Η Κατίνα Χαντζάρα














Ο κόσμος του βιβλίου:

 
 

Ειρήνης Τριανταφύλλου, ΚΑΤΙΝΑ ΧΑΝΤΖΑΡΑ (1912-1944): δοκιμή ιστορικής βιογραφίας με προφορικές μαρτυρίες

 

Βιβλιοκρισία του δρ Ιωάννου Γ. Νεραντζή

 

 

  Η Ειρήνη Τριανταφύλλου, με το προσφάτως (2018) εκδομένο ιστορικό δοκίμιό της, ΚΑΤΙΝΑ ΧΑΤΖΑΡΑ (1912-1944): Δοκιμή ιστορικής βιογραφίας με προφορικές μαρτυρίες, (από τις «Εκδοσεις γράμμα»), είναι τροποντινά η λαμπαδηφόρος ανάμματος τής φλογώδους ιστορικής εστίας πόλεως Αγρινίου, που στο Μεσοπόλεμο (1922-1940) και στον Πόλεμο (1940-1944) μοσχοβολάει αγρινιώτικο χαρμάνι «τσεμπέλι» και «μυρωδάτο» καπνό που ψιλοκόβεται στο χαβάνι τής κοινωνικής ιστορίας καπνούπολης Αγρινίου, μιάς πόλης όχι με ένα μόνον "σήμα κατετεθέν", αλλά με τρία! : «Μικρή Μόσχα», «Μικρό Παρίσι», «Άγιον Αγρίνιον». Πόλη «χαρμάνι» δηλαδή. Πώς άλλωστε; αφού καπνούπολη είναι. Το πιο φημισμένο «μυρωδάτο χαρμάνι καπνού παράγει».

      Μα και το πιό «μυρωδάτο χαρμάνι κοινωνικών αγώνων» αυτή η ίδια πόλη το ψιλοκόβει σε ιστορικές ίνες που σφιχτοδένουν το σφυρί και το δρεπάνι στους κοινωνικούς αγώνες τής εργατιάς και της αγροτιάς τής πόλης Αγρινίου σε όλον τον εικοστόν αιώνα, «εν ειρήνη» και «εν πολέμω»: «Εν ειρήνη» αγώνες για το δίκαιο τού εργάτη και τού αγρότη σε μια πόλη που στο Μεσοπόλεμο (1922-1940), στον Πόλεμο (1940-1944), στον ''Εμφύλιο'' (1944-1949), και καθ' όλον το δεύτερο μισό τού εικοστού αιώνα, στο θρόνο της κάθονται μεταπράτες μεγαλοαστοί, καπνέμποροι, καπνομεσίτες, εμπορομεσάζοντες, κρατικοδίαιτοι αξιωματούχοι και μεγαλόσχημοι ρασοφόροι, με «υποπὀδιον τών ποδών αυτών» τα λαϊκά στρώματα, μικροαστικά, εργατικά, αγροτικά, προλεταριακά, που το αίμα τους και ο ιδρώτας τους μεταστοιχειώνεται σε χρυσές λίρες στα σεντούκια τών κλειδοκρατόρων τής πόλης τού Αγρινίου. Αν κοιτάξουμε με ορθάνοιχτα τα μάτια μας την κοινωνική ιστορία πόλεως Αγρινίου στον εικοστόν αιώνα, προσβλέπουμε εις το να αποκτήσουμε ιστορική συνείδηση για τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές παλινδρομήσεις στη λεωφόρο τής Ιστορίας ολόκληρης της Ελλάδας ως τις μέρες μας· παλινδρομήσεις που δεν επέτρεψαν την σταθεροποίηση τής επιδιωκόμενης από την άρχουσα αστική τάξη αστικής δομής εντός τών πλαισίων τού Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής (Κ.Τ.Π.) με σκλάβους στα δεσμά τους εργάτες και αγρότες στον εικοστόν αιώνα, και με τον επιστημονικό ανθό τής πατρίδας μας μεταναστευμένον φερέοικο στην Ευρώπη και Αμερική να δίνει εκεί καρπούς, στον εικοστόν πρώτον αιώνα, και όχι στη μάνα-γή Ελλάδα που έθρεψε τους ανθούς. Νέοι ΘΕΣΜΟΙ γάρ, που διαιωνίζουν την ΞΕΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ με εθελόδουλους. (Βλέπε διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία).

   Συνάμα, το τής Ειρήνης Τριανταφύλλου ιστορικό δοκίμιο είναι το μελισσοκέρι που φλογίζει τη μνήμη, την «ιστορική μνήμη»· μια ιστορική μνήμη που επιτέλους στις γραμμές τού βιβλίου έπαψε να είναι σκεπασμένη από «επιτηδευμένη σιωπή», κατά πως την χαρακτηρίζει η ίδια η Ειρήνη Τριανταφύλου. Αυτό αιτιολογεί και τον πρώτον υπότιτλο τού βιβλίου της: «Ζωή πέρα από την σιωπή». Και η «ζωή πέρα από τη σιωπή» είναι «ζωή τού σιωπηλού μάρτυρα». Ναί, αλλά πότε; Όταν  «η ζωή τού σιωπηλού μάρτυρα» από «σιωπή» γίνεται «μνήμη». Και «η μνήμη τής σιωπής τού μάρτυρα» γίνεται «φωνή». Γίνεται «ζωή πέρα από τη σιωπή». Ιδού, λοιπόν, η διαδοχή: Από τη σιωπή τού μάρτυρα περνάμε στη μνήμη τού μάρτυρα. Και από τη μνήμη τού μάρτυρα περνάμε στη φωνή τού μάρτυρα. Και από τη φωνή τού μάρτυρα, καλύτερα από τη «φωνητή κατάθεση» τού μάρτυρα περνάμε στην «γραπτή κατάθεση» τής συγγραφέως. Είναι η Ειρήνη Τριανταφύλλου που «δεξιώθηκε» τις προφορικές μαρτυρίες τών σιωπηλών μαρτύρων-πληροφορητών της· και τις υπογράφει με τη γραφίδα της στο δικό της, γραμμένο με εντέλεια, ιστορικό δοκίμιο, τιτλοφορούμενο, ΚΑΤΙΝΑ ΧΑΝΤΖΑΡΑ (1912-1944): δοκιμή ιστορικής βιογραφίας με προφορικές μαρτυρίες.

   Και εμείς σε δίλλημα: «Να καώ στις φλόγες τής μνήμης μιάς «πόλης τής επιτηδευμένης σιωπής», ή να ξυπνήσω μήπως και το όνειρο μιας μνημονικών αφηγήσεων πόλης βάζει φωτιά στη σημερινή πόλη;

   Όχι τυχαία, ο πανεπιστημιακός καθηγητής Ζακ Λε Γκόφ στο σπουδαιότερο σύγγραμμά του καταπιάνεται με ένα από τα σπουδαιότερα θεωρητικά ζητήματα: τη σχέση Ιστορίας και Μνήμης. Τιτλοφορεί το σύγγραμμά του, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ. Γιατί το αναφέρω; Γιατί η Ειρήνη Τριανταφύλλου στο δικό της ιστορικό δοκίμιο τολμάει όχι απλώς να συγγράψει ένα ''δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας με προφορικές μαρτυρίες'', ως το δηλώνει ο υπότιτλος του δοκιμίου της· δηλαδή να μας δώσει απλώς το ιστορικό απότοκο τής διασταύρωσης ΙΣΤΟΡΙΑΣ και ΜΝΗΜΗΣ. Η Ειρήνη Τριανταφύλλου τολμάει να ανοίξει πόλεμο μεταξύ  ΙΣΤΟΡΙΑΣ και ΜΝΗΜΗΣ. Μας το δηλώνει η ίδια με τα δικά της λόγια, με τη δική της ιστορική ενσυναίσθηση:  «Η κοινωνική μνήμη, ενάντια στη θεσμική λήθη». Είναι ο πιο ταιριαστός υπότιτλος για την βιογραφία μιας Εαμίτισας ηρωίδας τής Εθνικής Αντίστασης, τής Κατίνας Χαντζάρα. Γιατί για πρώτη φορά μια βιογραφία είναι  ουσιαστικά μια βιογραφούμενη μονομαχία όπου η κοινωνική μνήμη νικάει τη θεσμική λήθη. Και αυτή τη νίκη καταγράφει η Ειρήνη Τριανταφύλλου. Ας μού επιτρέψει η συγγράφουσα να προσθέσω στο οπισθόφυλλο που τελειούται το βιβλίο της έτερον τίτλο, τον δηλωτικόν τη νίκη: ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ ΧΑΝΤΖΑΡΑ.   

  Το έτερον που προσδίδει εντέλεια στο ''ιστορικό δοκίμιο'' τής Ειρήνης Τριανταφύλλου είναι η εμπράγματη εφαρμογή στο βιβλίο της τού αιτουμένου τής θεωρίας τής Ιστορίας: «Ο Ιστορικός δεν γράφει την Ιστορία. Ο Ιστορικός ερμηνεύει την Ιστορία». Και το βιβλίο της Ειρήνης Τριανταφύλλου έχει όλα τα εχέγγυα, ότι δεν περιορίζεται σε μια μετουσίωση σε ιστορική καταγραφή τών προφορικών μαρτυριών τών πληροφορητών της. Δίνει συνάμα και ολόφωτη την ερμηνεία τής Ιστορίας. Ερμηνεύει τα ιστορικά συμβάντα που καταγράφει. Ο ερμηνευτικός ιστορικός της λόγος αποδεικνύει ότι πρώτη αυτή όντως γνωρίζει τί σημαίνει «κατανόηση τής Ιστορίας». Και η ακολουθούσα επιτυχία: Καθιστά έτοιμους και εμάς να κατανοούμε την Ιστορία. Να ερμηνεύουμε και εμείς μαζί της την Ιστορία. Να πούμε εμείς τον δικό μας επίλογο στο δικό της βιβλίο: «Τώρα κατάλαβα το νόημα τής ρήσης, «η κοινωνική μνήμη, ενάντια στη θεσμική λήθη». Τώρα κατάλαβα ότι υπάρχουν δύο Ιστορίες: Η «επίσημη θεσμική Ιστορία», η γραμμένη με το μελάνι τού εντελλόμενου ιστοριογράφου, και η «Πραγματική Λαϊκή Ιστορία» η γραμμένη με το αίμα τού λαού. Το ιστορικό δοκίμιο τής Ειρήνης Τριανταφύλλου είναι «Μνήμη τού αίματος τών αγωνιστών», «Μνήμη τού αίματος τής Εαμίτισας αγωνίστριας Κατίνας Χαντζάρα», «μια Πούλια / εκατόν είκοσι Αυγερινοί», με τους στίχους τού Πάνου Χατζόπουλου, από το ποίημά του, «Στού κρανίου τόν τόπο», που στοιχειώνει στο βιβλίο της η Ειρήνη Τριανταφύλλου.

  Το τρίτον που προσδίδει εντέλεια σε αυτό το ιστορικό δοκίμιο είναι το ότι αυτό ξεπερνάει την λεγόμενη ''Γεγονοτολογική Ιστορία'', και είναι γραμμένο με το πνεύμα που απαιτεί η σύγχρονη ιστορική θεωρία: αυτή που λέγεται ''Ολική Ιστορία''. Είναι η Ιστορία που οδηγεί στον προσδιορισμό και στην ανίχνευση των πολλαπλών κινήτρων και παραγόντων - οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, γεωγραφικών, πολιτιστικών, ψυχολογικών - που προσδιορίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι σε όλες τις θεματικές αυτού.

   Εις το προκείμενον: Το κείμενο αυτού τού ιστορικού δοκιμίου τής Ειρήνης Τριανταφύλλου ενέχει κατ' αρχάς, μια μέριμνα για πληροφόρηση, για ιστορική πληροφόρηση. Η συγγραφέας προκειμένου να εμβαθύνει σε αυτή σκέφτεται αρχικά πάνω στις σχέσεις μεταξύ «αντικειμενικής» ιστορίας, η οποία βιώνεται από τους ανθρώπους, είτε την δημιουργούν είτε την υφίστανται, και σπουδής τής Ιστορίας, μέσα από την οποία οι αναζητητές αυτού που λέγεται «Ιστορία και Αλήθεια» (ο όρος τού Άνταμ Σάφ στο ομότιτλο βιβλίο του), επιζητούν να καταστούν κύριοι τής ''βιωμένης ιστορίας'' ώστε να στοχαστούν πάνω σε αυτήν και να την εξηγήσουν.

Πολύ σωστά, λοιπόν, η συγγραφέας στην αρχή τής δικής της μελέτης εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στην ιστορία και στη μνήμη, χωρίς βέβαια να παρασύρεται σε πρόσφατες αφελείς τάσεις που μοιάζουν να ταυτίζουν σχεδόν την μία με την άλλη. Όχι, η συγγραφέας δεν πέφτει σε αυτήν την παγίδα. Την προστατεύει η γνώση της πως η ιστορία αποτελεί μια διευθέτηση τού παρελθόντος που υπόκειται στις κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές, δομές στο πλαίσιο τών οποίων ζούν και εργάζονται οι «εργάτες τής ιστορίας», δηλαδή οι αναζητητές τής αλήθειας τής Ιστορίας. (Πρβλ.: Ζακ Λε Γκόφ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ).

   Η συγγραφή της θεμελιώνεται πάνω στη συνειδητοποίηση τη δική της τών δεσμών τής ιστορικής παραγωγής με το περικείμενον τής δικής της εποχής και τών εποχών που διαδεχόμενες η μία την άλλη μεταβάλλουν τη σημασία της. Αυτές οι ιστοριογραφικές μεταβολές δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τη συγγραφέα να αναζητάει την αντικειμενικότητα και οι καταγραφές της παραμένουν θεμελιωμένες στην πεποίθηση σε μια ιστορική «αλήθεια».

   Εκείνο που διακρίνεται αναφανδόν στο ιστορικό δοκίμιο τής Ειρήνης Τριανταφύλλου είναι ότι, προτού γράψει την πρώτη γραμμή της η συγγραφέας γιγνώσκει ότι η μνήμη αποτελεί την πρώτη ύλη τής ιστορίας. Και αυτό αποδεικνύει τελικά στη βιογραφία τής Κατίνας Χαντζάρα που επεχείρησε να συγγράψει.

Ναι η μνήμη αποτελεί την πρώτη ύλη τής ιστορίας. Πνευματική, προφορική ή γραπτή, είναι το ενυδρείο από το οποίο αντλούν όλοι οι ερευνητές και οι ερευνήτριες.

Επειδή ο τρόπος που λειτουργεί η μνήμη είναι συνήθως ασύνειδος, υπόκειται στην πραγματικότητα, κατά τρόπο πιό επικίνδυνον από όσο οι ίδιες οι ιστορικές σπουδές, στις χειραγωγήσεις που ασκούν ο χρόνος και οι σκεπτόμενες κοινωνίες.

Η ιστορική επιστημοσύνη έρχεται, εξάλλου, με τη σειρά της να τροφοδοτήσει τη μνήμη, ξαναγυρνώντας έτσι στο πλαίσιο τής μεγάλης διαλεκτικής διαδικασίας τής μνήμης και τής λήθης που ζούν τα άτομα και οι κοινωνίες. Ο ερευνητής και η ερευνήτρια οφείλει να είναι εκεί, προκειμένου να λάβει υπ' όψη του αυτή τήν ανάμνηση και τη λήθη, να τις μετασχηματίσει σε ένα υλικό που να είναι προς σκέψη, να δημιουργήσει μέσα από αυτές ένα αντικείμενο τής γνώσης. Και η συγγραφέας το πετυχαίνει: Το βιβλίο της γίνεται ένα αντικείμενο τής γνώσης, τής γνώσης τής κοινωνικής ιστορίας τής πόλεως τού Αγρινίου τού Μεσοπολέμου και τού Πολέμου. 

   Πιο αναλυτικά: Η «εν ειρήνη» κοινωνική ιστορία τής πόλεως τού Αγρινίου τού Μεσοπολέμου είναι η μία πτυχή στο δίπτυχο τού ιστορικού δοκιμίου της Ειρήνης Τριανταφύλλου, τιτλοφορούμενον, ΚΑΤΙΝΑ ΧΑΝΤΖΑΡΑ (1912-1944): Δοκιμή ιστορικής βιογραφίας με προφορικές μαρτυρίες. Την άλλη πτυχή τού δίπτυχου ιστορικού δοκιμίου της το στροβιλίζει η δίνη τού Πολέμου και τής ''Κατοχής''. Γράφει η ίδια συγγραφέας στο βιβλίο της: «Οι κάτοικοι τής πόλης τού Αγρινίου και τής ευρύτερης περιοχής ζουν μέσα σε ένα καθεστώς ατελείωτης ψυχολογικής και σωματικής βίας, καθώς είναι συχνές οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τα αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό και οι ατομικές ή ομαδικές εκτελέσεις από τους Γερμανούς. [...]. Χαρακτηριστικά τής εποχής είναι ο πληθωρισμός, η συνεχής ανατίμηση τών προϊόντων και οι τραγικές υλικές ελλείψεις, κυρίως τών τροφίμων, που οδηγεί στην απώλεια ανθρώπινων ζωών (οι νεκροί είναι πολλοί και μεταφέρονται με κάρα). Οι ''μαυραγορίτες'' εκμεταλλεύονται την κατάσταση και δεν διστάζουν να πουλήσουν στη ''μαύρη αγορά'' ακόμη και το κινίνο, φάρμακο απαραίτητο για την αντιμετώπιση τής ελονοσίας, που μαστίζει την περιοχή. [...]. Στην εφημερίδα, Εμπρός, όργανο τής Π.Ε. τού Ε.Α.Μ. τού Αγρινίου-Τριχωνίας, Έκτακτο Παράρτημα: 10-12-1943, (που φυλάσσεται στο ''Επιμορφωτικό Κέντρο, Βιβλιοθήκη-Αρχείο «Χαρίλαος Φλωράκης»), διαβάζουμε: «Πείνα, γύμνια και αρρώστιες μαστίζουν τα φτωχά στρώματα τής πόλης τού Αγρινίου και σ' όλα αυτά το Κράτος με τον Νομάρχη και τον Δήμαρχο να κλείνουνε τα αφτιά τους. [...]. Προχθές, [= 08.12.1943], τα πεινασμένα και γυμνά παιδάκια ξεχύθηκαν στους δρόμους, φωνάζοντας μπροστά στο Δημαρχείο και στα Γραφεία τού Ερυθρού Σταυρού: ''Θέλουμε ψωμί, λάδι, φάρμακα, πεινάμε!''. Την Πέμπτη ξεχύθηκε σαν χείμαρρος μία από τις μεγάλες διαδηλώσεις που είδε η πόλη μας. [...]. Περί τα 3.000-4.000 άτομα...». Και συνεχίζει την περιγραφή τής τραγωδίας η συγγραφέας γράφοντας επακριβώς: «Από την αρχή τής ''Κατοχής'' και συγκεκριμένα το καλοκαίρι τού 1941, συγκροτήθηκε στο Αγρίνιο και στην ευρύτερη περιοχή του οργανωμένη Αντίσταση από προσωπικότητες («Μικρή Μόσχα» το έλεγαν οι νομιμόφρονες), ενώ από την Άνοιξη τού 1943 αρχίζει ο μεγάλος ένοπλος αγώνας κατά τών Κατακτητών. Οι Γερμανοί στο Αγρίνιο είχαν ισχυρή παρουσία, με αποτέλεσμα το αντιστασιακό κίνημα να μεγαλώσει και να θεριέψει με την αθρόα συμμετοχή όλων σχεδόν τών κατοίκων τής πόλης και τών περιχώρων, ανεξαρτήτως ηλικίας, οι οποίοι έδωσαν αδιάλειπτα το παρόν στις οργανώσεις Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.ΑΣ., Ε.Δ.Ε.Σ., Ομάδες Χούτα, Παπαϊωάννου και σε άλλες μικρότερες ομάδες, για την απελευθέρωση τής πατρίδας. [...]. Η Κατίνα Χαντζάρα οργανώνεται σε δύο Αντιστασιακές οργανώσεις: Αφενός στην πρωτοποριακή οργάνωση «Εθνική Αλληλεγγύη» (Ε.Α.) πού ιδρύθηκε στις 28-05-1941 από το Κ.Κ.Ε., και ανέλαβε τον τομέα τής κοινωνικής πρόνοιας. [...]. Εκ παραλλήλου οργανώνεται και στο Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. Με την έναρξη τού αντιστασιακού κινήματος θεωρεί υποχρέωση και καθήκον της να συμμετέχει στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. [...]. Αναλαμβάνει δύσκολες αποστολές: παίρνει ή δίνει πληροφορίες στους Αντάρτες τού Ε.ΑΜ.-Ε.Λ.Α.Σ. [...]. Στις συνθήκες αυτές, η Κατίνα Χαντζάρα μέσα από την έντονη πατριωτική δράση και με τη διπλή ταυτότητα τού ''μέλους'', τόσο τής «Εθνικής Αλληλεγγύης» όσο και τού Ε.Α.Μ., μπήκε στο στόχαστρο τών κατακτητών. Κατά την αποχώρηση τών Ιταλών η Κατίνα Χαντζάρα ενεργεί έτσι, ώστε να δοθεί στους αντάρτες όλος ο οπλισμός και τα άλογά τους. [...]. Οι πληροφορίες για τη δράση της υπέρ τού Ε.Α.Μ. και τού Ε.Λ.Α.Σ. γίνονται γνωστές στους Γερμανοτσολιάδες-Ταγματασφαλίτες Αγρινίου που τη συλλαμβάνουν για πρώτη φορά τον Σεπτέμβρη τού 1943. Στη συνέχεια την αποφυλακίζουν, οι Τσολιάδες-Ταγματασφαλίτες, χωρίς να είναι γνωστός ο λόγος. [...]. Παρά τη σύλληψή της, η Κατίνα Χαντζάρα συνεχίζει τη δυναμική συμμετοχή της σε διαδηλώσεις. [...]. Περί τα τέλη Μαρτίου τού 1944, γίνονται μεγάλες συλλήψεις. [...]. Σε μία από αυτές οι Γερμανοί συλλαμβάνουν την Κατίνα Χαντζάρα, αποκαλώντας την «Κομμούνα» και την οδηγούν στις ''Φυλακές τής Αγίας Τριάδας''. [...]».

   Την ανάγνωση του τελευταίου κεφαλαίου τής συγγραφέως τού πιό συγκλονιστικού, τιτλοφορούμενο, «Το χρονικό τής εκτέλεσης τών 120. Κατίνα Χαντζάρα, η ''μόνη γυναίκα''», την αφήνω στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια.

   Δική μου υποχρέωση είναι να επισημάνω ότι, αυτό το  ιστορικό δοκίμιο είναι η τσακμακόπετρα που ο σπινθήρας της φλογίζει τη μνήνη, την «ιστορική μνήμη».

  Το βιβλίο, τεχνηέντως, θα το χώριζα σε δύο κεφάλαια ‘‘Μνήμης’’: ‘‘Μνήμη Κατίνας Χατζάρα’’· και ‘‘Μνήμη αόρατης πόλης Αγρινίου – Μεσοπολέμου και Πολέμου’’. Εν τέλει, ‘‘Μνήμη αόρατης πόλης’’ πλέον στα δικά μας μάτια.

   Και εδώ έγκειται η επιτυχία τής συγγραφέως Ειρήνης Τριανταφύλλου: Απομνημειώνει την ‘‘αόρατη πόλη Αγρίνιον’’. Μετουσιώνει την ‘‘ιστορική μνήμη’’ σε ‘‘ιστορική συγγραφή’’. Το ιστορικό της δοκίμιο είναι η καταγεγραμμένη κοινωνική ιστορία πόλεως Αγρινίου περιόδων Μεσοπολέμου και ‘‘Γερμανο-Ιταλικής Κατοχής’’, με πρωταγωνίστρια, «εν ειρήνη» να υπογράφει Βάγια Ρήγα και «εν πολέμω» να υπογράφει Κατίνα Χατζάρα.

   Δύο είναι οι άξονες που δίκην «Αxus Μundi» - «Άξων τού Σύμπαντος» δημιουργούν το «σύμπαν» τού ιστορικού δοκιμίου τής Ειρήνης Τριανταφύλλου: Στον έναν άξονα κινούνται οι «μνήμες» αυτών τών αγρινιωτών συμπολιτών τής Κατίνας Χατζάρα που μνημειοποιούν στο βιβλίο την δυϊκού αριθμού – γι’ αυτό και με δύο ονοματεπώνυμα – προσωπικότητα τής Βάγιας Ρήγα – Κατίνας Χαντζάρα. Είναι οι προφορικές μαρτυρίες τών μαρτύρων-πληροφορητών που μαρτυρούν τη ζωή και τη δράση αυτής τής δίσημης προσωπικότητας, με επίλογο την εκτέλεσή της στην ‘‘Κατοχή’’ από τους Γερμανούς κατακτητές· τής μόνης Γυναίκας ανάμεσα στους άλλους 119 άνδρες εκτελεσμένους στο Αγρίνιο, Μεγάλη Παρασκευή, Απρίλη 14, οι πλείστοι μέλη τού Ε.Α.Μ. και τού Κ.Κ.Ε.

Ναι, είναι η μόνη εκτελεσμένη ανάμεσά τους εαμίτισα ηρωίδα Κατίνα Χαντζάρα.

     Στον άλλον άξονα κινείται το «σύμπαν τής πόλεως τού Αγρινίου» στο ‘‘Μεσοπόλεμο’’ (1922-1940) και στον ‘‘Πόλεμο’’ (1940-1944), ως την ημέρα εκτέλεσης τών 119 ανδρών Αυγερινών, μαζί τους και μία Πούλια, η Κατίνα Χαντζάρα. 120 γίνανε οι φωτοστέφανοι πάνω στο Κοινοτάφιο τών εκτελεσμένων από τους Γερμανούς μια Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου 1944.

   Και μη θεωρήσετε υπερβολή τόν αφορισμό μου, «σύμπαν τής πόλεως τού Αγρινίου». Ναι, η Ειρήνη Τριανταφύλλου δεν περιορίζεται σε αναφορά μόνον ιστορικών στιγμών τής πόλεως τού Αγρινίου που τη στιγμή τους τη βάζει η Βάγια Ρήγα – Κατίνα Χαντζάρα. Μια στιγμή τής Ιστορίας, μια σταγόνα αίμα τής αιωνιότητας. Ναί, η ανάγνωση, η μελέτη –θα έλεγα- τού ιστορικού δοκιμίου τής Ειρήνης Τριανταφύλλου, φαντασιώνει στη σκέψη μας και διαυγάζει στα μάτια μας ολόκληρο το ‘‘κοινωνικό σύμπαν’’ μιας ‘‘αόρατης πόλης’’: τού Αγρινίου τού ‘‘Μεσοπολέμου’’ και τής ‘‘Κατοχής’’. Δανείζομαι τον όρο «αόρατη πόλη» από το αριστουργηματικό μυθιστόρημα τού Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες πόλεις. Μια από αυτές είναι που παρουσιάζει στο βιβλίο της η Ειρήνη Τριανταφύλλου: Την αόρατη πόλη Αγρίνιον, ως αυτή η πόλη ήταν ορατή στο ‘‘Μεσοπόλεμο’’ (1922-1940) και στην ‘‘Κατοχή’’ (1940-1944). Μια ‘‘αόρατη πόλη’’ που το κοινωνικό σύμπαν αυτής, σύμπαν μεγαλοαστών, αστών, μικροαστών, εργατών και αγροτών, το τέμνει στη μέση το ρέμμα που οι δημότες Αγρινίου το γνωρίζουν με το χαϊδευτικό του, «Κατουρλής». Στη μιά του όχθη καταλήγουν τα απόνερα από τα πετρόσπιτα τών μεγαλοαστών, τών καπνεμπόρων, τών καπνομεσιτών, τών μεγαλομπεζεχτάδων και τών τοκογλύφων τής πόλεως, ‘‘ρουφήχτρες τού ιδρώτα και τού αίματος τών καπνοπαραγωγών, καπνεργατών, καπνεργατριών και τών εργατών και εργατριών τού προλεταριάτου τής πόλης, που ήρθε ως εργατική βιταμίνη να προστεθεί σε αυτό η ξεκληρισμένη το 1922 από την Μικρά Ασία και τον Πόντο ελληνική προσφυγιά που οι παράγκες της ‘‘διακοσμούσαν’’ ως το 1930 και αυτή την κεντρική τής πόλης ‘‘Πλατεία Μπέλου’’, ως διαβάζουμε στην εβδομαδιαία εφημερίδα, ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, τού εκδότη Μιλτιάδη Τζάνη.

   Αυτών τών ‘‘αγωνιστών τού δρόμου’’ τα δάκρυα από τα λασπωμένα όνειρά τους, από τις δακρυρρόες τών χαμόσπιτων τών καπνοπαραγωγών και τής εργατιάς, τής φτωχολογιάς μάνας των παιδιών τής Εθνικής Αντίστασης, τού Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ., και τού Ε.Δ.Ε.Σ. καταλήγουν στην άλλη όχθη τού ‘‘Μέγα Ρέμματος Κατουρλής’’. Δύο κόσμοι, μία πόλη. Μα ο Κατουρλής δεν μπορεί να διαχωρίσει το αίμα και τα δάκρυα τών θυμάτων από το σαπιονέρι τών θυτών. Θύτες και θύματα τα παίρνει το ίδιο ρέμμα.

   Μα τί γίνεται όταν ο Κατουρλής έχει ‘‘κατεβασιά’’ στην ‘‘Κατοχή’’; Τότε η ‘‘κατεβασιά’’ του με τα απόνερα από την Γερμανική Κομαντατούρ συναντάει Αντίσταση νύχτες και αυγές. Αντίσταση ανδρών και γυναικών οργανωμένων στο Ε.Α.Μ. και στην «Εθνική Αλληλεγγύη» μέσα στην ‘‘αόρατη πόλη’’. Αντίσταση και έξω από την πόλη ως χειμαρρίζει από τα ανταρτοβούνια Εαμιτών-Ελασιτών και διακλαδίζεται στα μυστικά αντιστασιακά δώματα τής ‘‘αόρατης πόλης’’.

Ένα από αυτά τα αντιστασιακά δώματα είναι τα δύο πρώτα κατοχικά χρόνια, 1941-42, το ‘‘δώμα με την κόκκινη κουρτίνα’’ τής Βάγιας Ρήγα· μα και τα δύο επόμενα χρόνια, 1942—44, το ίδιο αυτό δώμα συνεχίζει να φυλάσσει τα μυστικά τής Εθνικής Αντίστασης, στο όνομα τώρα τήςοργανωμένης στο Ε.Α.Μ. Κατίνας Χαντζάρα συζύγου τού αγρινιώτη λεβεντάνθρωπου Αθανασίου Χαντζάρα (μέλος τού Κ.Κ.Ε.), τον οποίον νυμφεύθηκε στις 12 Φεβρουαρίου τού 1942.

   Ιταλοί, Γερμανοί, Ταγματασφαλίτες-Γερμανοτσολιάδες, δωσίλογοι ''κουκουλοφόροι'', ''μαυραγορίτες'' και μεγαλομπεζεχτάδες μεγαλοαστοί τής πόλης βλέπουν μόνον την ‘‘ορατή πόλη’’: αυτή που τους προστατεύει από τους Αγρινιώτες και τις Αγρινιώτισσες τής ‘‘άλλης πόλης’’, τής ‘‘αόρατης πόλης’’ που αντιστέκεται, παθητικά μα και ενεργητικά, στέλνοντας αντάρτες στα βουνά, γεμίζοντας τις γραμμές τού Ε.Α.Μ. και τού Ε.Λ.Α.Σ., μα και φροντίζοντας για την επιμελητεία του, τροφοδοτώντας τον Ε.Λ.Α.Σ, αλλά και τον Ε.Δ.Ε.Σ. Έτσι υφαίνεται στο ‘‘υφαντό τής Νύχτας’’ ‘‘η ζωή τής Νύχτας’’ και ‘‘η άλλη ζωή τής ημέρας’’ στην ‘‘αόρατη πόλη’’.   

   Όταν τελειώνεις την τελευταία βιογραφική σελίδα, φοβάσαι ότι θα χάσεις μονομιάς όλη την πόλη, αν μιλήσεις γι’ αυτήν. Ναι, γιατί σήμερα εκείνη η πόλη τού Μεσοπολέμου και τού Πολέμου είναι η ‘‘αόρατη πόλη τής Μνήμης’’.

Ναι, γιατί τις σελίδες δεν τις στοιχειώνει μόνον η ‘‘μνήμη Βάγιας Ρήγα –Νεράϊδας τής Νύχτας τού Μεσοπολέμου - Κατίνας Χατζάρα-ηρωίδας τού Πολέμου’’-. Τις σελίδες τις στοιχειώνουν μνήμες για νύχτες και αυγές στο Αγρίνιο τού Μεσοπολέμου και τού Πολέμου, για να δανειστώ τον τίτλο τού μυθιστορήματος-έπους τής Εθνικής Αντίστασης τού Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΑΥΓΕΣ.

  Γι’ αυτόν τον λόγο, το ιστορικό δοκίμιο τής Ειρήνης Τριανταφύλλου είναι ένα ‘‘διπλό βιβλίο’’, με ομοιοπαθητική που έχει το ΔΙΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ τού Δημήτρη Χατζή και με την ίδια μυθολογία που έχει το άλλο βιβλίο τού Δημήτρη Χατζή,ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ. Εκεί περιγράφεται η κοινωνία τής μικρής τότε πόλης τών Ιωαννίνων τού πρώτου μισού τού εικοστού αιώνα. Εδώ, στη ''δική μας πόλη τού Αγρινίου'' επιτέλους αποτραβιέται από την Ειρήνη Τριανταφύλλου η ‘‘Κόκκινη κουρτίνα’’ –(ποιός δεν θυμάται το ομότιτλο απαγορευμένο βιβλίο τού Jules Barbey d΄Aurevilly, (Ζυλ Μπαρμπέ ντ' Ωρεβιγύ,1874 [1957 πρωτοεκδομένο στα ελληνικά])-. Και με γοητευτική τόλμη η συγγράφουσα βγαίνει σεργιάνι στα αμαρτωλά δωμάτια μιας πόλης που σε όλον τον εικοστόν αιώνα την αναγνωρίζουν όλοι από το ένα μόνον από τα τρία προαναφερθέντα ‘‘σήματα’’ τής πόλης: «ΑΓΙΟΝ ΑΓΡΙΝΙΟΝ». Η γραφίδα της όμως δεν δίνει φωνή μόνον στην «πόλη τής σιωπής». Η γραφίδα της δίνει φωνή και στην «πόλη τού αγώνα και τής αγωνίας»· τής αγωνίας τής πόλεως στην ειρήνη και τού αγώνα τής πόλεως στον Πόλεμο. Πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες στα κοινωνικά δρώμενα, ‘‘εν ελευθερία’’ και εν ‘‘δουλεία’’, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες, Εαμίτες Αγρινιώτες και Εαμίτισες Αγρινιώτισσες. Πρωταγωνίστρια, πιο ταιριαστό, εκτελεσμένη Εαμίτισα ηρωίδα τής Αντίστασης, μα αποξεχασμένη από τους ιστορικούς που θέλουν την Ιστορία αναμάρτητη, είναι και η Κατίνα Χαντζάρα. Γιατί;  είναι -για να βγάλει το ψωμί της- η ‘‘εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή’’ Βάγια Ρήγα. Ναί αλλά η ‘‘κόκκινη κουρτίνα’’ στο δωμάτιο τής Βάγιας Ρήγα έγινε η ματωμένη σινδόνη που τύλιξε το νεκρό κορμί τής εκτελεσμένης από τους Γερμανούς ηρωίδας Κατίνας Χαντζάρα τη Μεγάλη Παρασκευή τού 1944, Απρίλη 14. Το ‘‘άνθος το αμάραντον’’ παραμένει ‘‘άνθος αμάραντον’’ ‘‘μιά αιωνιότητα και μιά μέρα’’. Ο σκηνοθέτης Θ. Αγγελόπουλος δίνει αυτόν τον τίτλο στην ταινία που σκηνοθέτησε, γιατί ακριβώς οι ήρωες και οι ηρωίδες τής Ιστορίας γνωρίζουν την αιωνιότητα μέσα σε μία μέρα. Η Κατίνα Χατζάρα γνώρισε την αιωνιότητα τη μέρα τής εκτέλεσής της. «Πριν πάψει η μεγαλόψυχη η πνοή χαρά γεμίζει· / άστραψε φώς, και γνώρισεν ο νιός τόν εαυτό του». Αν αλλάξουμε το γένος στους στίχους αυτούς από τον «Πόρφυρα» τού Διονυσίου Σολωμού, το όνομα τής «νιάς» είναι Κατίνα Χαντζάρα.

   Αυτή η «μεγαλόψυχη πνοή» γίνεται η αναπνοή των μαρτύρων-πληροφορητών τής Ειρήνης Τριανταφύλλου την ώρα που εκπνέουν την μνήμη τους όταν αναγυρίζει στη «μόνη γυναίκα», την Κατίνα Χαντζάρα, που «σβάρνιζαν το κορμί της κάτω στο χώμα που ήταν βρεγμένο από την ψιχάλα», στον «κρανίου τόπο», «στο χωράφι τής εκτέλεσης τών120 που ήταν σπαρμένο με στάρι». (Απόσπασμα στο βιβλίο).

  Η εντέλεια βέβαια αυτού τού ιστορικού δοκιμίου οφείλεται ποσώς στο ότι η βιογράφος γιγνώσκει τον ιστορικό νόμο που θέλει ολική την καταγραφή τής συνάρτησης ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ. Στις μνήμες τών μαρτύρων-πληροφορητών της δεν αναζητά μόνον τον βηματισμό τής Κατίνας Χαντζάρα στην αόρατη πλέον στα δικά μας μάτια πόλη τού Αγρινίου τού Μεσοπολέμου και τής ‘‘Κατοχής’’. Αναζητά τα βήματα όλων τών αγρινιωτών και αγρινιωτισσών στους δρόμους και τα στενοσόκακα ολόκληρης τής πολιτείας τού ‘‘Αγίου Αγρινίου’’ τού Μεσοπολέμου και τής ‘‘Κατοχής’’. Γιατί οι ‘‘κλειδοκράτορες’’ «δούλοι τού Θεού» στο ‘‘Άγιον Αγρίνιον’’ θέτουν συγκεκριμένους όρους και όρια στις αναζητήσεις τών κατοικούντων στην ‘‘Αγία Πόλη’’.

   Η Ειρήνη Τριανταφύλλου πετυχαίνει, τοιουτοτρόπως, να βιογραφεί την Κατίνα Χαντζάρα σε δυϊκό αριθμό: Είναι η ηρωίδα Γυναίκα τού Μεσοπολέμου, η Βάγια Ρήγα, που κατορθώνει να υπερβεί το συρματόπλεγμα τών ορίων που θέτει στην κοινωνική δράση μιας Γυναίκας το ‘‘Άγιον Αγρίνιον’’. Είναι η Βάγια Ρήγα ‘‘η άλλη Γυναίκα’’ που τολμάει να τραβήξει την κουρτίνα που κρύβει την υποκρισία μιάς πόλης· που τολμάει να τραβήξει την κουρτίνα που κρύβει τα δρώμενα σε μια πόλη που το πρωί τής Κυριακής οι άνδρες γονατίζουν στην εκκλησία, το απόγευμα γονατίζουν στο ποδοσφαιρικό γήπεδο τού Παναιτωλικού, το βράδυ γονατίζουν στο ‘‘Όρος τής Αφροδίτης’’, να λάβουν ‘‘μεταλαβιά ηδονής’’ από τις ‘‘Ιέρειες τού Έρωτα’’.

Η βιογράφος βιογραφεί αυτό το αληθινό πρόσωπο τής πόλης που τη μάσκα του τη βγάζει αυτή ‘‘η άλλη Γυναίκα’’ που αποδεικνύει ποιά είναι η αληθινή Φύσις Ανδρός και Γυναικός, απλά όσων επιθυμούν «κατά Φύσιν ζήν» εκεί όπου «σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή / στα ελεύθερα τού δρόμου», ζωή ως τη συλλαμβάνει η ευαίσθητη κεραία του ποιητή Κ. Καρυωτάκη, και την μετουσιώνει σε ποιητικούς στίχους, που επιγραμματικά στο κείμενο τής συγγραφέως αναδεικνύουν τη σημειολογία του ιστορικού δοκιμίου της για μία και την αυτή Γυναίκα, την Βάγια Ρήγα – Κατίνα Χαντζάρα. 

   Η Βάγια Ρήγα είναι η Θεά Σελήνη που στο Σεληνόφως δέχεται στο ναό της όσους θέλουν να αισθανθούν ‘‘Ενδυμίων’’ στην αγκαλιά τής Σελήνης. Πόσοι άραγε να γνωρίζουν σε αυτή την πόλη τής Αιτωλίας, το ‘‘Αγρίνιον’’, ότι ο γενάρχης τών Αιτωλών, ο μυθικός ήρωας Αιτωλός είναι καρπός τής σαρκικής ένωσης τής θεάς Σελήνης με τον θνητόν Ενδυμίωνα;

   Στον αργαλειό τής πόλης που υφαίνεται το υφαντό με σκηνές από την κοινωνική ζωή τής πόλεως, σε μια κεντρική σκηνή τού δράματος βλέπουμε να παίζεται αυτό ακριβώς το σενάριο που διαβάζουμε σε αυτό το ιστορικό δοκίμιο τής συγγραφέως: Φαντάζει στα μάτια μας η εικόνα τής πρωταγωνίστριας, που είναι η τού Μεσοπολέμου ‘‘Νεράϊδα τής Νύχτας’’ Βάγια Ρήγα, η ίδια η τού Πολέμου θυσιασμένη Εαμίτισα ηρωίδα Κατίνα Χαντζάρα, σύζυγος –από 12ης Φεβρουαρίου 1942- τού αγρινιώτη λεβεντάνθρωπου αγωνιστή Αθανασίου Χαντζάρα.

   Η εκτελεσμένη ηρωίδα μας είναι η ‘‘άλλη Μαγδαληνή’’. Αυτή που βιογραφεί ο Ζοζέ Σαραμάγκου εις ‘‘ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΗΣΟΥΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ’’, ένα μυθιστόρημα που τού χάρισε το ‘‘Βραβείον Νόμπελ’’. Είναι η Γυναίκα που λούζει τον Ιησού, τον σκουπίζει με τους βοστρύχους τών μαλλιών της και ύστερα ενώνεται μαζί του σε «θείον δράμα».                        

    Στο βιβλίο της η συγγραφέας σμιλεύει το δεύτερο άγαλμα τής ‘‘Γυμνής Θεάς’’. Γιατί, το πρώτο άγαλμα τής ‘‘Γυμνής Θεάς’’ καταχώθηκε σε τάφο επιτηδευμένης σιωπής με ταφόπλακα τη λήθη. Την ήθελαν στον τάφο τής σιωπής και αυτοί που αντίκρυσαν το άγαλμα τής Γυμνής Θεάς και αυτοί που δεν αξιώθηκαν τη θέασή του και το αγκάλιασμά του. Τα στόματα που φιλούσαν το άγαλμα τής Γυμνής Θεάς τα σφραγίζουν αναμάρτητοι-αμαρτωλοί τής πόλης ‘‘Άγιον Αγρίνιον’’. Και οι αναμάρτητοι-αμαρτωλοί που δεν κοινώνησαν τών ‘‘αχράντων μυστηρίων’’ στο ‘‘ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ’’, όπως θα έλεγε και η Ιζαμπέλ Αλιέντε στο ομότιτλο μυθιστόρημά της, έφεραν το δικό τους δώρο στη Βάγια Ρήγα: την λήθη.

   Και είναι η μόνη η Ειρήνη Τριανταφύλλου που παλεύει με τη λήθη. Και την νικάει. Πώς πετυχαίνει τον άθλον της; Όπως ο Ηρακλής σπάει το ‘‘κέρας τής Αμάλθειας και προσφέρει στους ΑιτωλοΑκαρνάνες όλα τα δώρα τής Γυναίκας Αμάλθειας. Έτσι και η Ειρήνη Τριανταφύλλου «σπάει» τη λήθη και ζωντανεύει τη μνήμη. Εννοώ ότι, η δική της συνεχής αναζήτηση την οδήγησε σε συνάντηση με αμερόληπτους μάρτυρες-πληροφορητές, τών οποίων οι μνημονικές αφηγήσεις ανέδειξαν την άγνωστη μέχρι σήμερα προσωπικότητα τής Βάγιας Ρήγα, ως υπογράφει, το 1939, στο συμβόλαιο αγοράς τής οικίας της η Κατίνα Χαντζάρα. Αυτός όμως είναι ο πρώτος άθλος τής συγγραφέως αυτού τού ιστορικού δοκιμίου. Ναι αλλά η εντέλεια τού ιστορικό δοκιμίου της απαιτεί και δεύτερον άθλο: Η ζυμωμένη ζύμη τής προφορικής μαρτυρίας να γίνει ‘‘άρτος Προφορικής Ιστορίας: οι προφορικές αφηγήσεις-μαρτυρίες τών πληροφορητών να γίνουν καταγεγραμμένη ‘‘γραφή Προφορικής Ιστορίας’’. Και βεβαίως η συγγραφέας έφερε εις πέρας και τον δεύτερον άθλον της και δη στην εντέλειά του: κατάφερε να τελειούται  και η καταγραφή τής βιογραφίας τής Βάγιας Ρήγα, και η καταγραφή τής βιογραφίας τής Κατίνας Χαντζάρα. Ναί είναι άθλος δυϊκού αριθμού, δύο ταυτότητες να τις κάνεις μία στις δέλτους τής Ιστορίας: μία και μοναδική ταυτότητα που υπογράφεται ΚΑΤΙΝΑ ΧΑΝΤΖΑΡΑ (1912-1944). Είναι διττός άθλος τής συγγραφέως να καταδείξει σε ένα ιστορικό δοκίμιο ότι η Βάγια Ρήγα δεν έκανε την υπέρβασή της σε Κατίνα Χαντζάρα: ηρωίδα ήταν με την ταυτότητά της, «εν ειρήνη» να γράφει Βάγια Ρήγα· η ίδια ηρωίδα είναι και στη φωτογραφία τής ταυτότητάς της με ονοματεπώνυμο Κατίνα Χαντζάρα. Είναι τώρα η ηρωίδα «εν πολέμω», μία από τις ηρωίδες τής Εθνικής Αντίστασης, μέλος τού Ε.Α.Μ.

   Για να καταδειχθεί τού λόγου τού Σεφέρη το αληθές: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»· ‘‘εν ειρήνη’’ και ‘‘εν πολέμω’’ προσθέτω εγώ.

   Για να αποδειχθεί τού λόγου τού Μήτσου Αλεξανδρόπουλου το αληθές στο περί τής Εθνικής Αντίστασης ιστορικό μυθιστόρημά του, ‘‘Νύχτες και αυγές’’: Νύχτες και αυγές ηρωίδα η Κατίνα Χαντζάρα.

   Για να αποδειχθεί τού Λέοντος Τολστόϊ το αληθές: στον Πόλεμο και Ειρήνη, ηρωίδα η εαμίτισα Κατίνα Χαντζάρα.

   Για να αποδειχθεί τού Ίταλο Καλβίνο το αληθές: στις ‘‘Αόρατες πόλεις’’, ηρωική φωνή η Κατίνα Χαντζάρα στα χιλιόφωνα μονοπάτια τής αόρατης πόλης τού Μεσοπολέμου και τού Πολέμου, ‘‘Άγιον Αγρίνιον’’.

   Για να αποδειχθεί τού λόγου τού Ρόμπερτ Γκρέηβς το αληθές: «Υπάρχουν βασιλιάδες γεννημένοι δούλοι, και υπάρχουν δούλοι γεννημένοι βασιλιάδες». Ναί η γεννημένη βασίλισσα Κατίνα Χαντζάρα υπήρξε στα νεανικά πρώτα της βήματα ‘‘δούλα’’-υπηρέτρια τών πλουσίων στο Αγρίνιο τού Μεσοπολέμου, σε μια ακμάζουσα πόλη αμαρτωλή, μα που παρίστανε την αναμάρτητη με την ταμπέλα στην είσοδο τής πόλης να αναγράφει «Άγιον Αγρίνιον». Με αυτό το επίθετο ήταν γνωστή η πόλη που όμως το άλλο σήμα κατατεθέν αυτής έγραφε «Μικρό Παρίσι». Και το άλλο σήμα κατατεθέν έγραφε «Μικρή Μόσχα». Η «αόρατη πόλη Άγιον Αγρίνιον». Η «ορατή πόλη Μικρό Παρίσι», μα και η «ορατή πόλη Μικρή Μόσχα». Μία η πόλη: «Αγρίνιον τού Μεσοπολέμου και τού Πολέμου». Το αποδεικνύει η Ειρήνη Τριανταφύλλου στο ιστορικό της δοκίμιο: Η Κατίνα Χαντζάρα, η γεννημένη βασίλισσα που εκτελείται ως αγωνίστρια τής Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, έβγαζε το ψωμί της ανταμοιβόμενη με το νόμισμα που είχε αυτές τις δύο όψεις τής πόλεως. Από τη μια όψη τού νομίσματος αποτυπωμένα τα πρόσωπα τής αγροτιάς, τής εργατιάς, τών καπνεργατών και των καπνεργατριών, τής προσφυγιάς και τής φτώχειας· τής Αντίστασης στα βουνά και στην πόλη, τού Αντάρτη και τής Αντάρτισσας τού Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ.στα βουνά, τού Εαμίτη Αγωνιστή και τής Εαμίτισας Αγωνίστριας στην πόλη. Από την άλλη όψη τού νομίσματος αποτυπωμένα τα πρόσωπα τών Μαυραγοριτών, τών Ταγματασφαλιτών, τών ‘‘Κουκουλοφόρων δωσίλογων’’, τών αδιάφορων μεγαλοαστών-μεγαλομπεζεχτάδων τής πόλης στο δράμα τού Ελληνικού λαού τής Γερμανο-Ιταλικής Κατοχής· στο δράμα τών αποσκελετωμένων πεινασμένων που νεκρούς τούς μάζευε στους δρόμους το «Κάρο τής δημαρχίας»· στο δράμα τών αποσκελετωμένων παιδιών τής Κατοχής με τις προισμένες κοιλιές από την αβιταμίνωση. Οι χορτασμένες κοιλιές άφηναν τα περιττώματά τους στην άλλη όχθη τού Κατουρλή, τού ρέμματος που έκοβε την πόλη στα δύο.

   «Η αναζήτηση αυτής τής Γυναίκας», (για να χρησιμοποιήσω τα ίδια τα λόγια τής συγγραφέως), συνιστά ένα κείμενο που εν τέλει εξετάζει ποιές διαπλοκές είχαν με την εποχή τους οι έννοιες Μνήμη και Ιστορία και πώς χρησιμοποιούνται όταν σκεφτόμαστε τα περασμένα. Και πώς η μνήμη γίνεται εργαλείο στα χέρια όσων επιχειρούν να μετουσιώσουν τη μνήμη σε προφορική μαρτυρία και εν τέλει σε Προφορική Ιστορία.

   Το έργο τής Ειρήνης Τριανταφύλλου απευθύνεται σε όλους εμάς που θέλουμε να καλλιεργήσουμε την ιστορική μας συνείδηση και να εκλεπτύνουμε τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία.

 

       δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής

 


 

 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΑ 

Αγρίνιο: Δήμαρχοι και Δημαρχίες 1833-2007

Το περιοδικό "ΔΙΕΞΟΔΟΣ"

Πέτρου Δήμα: "Επιλογές από την ξένη ποίηση"

Αγ. Πολίτη: "Η Ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία"

Αιτωλική Εταιρεία: "Η πολιτική και οι πολιτικοί"

Το περιοδικό "ΑΙΤΩΛΙΚΑ"

Το περιοδικό "ΡΙΖΑ"

Χρυσούλας Σπυρέλη: Θαν. Παπαθανασόπουλου Αγρίνιο 1948 & 1950

Παντελή Φλωρόπουλου «Ο ΠΑΡΑΜΥΘΟΚΗΠΟΣ»

Στ. Δεληκωστόπουλου: "Η Γυναίκα όταν χτιζόταν ο πολιτισμός"

Ιωάν. Νεραντζή: "Ιστορική αρχαιολογία Ναυπάκτου"

Χρυσούλας Σπυρέλη: "Τα ποιήματα του Αθ. Γ. Κυριαζή"

Ν. Μήτση: "Αετός Ξηρομέρου, ιστορικές επιφυλλίδες αλλοτινών χρόνων"

Νικ. Μήτση: "Η Επανάσταση του 1821 στην Κωνωπίνα"

Αριστ. Μπαρχαμπά: "Καπνεργάτες, οι κυνηγοί του ονείρου"

Κ. Κονταξή "Το δημοτικό τραγούδι"

Φ. Παπασαλούρου: "Βλοχός, η ακρόπολη των Θεστιέων"

Δ. Τσιάμαλου: Αρματολοί της Ρούμελης

Η συμβολή της οικογένειας Νοταρά στην επανάσταση

Μαίρης Χρυσικοπούλου "Γυναικείες μορφές της Αιτωλοακαρνανίας"

Νομαρχία: "Ιαματικές πηγές της Αιτωλοακαρνανίας"

Λιθοβούνι Μακρυνείας

Βασίλη Παπασάϊκα: Μικρές συντάξεις και σχέδια

Φρίντα Μήτσιου: "Γαμήλιος εσπερινός"

Κώστα Κακαβιά: "Στα άκρα... της βιτρίνας"

Αριστοτέλης, 2.400 χρόνια σκέψης

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Εν ριπή οφθαλμού» του Βασίλη Μ. Κομπορόζου

Λέσχη Μοσχονά: To Ημερολόγιο του Παντ. Κατσακιώρη

To συγγραφικό έργο του Γεωρ. Γεωργάκη

Παρουσίαση του βιβλίου "Ο επισκέπτης του Χειμώνα" της Κατερίνας Λιβιτσάνου - Ντάνου

«Η ενοχή της Αθωότητας… 2.329 μέρες σκοτάδι» Παρουσίαση του βιβλίου του Μπάμπη Τσελεπή

Π. Κοντονάσιου: Η ρητορική των δημηγοριών του Κικέρωνα

Χρυσούλα Γεωργούση: "6 ιστορίες ολόκληρες και μιά μισή"

Ι. Νεραντζή: Το βιβλίο της Ειρήνης Τριανταφύλλου για την Κατίνα Χαντζάρα

 

Νέα Εποχή © 2006 

Πρώτη σελίδα | Μνήμες | Εικόνες | Αξιοθέατα | Γειτονιές