησης που υπάρχει μεταξύ βιολογικής γεωργίας και αγροτουρισμού ,ορεινού τουρισμού κτλ. Με τη διάθεση στην αγορά τοπικών, εποχικών, βιολογικών γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων σε τιμές ανώτερες από τις τιμές οπωσδήποτε κατώτερων συμβατικών εγχωρίων και εισαγόμενων Με την προσφορά προϊόντων τα οποία μόνο οι εκτατικές δομές μπορούν να προσφέρουν εκμεταλλευόμενη τις μοναδικές ιδιότητες και μικροδιαφοροποιήσεις Με την απομάκρυνση από την αγορά προιόντων που προβάλονται με ιδιότητες παρεμφερείς προς τις δικές της δομές όπως χωριάτικο,ντόπιο ,παραδοσιακό κτλ χωρίς όμως να τις κατέχουν εγγυημένα . Σε παγκόσμιο επίπεδο η βιολογική αγροτική παραγωγή εμφανίζει καλές προοπτικές Σε ορισμένες χώρες π.χ. Αυστρία το ποσοστό των πωλήσεων υπερβαίνει το 10 % των πωλήσεων ,ενώ σε άλλες περιοχές περίπου το2,5 %. Κυριότερο πρόβλημα είναι η ανεύρεση αγορών για τα προϊόντα της βιολογικής αγροτικής παραγωγής. Προϊόντα μεταποίησης όπως τυρί φέτα ,η κεφαλογραβιέρα,το λαδοτύρι, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως βιολογικά ,ενώ άλλα όπως ο τραχανάς ως μικτά . Η βιολογική αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να βασίζεται σε μεμονωμένη εξέλιξη του κλάδου αλλά υπάρχει μια αλληλεξάρτηση με παράλληλες δραστηριότητες όπως:
4. Γενικά-προτάσεις Για να συγκρατηθούν οι πληθυσμοί στους ορεινούς όγκους, πρέπει η πρόταση για ανάπτυξη να περικλείει και ειδικές πολιτικές πέραν από ότι περιλαμβάνει η εισήγηση αυτή. Τους ορεινούς πληθυσμούς περιοχών της Ορεινής Ρούμελης χαρακτηρίζει η πολυδραστηριότητα.Η ανάπτυξη αυτού του είδους δραστηριοτήτων δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής των κατοίκων της περιοχής σκοπός ο οποίος θα πρέπει να ενισχύεται για να πλησιάσουμε τον στόχο της κοινωνικής ολοκλήρωσης. Και αυτές οι πολιτικές είναι κυρίως κίνητρα όχι μόνο σε νέους αγρότες αλλά και σε ανθρώπους που μόλις συνταξιοδοτούνται και θα ήθειλαν να περάσουν την Τρίτη ηλικία τους σε αυτά τα μέρη. Από τις δραστηριότητες που αφορούν τη βιολογική κτηνοτροφία αναφέρεται εκείνη της εκτροφής των μικρών μηρυκαστικών. Τα μικρά μηρυκαστικά είναι προσαρμοσμένα στη παραγωγή γάλακτος που κυρίως τυροκομείται. Στις ορεινές περιοχές της Ρούμελης ιδιοτυροκομείται κυρίως από τους κτηνοτρόφους γυναίκες. Στην Ελλάδα οι γυναίκες ακολουθούν εργασίες που αφορούν στη ζωική παραγωγή, στη οικιακή χειροτεχνία, στη βιοτεχνία, στη φυτική παραγωγή . Ακόμη η καλλιέργεια γλυκού καλαμποκιού για ψήσιμο, η καλλιέργεια καρυδιάς και καστανιάς, η καλλιέργεια φασολιών κτλ κοντά σε εκείνη των αρωματικών φυτών αποτελούν δραστηριότητες φυτικής βιολογικής παραγωγής. Πάνω από όλα χρειάζεται ενημέρωση των παραγωγών. Χρειάζεται η ίδρυση ενός κέντρου βιολογικής παραγωγής στη Ρούμελη. Χρειάζεται όμως και ενημέρωση των καταναλωτών. Χρειάζεται η λειτουργία μιας έκθεσης βιολογικών προιόντων στη Ρούμελη.
. ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ Στον κανονισμό 1804/99 για τη βιολογική κτηνοτροφία, περιλαμβάνονται διατάξεις που μπορεί να λεχθεί ότι ενισχύουν τη δυνατότητα της χώρας-μέλους της ΕΕ στον τομέα της βιολογικής κτηνοτροφίας συνεκτιμώντας και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες και πρακτικές που εφαρμόζονται στις εκτατικές εκτροφές. Ειδικότερα, ο κανονισμός καθορίζει στοιχεία που αφορούν: 1) Στην περίοδο μετατροπής. Είναι το διάστημα που πρέπει να εκτραφούν τα ζώα σύμφωνα με τις ισχύουσες προδιαγραφές προκειμένου αυτά ή τα προϊόντα τους να πωληθούν ως βιολογικά. Για τα αυγά, η περίοδος μετατροπής είναι 6 εβδομάδες, δηλαδή μπορούν να πωληθούν ως βιολογικά (εφόσον πληρούνται όλες οι άλλες προϋποθέσεις, όπως διατροφή, σταβλισμός, υγιεινή κατάσταση κτλ.) ύστερα από διάστημα 42 ημερών. Για το ορνίθειο κρέας, η περίοδος μετατροπής είναι 10 εβδ. εφόσον "εισάγονται " στο βιολογικό τρόπο εκτροφής πριν την ηλικία των 3 ημερών, επομένως ουσιαστικά στην ηλικία νεοσσού μιας ημέρας. 2) Στην προέλευση των ζώων. Τα ζώα (όρνιθες και ορνίθια), πρέπει να είναι προσαρμοσμένα πλήρως στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής όπου εκτρέφονται, ώστε να εκμεταλλεύονται τη βοσκήσιμη ύλη των βοσκοτόπων, αλλά και να αντιμετωπίζουν τα όποια προβλήματα ασθενειών. Παρόλα αυτά, δεν αποκλείονται και ζώα βελτιωμένων φυλών που έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Γενικά, τα ζώα που χρησιμοποιούνται σε βιολογικές εκτροφές πρέπει να προέρχονται από βιολογικές εκμεταλλεύσεις. Όμως, μέχρι 31/12/2003 (μεταβατική περίοδος) επιτρέπεται η εισαγωγή σε μια εκμετάλλευση ζώων που δεν εκτράφηκαν με βιολογικό τρόπο, δηλαδή επιτρέπεται να εισάγονται αυγοπαραγωγές όρνιθες ηλικίας μέχρι και 18 εβδ. και κρεοπαραγωγοί νεοσσοί ηλικίας μικρότερης των 3 ημερών. Σημειώνεται επίσης ότι, η τεχνητή σπερματέγχυση επιτρέπεται. 3) Στη διατροφή των ζώων. Σε μια βιολογική εκμετάλλευση το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής των ζώων (90% για τα μηρυκαστικά και 80% για τα παμφάγα ) πρέπει να προέρχεται από πιστοποιημένες βιολογικές ζωοτροφές ή βιολογικές ζωοτροφές σε μεταβατικό στάδιο (ημερομηνία λήξης 24/8/2005). Κατά το στάδιο αυτό επιτρέπεται η χορήγηση μη βιολογικών ζωοτροφών (συμβατικές) σε ποσοστό μέχρι 30% (25% όταν υπολογίζεται επί της ξηρής ουσίας του σιτηρεσίου). Για τα κρεοπαραγωγά ορνίθια ειδικότερα, το σιτηρέσιο κατά το στάδιο της πάχυνσης πρέπει να περιλαμβάνει σιτηρά, σε ποσοστό τουλάχιστον 65%. Στη βιολογική κτηνοτροφία απαγορεύεται η χρήση γενετικά τροποποιημένων ζωοτροφών, τα κρεατάλευρα, τα αντιοξειδωτικά, οι χρωστικές, τα αμινοξέα, οι βιοπρωτείνες, τα λίπη και έλαια και όλα τα προϊόντα που φέρουν οργανικούς-χημικούς διαλύτες. Επιτρέπονται σιτηρά, ελαιούχοι σπόροι και καρποί, ψυχανθή, συγκομιζόμενες χονδροειδείς ζωοτροφές κ.ά. φυτά, μπαχαρικά και βότανα, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, ιχθυέλαια και ιχθυάλευρο, νάτριο, ασβέστιο, φωσφόρος, μαγνήσιο, θείο, πρόσθετα (ιχνοστοιχεία, βιταμίνες, ένζυμα, μικροοργανισμοί - Οδηγίες Ε.Ο.Κ. 82/471 και 70/524). Στη βιολογική πτηνοτροφία ειδικότερα, δημιουργείται πρόβλημα από τη δυνατότητα χρήσης πρωτεϊνούχων συμπυκνωμένων ζωοτροφών και κυρίως του σογιαλεύρου, λόγω της περιορισμένης ποσότητας που παράγεται στη χώρα μας και το υψηλό κόστος του. Το βαμβακάλευρο, ως προϊόν χημικής εκχύλισης, δεν μπορεί να χορηγηθεί, ενώ αντίθετα η βαμβακόπιτα μπορεί μεν να χρησιμοποιηθεί για τα πτηνά, αλλά σε μικρές ποσότητες. Εναλλακτικές λύσεις αποτελούν η κτηνοτροφική γλουτένη, τα κουκιά, τα λούπινα, ο βίκος, το ρόβι κτλ. 4) Στις συνθήκες σταβλισμού. Οι ισχύουσες προδιαγραφές για το σταβλισμό των πτηνών που εκτρέφονται με βιολογικό τρόπο, έχουν δοθεί λεπτομερώς στο Κεφάλαιο 8. 5)Στην αντιμετώπιση των ασθενειών. Επιτρέπονται οι εμβολιασμοί και η χρήση χημικών φαρμάκων και αντιβιοτικών για τη θεραπεία των ασθενειών. Απαγορεύεται η χορήγηση ορμονών, οιστρογόνων, φαρμάκων για πρόληψη ασθενειών κτλ. 6) Στη σφαγή των ζώων. Πρέπει να γίνεται σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές. 7)Στη διαχείριση των αποβλήτων. Πρέπει να γίνεται σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές. 8) Στον έλεγχο και στην πιστοποίηση των προϊόντων. Αποτελούν βασικούς παράγοντες στη διαδικασία μετατροπής μιας εκμετάλλευσης από συμβατικής σε βιολογική. Πρέπει να τονιστεί ότι, «οτιδήποτε» χρησιμοποιείται στην επιχείρηση που αφορά στα ζώα και οποιοδήποτε προϊόν κυκλοφορεί στην αγορά και φέρει το χαρακτηρισμό "βιολογικό", πρέπει να ελέγχεται από τον αρμόδιο φορέα, από τον οποίο και πιστοποιείται. Ο έλεγχος είναι διαρκής, καθορίζεται από τον κανονισμό και περιλαμβάνει όλη την παραγωγική διαδικασία, από τις ζωοτροφές και τους βοσκοτόπους μέχρι τη μεταποίηση των ζωικών προϊόντων και την τυποποίησή τους. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία που αφορούν στη βιολογική γεωργία, η οποία αποτελεί το θεμέλιο λίθο της βιολογικής πτηνοτροφίας. Η βιολογική γεωργία είναι ένα σύστημα καλλιέργειας (βιοκαλλιέργεια), που βασίζεται στην αμειψισπορά, στην ανακύκλωση οργανικών υλικών φυτικής και ζωικής προέλευσης και στη μη χρησιμοποίηση χημικών μεθόδων αντιμετώπισης εχθρών, ασθενειών και ζιζανίων. Τα προϊόντα με αυτή τη μέθοδο παράγονται χωρίς λιπάσματα ή συνθετικά φυτοφάρμακα, αυξητικές ορμόνες ή γενετικές παρεμβάσεις. Βασικότερο πρόβλημα για την ανάπτυξη της βιολογικής πτηνοτροφίας στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες γενικότερα, είναι η ανεπάρκεια βιολογικών ζωοτροφών. Βέβαια, έχει αρχίσει η παραγωγή τους (πίνακας 52), όμως οι απαιτήσεις για μια πραγματικά βιώσιμη βιολογική πτηνοτροφία είναι ακόμη πολύ υψηλές. Η Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 2001 διέθετε 200.000 στρέμματα περίπου, που αντιστοιχούν στο 0,60% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης. Αυτό το ποσοστό ήταν από τα μικρότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Στη Δανία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 6 % περίπου, ενώ στην Αυστρία είναι το υψηλότερο και ανέρχεται σε 8,4. Πίνακας 52. Εκτάσεις (στρέμματα) και είδη βιολογικής καλλιέργειας στην Ελλάδα κατά το 1998
Πηγή: Φυσιολογική, Δηώ και Υπουργείο Γεωργίας (1998) Οι βιοκαλλιεργητές στα κράτη-μέλη της ΕΕ λαμβάνουν ενισχύσεις μέσω του βασικού κανονισμού 2092/91. Η υποστήριξη αυτή θα συνεχιστεί και στα πλαίσια της Agenda 2000. Τέτοιες ενισχύσεις παρέχονται και στις υπό ένταξη χώρες, αλλά και στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, οι ενισχύσεις στους βιοκαλλιεργητές δίνονται μετά την ένταξή τους σε ανάλογο πρόγραμμα, σύμφωνα με πρόσφατη υπουργική απόφαση. Π.χ. οι ενισχύσεις για τα σιτηρά ανέρχονται σε 5.924 δρχ./στρέμμα και ισχύουν για 5 χρόνια. Η χώρα μας, σε ό,τι αφορά τη βιολογική πτηνοτροφία, παρουσιάζει, λόγω των εδαφοκλιματικών συνθηκών της, συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτά είναι: 1) Η μη απαραίτητη ύπαρξη σταβλικών εγκαταστάσεων εκεί όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν και 2) η δυνατότητα χρήσης ζωοτροφών υπό μετατροπή σε ποσοστό 30-60% του σιτηρεσίου και η δυνατότητα χρήσης συμβατικών ζωοτροφών σε ποσοστό 10-20 % σε ετήσια βάση, τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του κανονισμού. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Νέα Εποχή © 2006![]() |
Πρώτη σελίδα | Μνήμες | Εικόνες | Αξιοθέατα | Γειτονιές |