![]() | ![]() |
H
ΚΑΠΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΣΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΛΙΟΥΡΑ
Γράφει η δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το παρόν
κείμενο αποτελεί εισήγηση της Μαρίας Ν. Αγγέλη στην παρουσίαση του
βιβλίου του Θ. Παλιούρα με τίτλο: «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα», εκδόσεις
Αρμός 2011.Η παρουσίαση έγινε
στην αίθουσα εκδηλώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, Αγρίνιο 4
Ιουλίου 2011. Τα αποσπάσματα των προφορικών αφηγήσεων καπνοκαλλιεργητών
και καπνεργατών προέρχονται από συνεντεύξεις που κατέγραψε η Μ. Αγγέλη.
Βλ. Μ. Αγγέλη, Διδακτορική Διατριβή: Ο Κόσμος της
εργασίας: Γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του
καπνού. (Αγρίνιο19ος-20ος αι.). Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2007.
Έχω και εγώ την τιμή να παρουσιάσω το βιβλίο του
εκλεκτού καθηγητή μας κυρίου Θανάση Παλιούρα.
Πρόκειται για βιωματικό λόγο που δίνεται με
λογοτεχνική γραφή. Μέσα από τα αφηγήματα του Θ. Παλιούρα: «Γεννήθηκα
στην Ντούτσαγα», «περνάνε κάμποσες σελίδες από τη ζωή της γενέτειρας
πόλης του Αγρινίου στην κρίσιμη εικοσαετία 1940-1960 και ήταν χρέος να
διατηρηθούν στη μνήμη των νεότερων», όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογό
του.
Πριν ξεκινήσω
αυτό όμως θα επιχειρήσω μια επιγραμματική αναφορά στην ιστορία
της Καπνούπολης: Ο καπνός, μαζί με τα αμπέλια, τα δημητριακά και τις
ελιές αποτελούν τις κυριότερες καλλιέργειες στην περιοχή μετά την
απελευθέρωση.
Ας περάσουμε τώρα στα αφηγήματα του Θ.Παλιούρα:
Η υπόθεση του αφηγήματος:
Ο παππούς μια μέρα στέλνει τον εγγονό του να
δώσει καπνό σ’ένα στρατιώτη του Εθνικού Στρατού και σε μια Αντάρτισσα.
Περνάμε στο αφήγημα:
«Πρωί πρωί όλη η οικογένεια έβγαζε τα φυτά,
τα τοποθετούσε προσεκτικά σε ξύλινα κασελάκια ή σε καλάθες και
αναχωρούσαν για το καπνοτόπι. Έτσι άρχιζε το φύτεμα και το πότισμα. Όλοι
κρατούσαν από ένα ξύλινο σουφλί στο χέρι το έμπηγαν στο οργωμένο και
σβαρνισμένο χωράφι, σε ίδιες αυλακιές.
Και στη συνέχεια περνάει στην επόμενη φάση:το
μάζεμα των καπνόφυλλων:
Εδώ ολοκληρώνεται η διαδικασία του αρμαθιάσματος
και ο συγγραφέας περνάει στο στάδιο της αποξήρανσης του καπνού.
Τα απειλητικά σύγνεφα και η αγωνία και το άγχος
που προκαλούσαν αυτά έχουν σημαδέψει ολάκερο τον κόσμο του καπνού.
Έπρεπε να προστατέψουν από τη βροχή και το χαλάζι το προϊόν του μόχθου
τους!
Όπως ακούσατε κυρίες και κύριοι τόσο ο
λογοτεχνικός λόγος του Θ. Παλιούρα, όσο κι ο λαϊκός λόγος της
καπνοφύτισσας Σταθούλας συνθέτουν ένα μνημονικό λόγο για την ταυτότητα
της Καπνούπολης της Αιτωλ/νίας!
«Οι αρμάθες, πολλές μαζί ενώνονταν με τις άκρες
και μετατρέπονταν σε στρογγυλά «βαντάκια».Αυτά κρεμιούνταν μέχρι το
Δεκέμβρη από τα ξύλινα νταβάνια των σπιτιών ή των αποθηκών».
Έτσι παρουσιάζει ο Θ.Παλιούρας τα βαντάκια του καπνού.
Εδώ θα σας μεταφέρω την προφορική αφήγηση της
καπνοφύτισσας σχετικά με την αποθήκευση του καπνού:
Εδώ, όπως παρατηρείται, ο λογοτεχνικός λόγος
μένει μόνο απαλά στην εικόνα ενώ ο λαϊκός επιμένει στη σκληρή
πραγματικότητα…
Άνθρωποι και καπνά στον ίδιο χώρο. Η μυρωδιά του
πικρού καπνού τρύπωνε παντού: στο χώρο και στα σωθικά τους. Έτσι ήταν
τότε…
Ας συνεχίσουμε:
Χάρη στον παππού ο εντεκάχρονος Σούλας έμαθε να
ψιλοκόβει τα καπνόφυλλα σαν λίρα πάνω στο μακρόστενο σανίδι κρατώντας
με το αριστερό χέρι ένα μάτσο φύλα και στο δεξί ένα μακρύ
ψωμομάχαιρο. Αυτός ο ψιλοκομμένος καπνός τοποθετούνταν σε τσίγκινα
μεγάλα βάζα και φυλασσόταν στο ντουλάπι δίπλα στο τζάκι. Εκεί που ήταν
και τα ροζ τσιγαρόχαρτα για τα στριφτά τσιγάρα του παππού.
Ο παππούς είχε γεμίσει με στριφτά τσιγάρα για
μερακλήδες δύο χαρτοκούτια από αυτά που πουλούσαν στα περίπτερα τα χύμα
τσιγάρα. Τα είχε τυλίξει με εφημερίδα και τα έδωσε στον εγγονό του να τα
παραδώσει σε δύο παραλήπτες.
Η ευχαρίστηση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του
στρατιώτη καθώς άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά…
Το δεύτερο πακέτο έπρεπε να το μεταφέρει στο
Αντωνοπούλειο Δημοτικό Νοσοκομείο Αγρινίου. Εκεί στον πρώτο όροφο ήταν
οι κρατούμενες αντάρτισσες. Ο Σούλας συναντά στη σκάλα το φαντάρο που
φύλαγε σκοπιά, ο οποίος έλεγξε το πακέτο με τα χειροποίητα τσιγάρα και
άρπαξε με τη χούφτα του όσα μπορούσε. Ύστερα επέτρεψε στο μικρό παιδί να
ανέβει σύντομα στον πρώτο όροφο, όπου θα ξεχωρίσει ανάμεσα σε τρεις μια
μοναχική γυναίκα που κάπνιζε.
Στη συνέχεια ο αφηγητής μας δίνει τον πόνο αυτής
της νεαρής γυναίκας για το
θάνατο του άνδρα της από τους φασίστες όπως είπε, στη μάχη του
Καρπενησίου.
Όπως παρατηρείτε ο λόγος των δύο καπνιστών είναι
ιδεολογικά φορτισμένος. Και εδώ φαίνεται η διαφορά ανάλογα με την
παράταξη στην οποία ανήκουν.
Ο δρόμος της επιστροφής του Σούλα στο σπίτι ήταν
μακρύς.Ένας δρόμος οδύνης για το παιδί. Πάλευαν μέσα του ο στρατιώτης με
το σπασμένο πόδι και η συναγωνίστρια με το σκοτωμένο άνδρα.Ο Τηλέμαχος
και η Παναγιώτα καρφώθηκαν στο μυαλό του και μαζί ατέλειωτα Γιατί;
Ο Πικρός καπνός εδώ είχε χρησιμοποιηθεί ως δώρο
από τον παππού σε δύο συνανθρώπους του, θύματα ενός αδελφοκτόνου
πολέμου. Τον είχε προσφέρει δίχως να σταθεί στην κομματική τους
ταυτότητα και το ρόλο τους στον εμφύλιο. Τι σημασία είχαν αυτά;Και οι
δυο τους ήταν Έλληνες.Και οι δυο ήταν θύματα ενός σπαρακτικού πολέμου.
Και είχαν μια κοινή ανάγκη: να καπνίσουν ένα σέρτικο τσιγάρο μήπως
γλυκάνουν τα σωθικά τους από τα «αδελφωμαχαιρώματα».
Και στο σημείο αυτό για να ελαφρύνουμε λίγο θα
σας αναφέρω ότι ο καπνός θεωρούνταν ως εκλεκτό δώρο για τους
καπνιστές.Και μια αρμάθα «καπνός λίρα» είχε μεγάλη αξία και για το δότη
και για τον παραλήπτη!
Ας περάσουμε τώρα στο άλλο κείμενο του
Θ.Παλιούρα: «Αγρίνιο. Η πόλη θυμάται…»
Γράφει: «Ένα μελισσολόϊ ξεχύνοντας στους
δρόμους της επιστροφής προς το σπίτι δημιουργούσε την εντύπωση της
πλήθουσας αγοράς του Ξενοφώντα, όπου οι πάντες πάνε κι έρχονται…»
Όπως ακούσατε κυρίες και κύριοι, «η πλήθουσα
αγορά» του συγγραφέα Θ.Παλιούρα είναι «η μυρμηγκιά» της καπνεργάτριας
Κωστούλας Ιωάννου.
Με αφορμή αυτά που αναφέρει στο κείμενο του ο Θ.
Παλιούρας προσθέτω και τα εξής:
Στο επόμενο αφήγημα με τίτλο: «Οι τρεις ξυπόλητοι
καβαλάρηδες», έχουμε
αναφορά του Θ. Παλιούρα στη χρησιμότητα των ζώων στην παραδοσιακή
καπνοκαλλιέργεια.
«Μπροστά ο μπαρμπα Σπύρος καβάλα στον Καρρά ,
πίσω ο Ντορής φορτωμένος από τη μια το αλέτρι και από την άλλη τη σβάρνα
και παραπίσω η Κανέλλω με τα καθημερινά μπαγάζια, καθώς το ζευγάρι των
νοικοκυραίων με τους σέμπρους και τους εργάτες φρόντιζε για τα φαγητά,
το ψωμί, το νερό και
απαραίτητα το κρασί…» γράφει χαρακτηριστικά.Και εδώ
θίγεται η σχέση της σεμπριάς, συνηθισμένη εργασιακή σχέση στην
καπνοκαλλιέργεια τότε. «Οι σέμπροι και τα σεμπρικά καπνά στο Αγρίνιο».
Ανακεφαλαιώνοντας επισημαίνουμε ότι στα αφηγήματά
του ο Θ. Παλιούρας δίνει χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας
της Καπνούπολης. Και θεωρώ σημαντική αρετή του το ότι διασώζει
αυθεντικές λέξεις και εκφράσεις όπως: Λιάστρες, γκλίτσες,
οι καβαλλάρηδες στις λιάστρες, ξύλινο σουφλί, βαντάκια, καπνός
λίρα, σέμπροι κλπ.
Επίσης σημαντική αρετή του θεωρώ ότι τα αφηγήματά
του είναι βιωματικά. Πίσω από τη λογοτεχνικότητα υπάρχει μια απόλυτη
ταύτιση στους τόπους των διηγημάτων με την πόλη του Αγρινίου.Οι τόποι
δηλ. των διηγημάτων είναι οι τόποι της Καπνούπολης: π.χ. η περιοχή
Ντούτσαγα είναι η γνωστή περιοχή με τα λιοστάσια και τα καπνοτόπια με τα
αγροτόσπιτά τους.
Επομένως ο Θ. Παλιούρας μέσα από τα αφηγήματά του δίνει την πραγματική ανθρωπογεωγραφία και τοπιογραφία της Καπνούπολης Αγρινίου μέχρι το 1960.