«Παναγία μου! Αύριο κηδεύουν το γιο σου, με τα μύρα, τις πασχαλιές
και τις πιο όμορφες ψαλμουδιές, όπως κάθε χρόνο. Μα εδώ και τέσσερα
χρόνια, από τότε που οι κατακτητές μάς άρπαξαν την περηφάνια και τη
λευτεριά μας, αφανίζουν κάθε μέρα αμολόγητους κι άθαφτους τους γονείς
και τ’ αδέρφια μας. Κάμε ταχιά τον ουρανό να’ ναι βαριά συννεφιασμένος!
Ξημερώνοντας θα κοτήσω να βγούμε με τον αδερφό μου να πούμε το μοιρολόγι
σου στα σπίτια των πονεμένων. Εγώ δεν τραγουδώ καλά, είμαι παράφωνος,
αλλά ο αδερφός μου είναι αηδόνι.
‘Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα
μαύρη μέρα…’. Πώς
να το τραγουδήσουμε τούτο το μοιρολόι με ξάστερο ουρανό και λιόχαρη
μέρα!»
Τελειώνοντας την προσευχή του έκαμε το σταυρό του ο μικρός
Πολύδωρος και πλάγιασε νωρίς το βράδυ. Μεθαύριο, Μεγάλο Σάββατο, θα
κλείσει τα έντεκα χρόνια του. Και να δεις, που Μ. Σάββατο έτυχε να είναι
και τότε που γεννήθηκε. Ξυπόλυτος τώρα με τρύπιο παντελονάκι και
ξεφτισμένη μπλούζα. Όχι! Δεν έπρεπε να τον ιδούν έτσι, ακόμα και μέσα
στη εκκλησιά, οι όμορφες και καλοντυμένες συμμαθήτριές του, η Αλίκη, η
Αμαλία και πιο πολύ η Καλλιόπη ή η Φρόσω. Καλύτερα να τον θυμούνται ως
τον πρώτο μαθητή της τάξης, παρά να τον βλέπουν σαν ένα φτωχολάζαρο της
αγάπης! Γι’ αυτό δεν είχε πάει στα Δώδεκα Ευαγγέλια. Άλλωστε και ο
κατακτητής είχε απαγορεύσει τα τρίγωνα, τα σερσεγκάκια, τις σαλιόρες, τα
βαρελότα και τα χαλκούνια. Στο προαύλιο της εκκλησιάς πώς να σαλαγήσει
την πλήξη, που θα τού έστυβε την ψυχούλα! !
* * *
Παράωρα ακόμα. Με το συνήθειο τους λάλησαν στη γειτονιά οι
πετεινοί. Ο πατέρας σηκώθηκε αθόρυβα με το φως του κανδηλιού, που έλαμπε
στα εικονίσματα του σπιτιού, κούνησε αλαφρά στον αγκώνα τον Πολύδωρο και
τον ξύπνησε. Αθόρυβα τον πήρε από το χεράκι και βγήκαν στην αυλή.
«Πάμε στον ατμόμυλο και θα μάθεις». Περπάτησαν κάπου τριακόσια
μέτρα. Το νυχτερινό αγιάζι, που ξύριζε στη ρεματιά, κι ένα ελαφρό
ανεμόβροχο προμηνούσαν κακό καιρό. Το ελαφρό ντύσιμο του παιδιού, καθώς
ξυπόλυτο περπατούσε στο σκοτάδι και τα πόδια του σκόνταφταν πάνω στις
πέτρες, το έκαμαν και τρεμοκουκούριζε.
Στο μύλο τούς περίμενε ο Χριστόφορος, δεύτερος ξάδερφος του πατέρα,
υπεύθυνος της οργάνωσης. Είχε φορτωμένο κιόλας ένα μεγάλο γαϊδούρι με
σκίζες βελανιδιάς. Ανέβασε και το παιδί μεσοσάμαρα, όπου είχε στρώσει
διπλωμένο ένα λιναρίσιο αλευρόσακο. Και το ορμήνεψε:
- Τούτο το φυλαχτό, που καρφιτσώνω μέσα από τη φανέλα σου, να το
δώσεις στην Κυρά-Μάγδα. Ξέρεις πώς θα πας εκεί, όπως πήγες κι άλλες
φορές. Και να θυμάσαι τη λέξη: «αμουλέτ» να πεις, αν σου κάμουν σωματική
έρευνα οι Γερμανοί στο πόστο-μπλοκ. Κι αν δυναμώσει η βροχή, να
σκεπαστείς κατσούλα με τούτο το σακί.
Για το Βραχώρι αναχωρούσαν από τούτο το χωριό κάθε μέρα την ίδια
ώρα, βαθιά χαράματα, κάπου 15 με 20 νεαροί και νεαρές συνοδεύοντας τα
μικρά υποζύγιά τους, για να πουλήσουν στην πόλη καυσόξυλα. Τούτο το βαθύ
ξημέρωμα ήταν λίγοι εκείνοι που ξεκίνησαν. Κάποιοι είχαν βάλει πάνω στο
σαμάρι και φρύγανα για προσανάμματα. Πολλοί Βραχωρίτες ξημερώνοντας η
Λαμπρή θα ετοιμάζονταν να ψήσουν τούτη τη χρονιά το αρνί, μια και τις
δύο περασμένες χρονιές η πείνα σ’ ολόκληρη τη χώρα το είχε στερήσει
στους περισσότερους.
* * *
Είχε ξημερώσει για καλά, όταν το μικρό καραβάνι πέρασε την Αγία
Βαρβάρα. Η βροχή δυνάμωσε. Σε λίγο έφταναν στο πόστο-μπλοκ. Ο Πολύδωρος
σ’ όλη τη διαδρομή βασανιζόταν: Αν τού κάμουν έρευνα, αν βρουν το
«αμουλέτ» και τον ρωτήσουν τι είναι αυτό, να μην αποκριθεί «αμουλέτ». Θα
πονηρευτούν. Από πού θα ήξερε το παιδάκι πώς λένε οι Γερμανοί το
«φυλαχτό»; Πάει να πει πως κάποιος θα το δασκάλεψε. Λοιπόν, αποφάσισε: .
. . «Όχι! θα πω ‘φυλαχτό’ κι αν δεν καταλάβουν, θα κάνω το σταυρό μου
ακουμπώντας με ευλάβεια το ζερβί χέρι πάνω στην καρδιά μου».
Πέρασαν τη φρουρά χωρίς έλεγχο κι όπως πάντα, έριξαν ο καθένας στο
πλάι της σκοπιάς μια σχίζα ξύλα. Μέχρι την πλατεία Καραπαναίων δεν είδαν
κι ούτε σύντυχαν ψυχή. Χωρίστηκαν. Δύο τράβηξαν προς την Αγία Τριάδα,
άλλοι δύο προς τον Άγιο Χριστόφορο, άλλοι δύο προς το κέντρο της πόλης,
για να βρουν φουρναραίους ή άλλους αγοραστές και να πάρουν το αντίτιμο
για το φόρτωμα: πέντε οκάδες καλαμπόκι, αφού οι μπαγκανότες με τα
εκατομμύρια δραχμές δεν είχαν πια καμιά πέραση στις συναλλαγές. Ο
Πολύδωρος ήταν ο μόνος που ανηφόρισε προς την πλατεία Αγίου Χριστοφόρου.
Μια νοικοκυρά τρομαγμένη ξεπρόβαλε από ένα στενό μέσα στη βροχή
σκεπασμένη με τη μπέρτα. Ήθελε να αγοράσει τα ξύλα. Έδειχνε ευχάριστο
ξάφνισμα για το μεγάλο φόρτωμα. Ο μικρός τής αντέστρεψε το ξάφνιασμα:
ζήτησε δέκα οκάδες καλαμπόκι! Έτσι θαρρούσε πως δεν θα τα πουλήσει και
θα έφτανε στο κατώφλι της Κυρα-Μάγδας. Πέρασε πίσω από τη Δημοτική Αγορά
και φτάνοντας στο έβγα του στενού, που ένωνε την πλατεία Στράτου με την
οδό Δημοτσελίου, έστριψε αριστερά, κατέβηκε λίγο και σταμάτησε έξω από
ένα μικρό σαν καλύβα σπιτάκι. Χτύπησε την πόρτα. Ξαναχτύπησε πολλές
φορές. Η πόρτα δεν άνοιγε. Φώναξε διακριτικά. Τίποτε! Τότε άρχισε να
ψυλλιάζεται. Η βροχή δυνάμωσε περισσότερο. Το σακί που είχε κατσούλα,
βάρυνε. Πώς δεν συνάντησε άλλους ανθρώπους στο δρόμο! Να είναι ακόμα
νωρίς! Ναι, ο ουρανός είναι βαρύς κι ασήκωτος. Φαίνεται πως αποφάσισε να
βρέχει όλη μέρα. Κλαίει σήμερα για τα πάθη του Χριστού. Τι όμορφα θα
ήταν στο χωριό του τούτες τις ώρες να τραγουδούσε κι αυτός μαζί με τον
αδερφό του και συνοδιά τα δάκρυα του ουρανού το μοιρολόγι της Παναγίας!
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα
μαύρη μέρα, σήμερα όλοι χλίβονται και τα βουνά λυπούνται. . .».
Είπαν πως τούτη η χρονιά είναι δίσεκτη. Και πως οι δίσεχτες χρονιές
φέρνουν οργισμένους καιρούς. Κοίτα μωρέ: Γιατί δε σηκώθηκαν ακόμα εδώ τα
παιδιά, να χτυπούν το ρόπτρο στις πόρτες των ψηλών αρχοντικών και να
ξυπνάνε τους νοικοκυραίους με το μοιρολόγι της Παναγίας! Βλέπεις, είναι
και πολύ πρωί ακόμα και στην πόλη οι άνθρωποι ίσως να ξυπνούν αργά, και
μάλιστα όταν είναι Μεγάλη Παρασκευή! Βλέπεις όμως, βρέχει! Ψες βράδυ ο
κόσμος ξενύχτησαν στα Δώδεκα Ευαγγέλια. Σωστό είναι να κοιμούνται ακόμα.
Προχώρησε και πήρε την οδό Παπαστράτου κατηφορίζοντας. Ψυχή
πουθενά! Και καθώς δεν ήξερε κατά πού να πάει, ακολουθούσε αμήχανος το
υποζύγιό του. Σαν έφτασε στην πλατεία Μπέλου, μόνο εκεί είδε ανθρώπους:
Στις δύο νότιες γωνίες της πλατείας Γερμανοί στρατιώτες πάνω σε
αυτοκίνητα με πολυβόλα. Και στις τρεις ψηλές κολόνες φωτισμού της
πλατείας, τρεις κρεμασμένοι άνδρες! Θεέ μου! Έκαμε το σταυρό του.
Πάγωσε. Αποσβολώθηκε, κόπηκαν τα ποδαράκια του. Τρέμοντας ολόσωμα
απόμεινε να κοιτάζει με φρίκη τον πιο κοντινό του, τον κρεμασμένο στη
βορειοδυτική γωνία της πλατείας: Ήταν κρεμασμένος τόσο χαμηλά, που ο
μικρός, αν μπορούσε να σηκώσει τα χεράκια του, θα έφτανε τα πόδια του
κρεμασμένου: με γουρλωμένα τα μάτια ωσάν να ετοιμάζεται, για να ορμήσει
στον εχθρό, με δαγκωμένη τη γλώσσα, λες από λύσσα, γιατί αστόχησε στο
γιουρούσι του, με κατεβασμένο το κεφάλι σαν τον ταύρο της αρένας, που θα
σηκώσει ανάερα τον τορέρο. Σ’ εκείνη την κολόνα δεν είχαν κρεμάσει
άνθρωπο, είχαν κρεμάσει τη Οργή συμπυκνωμένη σαν πίσσα! Και οι Γερμανοί
στρατιώτες άγριοι σαν τη ρωμαϊκή κουστωδία, που φρουρούσε το σταυρωμένο
Χριστό ανάμεσα στους δύο συσταυρωμένους εκεί στο Γολγοθά. Ναι, η πλατεία
Μπέλλου ένας άλλος Γολγοθάς!
Το φορτωμένο ζώο έφυγε μόνο του μπροστά, δίπλα από την Τράπεζα
Ελλάδος, και χάθηκε σε κάποιο στενό. Ο στρατιώτης είδε το παιδί,
παραδομένο στο ψιλόβροχο, να έχει βγάλει το σακί από κατσούλα, ακίνητο
στη μέση του δρόμου, κι έστρεψε το όπλο, σα να το σημάδευε. Έτσι, από
τον αντίδρομο τρόμο, λύθηκαν τα γονατάκια του και περπάτησε. Τώρα το
συνέχει η αγωνία: πού θα βρει το ζωντανό; τί να το κάμει το φορτίο; και
το ζώο να είναι και ξένο; τί λόγο θα δώσει στον Χριστόφορο, τον αρχηγό,
τον ταγματάρχη του εφεδρικού ΕΛΑΣ;
Με γρήγορα βήματα κατηφόριζε προς το σιδηροδρομικό σταθμό. Βγήκε
μια γριούλα στο μισάνοιχτο παράθυρο: «Πού πας, παιδάκι μου; δεν έμαθες
τι γίνηκε απόψε; Πώς σ’ άφησε η μάνα σου και σεργιανάς μες το βροχή
τέτοια μέρα; Ουγλήουρα σπίτι!» Κι σαν στα κλεφτά έκλεισε το
παραθυρόφυλλο.
Ο φόβος τού έβαλε φτερά στα πόδια. Για να μη χαθεί σε άγνωστα
στενά, το παιδί έτρεξε προς τη λεωφόρο, που βγάνει κάτω στη Ντούτσαγα.
Εκεί, μακριά, είδε κάπου το γάιδαρο να προχωρεί αυτόνομος προς το
άγνωστο. Στο δρόμο του κροτάλιζαν κάποιες μοτοσικλέτες των εχθρών, ένα
αυτοκίνητο βογγούσε, λίγοι τσολιάδες ένοπλοι περπατούσαν βιαστικά.
Έτρεξε και λαχανιάζοντας έφτασε το ζωντανό. Γύρισε αριστερά σ’ ένα
στενό. Μια γυναίκα τάιζε μωρό σε υπόστεγο της αυλής του φτωχικού της.
«Κυρά! Θέλεις τούτα τα ξύλα;» αγκομαχώντας τη ρώτησε ο Πολύδωρος.
- Με τι να τα πληρώσω, παιδάκι μου; Ζητιάνεψα εψές λίγο αλεύρι για
τούτη την κουρκούτη του παιδιού μου.
Όχι, Κυρά, χάρισμα σού τα δίνω. Δεν μπόρεσα να τα πουλήσω.
Ξεφόρτωσέ τα και πες μου από πού να φύγω για το χωριό μου, για να μη με
πιάσουν οι Γερμανοί.
Φάνηκε πως τούτη η γυναικούλα εδώ στην άκρη της φτωχογειτονιάς δεν
είχε ακούσει ακόμα τίποτε για τη μεγάλη συμφορά.
* * *
Από τότε, που είχαν φτάσει στο Βραχώρι οι Ιταλοί, είχαν φράξει την
πόλη ολοτρόγυρα με παχιά και ψηλά συρματοπλέγματα. Και σε λίγο οι
Γερμανοί είχαν συμπληρώσει από μέσα την άμυνα παραχώνοντας τις πιο
καταστροφικές νάρκες «τελερμάιν». Έτσι κάθε έξοδος ελεγχόταν αναγκαστικά
και επικίνδυνα. Η γυναίκα ευχαριστημένη από το αναπάντεχο δώρο έδειξε
πρόθυμα στο παιδί κάποιο μονοπάτι. Το μονοπάτι ανάμεσα στις θεόρατες
ελιές θα το έβγαζε σ’ εκείνον τον καρόδρομο, που ένωνε τη Ντούτσαγα με
την Αγία Βαρβάρα, και πιο πέρα με το δημόσιο δρόμο, που πάει για το
Κεφαλόβρυσο. Εκεί ήταν πάλι ένα γερμανικό φυλάκιο. Παραδίπλα μια μεγάλη
αποθήκη την είχαν κάμει δική τους τώρα. Στον περίκλειστο με ψηλό
μαντρότοιχο περίγυρό της είχαν στοιβάξει μεγάλα σιδερένια βαρέλια.
Φτάνοντας το παιδί στο φυλάκιο έκαμε πως χαμογέλασε και χαιρέτησε το
σκοπό με φράση, που είχε ακούσει στο χωριό του, όταν πριν από λίγες
μέρες οι Γερμανοί είχαν κάμει μπλόκο και μαντρώσει όλους τους άνδρες σε
δύο καφενεία. Θυμήθηκε τις λέξεις «χάιλ Χίτλερ, γιαβόλ καμαράντ», αλλά
τις πρόφερε χωρίς τη λέξη «Χίτλερ». Ο στρατιώτης γέλασε και αντιφώνησε
ανυψώνοντας το δεξί του χέρι με τεντωμένη την παλάμη του: «Χάιλ
Χίτλερ!». Είπε ακόμα κάτι σαν αστεία, γέλασε τρανταχτά κι ευχαριστημένος
άνοιξε τη συρματόπλεχτη αμπάρα να περάσει το παιδί.
Είχε κόψει η βροχή, αλλά ο ουρανός ήταν
γεμάτος μαυρίλα. Περνώντας από την Αβώρανη άκουσε πως στο
καπνοχώραφο δίπλα από την Αγία Τριάδα οι Ναζί την περασμένη νύκτα είχαν
τουφεκίσει πάνω από διακόσιους Έλληνες, από εκείνους τους πολλούς, που
φυλάκισαν στοιβαγμένους στις Φυλακές της Αγίας Τριάδας.
- Μα καλά, αυτοί δεν έχουν κανένα Θεό; Σήμερα, μεγάλη Παρασκευή της
Χριστιανοσύνης! Απόρησε ο γέρο ψάλτης απόξω στην εκκλησιά. Κι ο παπάς:
Τι λες άγιε άνθρωπε! Ένα τόσο φρικτό κακούργημα, όποτε και να το έκαναν,
πάντα Μεγάλη Παρασκευή θα ήταν για το λαό μας. Ήταν να το περιμένουμε
κάτι τέτοιο. Πριν από λίγες μέρες δεν ανατίναξαν οι δικοί μας το τραίνο
τους κοντά στο Αγγελόκαστρο; Δεν τους έφτασαν οι εξήντα, που σκότωσαν
τότε οι Ούννοι στα Καλύβια, χρειάστηκαν να ρουφήξουν περισσότερο αίμα.
Κοίτα όμως από πάνω την οργή του ουρανού –κι έδειξε κατά πάνω στο βουνό.
Έτοιμος είναι ν’ αμολήσει αστραπές και κεραυνούς στα κεφάλια των
κακούργων.
Τα θλιβερά μαντάτα γρήγορα είχαν γίνει γνωστά και στα γύρω χωριά,
όχι όμως και ο ακριβής αριθμός των θυμάτων. Γι’ αυτό οι φήμες έδιναν κι
έπαιρναν, καθώς η φρίκη φτερούγιζε από στόμα σε στόμα και πότιζε τις
καρδιές με φαρμάκι ανείπωτου πόνου.
Από κείνη τη μέρα ο μικρός Πολύδωρος ένιωθε στην καρδιά του να
στροβιλίζεται η οργή σα
σβούρα. Την ίδια μέρα μόλις γύρισε στο χωριό του, μολογώντας στον
ταγματάρχη Χριστόφορο τα όσα είδε, τού ζήτησε να τον κάμει «αετόπουλο».
Ήταν κι ο πατέρας του εκεί. Τον μύησαν. Και τότε ο πατέρας του τού
αποκάλυψε ότι η οργάνωση του χωριού τους από πέρυσι κιόλας τον έχει
διαλέξει για «σύνδεσμό» της με την οργάνωση στο Βραχώρι. Τού είπε πως
αυτός είναι που είχε φέρει πέρυσι τον Ιούλιο από την «συναγωνίστρια
Μάγδα» το μήνυμα στον ταγματάρχη, για να ετοιμάσουν τη συμμετοχή τους με
δέκα συγχωριανούς στους εξήντα αντάρτες, που έδωσαν τη μάχη στη Γουρίτσα
(10-7-1943). Με το «φυλαχτό» του μεταφέρει μηνύματα στην «Κυρά-Μάγδα»
-αυτό ήταν το συνθηματικό της όνομα-, που δουλεύει ως καθαρίστρια στην
Κομαντατούρ, κι από εκεί φέρνει άλλα πίσω στην οργάνωση. Οι Γερμανοί
έχουν για γραμματέα και δακτυλογράφο τους τη Μαρία Δημάδη. «Σε εξορκίζω,
παιδί μου: αν σού ξεφύγει λέξη πουθενά, θα χαθούμε ούλοι εμείς και το
σπίτι μας θα το κάψουν! Θα σκοτώσουν πολλούς από μάς και θα κάψουν πολλά
σπίτια. Και να θυμάσαι: τούτη η χρονολογία είναι δίσεχτη και σήμερα έχει
τέσσερα τεσσάρια. Μπορεί να μάς φέρει μεγαλύτερες συμφορές! Γι’ αυτό
τσιμουδιά!». Κι ο μικρός κούμπωσε πιο σφιχτά τα χείλη του.
Από κείνη τη μέρα άρχισε να φυτρώνει στην καρδούλα του μικρού ένας
κρυφός έρωτας, ανάμικτος με ιερό σεβασμό για κείνη την γυναίκα, τη
γραμματέα στην Κομαντατούρ. Καιγόταν να τη δει κάποτε κι αν θα τού ήταν
βολετό, να τής φιλήσει το χέρι.
* * *
Το όνειρό του σε λίγους μήνες έγινε πραγματικότητα: Κάπου στις
πρώτες μέρες του θεριστή ο Πολύδωρος, αφού «πούλησε» τα ξύλα, έδεσε το
γάιδαρό του στη γωνία της απάνω πλατείας, κοντά στο Δημοτικό Νοσοκομείο,
και κατέβηκε στη μεγάλη. Ρώτησε τον περιπτερά δίπλα από την κολόνα, εκεί
που τον Απρίλη είχε δει τον πρώτο κρεμασμένο: πού είναι το σπίτι του
γιατρού Δημάδη. -Του μακαρίτη, θέλεις να πεις, διόρθωσε ο περιπτεράς.
Τού έδωσε οδηγίες. Σε λίγο, περασμένο κάπως μεσημέρι, μια πανέμορφη,
ψηλή νέα γυναίκα, ασπριδερή, με μαύρα μακριά και καλοχτενισμένα μαλλιά,
ψηλά τακούνια, αέρινη σα νεράιδα, έστριβε στη γωνία του αρχοντικού του
Σκαλίγου. Ο περιπτεράς έκαμε νόημα στο παιδί, που καρτερούσε. Εκείνο
έτρεξε, τη χαιρέτησε, τής είπε το συνθηματικό του όνομα.
Κι εκείνη, ξαφνιασμένη από χαρά, έσκυψε, το αγκάλιασε, το φίλησε
στο μαγουλάκι του δυο και τρεις φορές και του ψιθύρισε: «Καλή λευτεριά,
΄Τηλέμαχε’, μικρέ μου συναγωνιστή!»
* * *
Πέρασαν χρόνια. Ο Πολύδωρος σπούδασε, μορφώθηκε, ταξίδεψε σε πόλεις
και χωριά, είδε κι έπαθε πολλά. Αλλά κάθε που ερχόταν η μέρα της
Σταύρωσης του Χριστού, εκείνος γινόταν απόκοσμος. Έφευγε με το παγούρι
γεμάτο νερόξιδο και πάντα παραμάσχαλα ένα ραδιοφωνάκι, τραβούσε για
κάποιο ερημικό μέρος, κι αν μπορούσε, ψηλά σε λόφο. Εκεί περνούσε μέχρι
το ηλιοβασίλεμα αμίλητος και στοχαστικός. Άκουγε τα πουλιά να τιτιβίζουν
στο ερωτιάρικο κυνήγι ή στον αγώνα τους για ένα σπόρο ή ένα ζωύφιο,
ένιωθε το αεράκι να θροΐζει
στα φύλλα, και μνημόνευε την όμορφη Μαρία, που τη σκότωσαν οι
ταγματασφαλίτες τα μεσάνυχτα, πριν φύγουν το πρωί από την πόλη για πάντα
και οι τελευταίοι Ναζί. Άκουγε το ραδιοφωνάκι να μεταδίδει συμφωνίες του
Μπαχ, του Χάυδν ή του Ντβόρζακ, όπως τις «Stabat
mater dolorosa», που
όσες φορές κι αν τις είχε ακούσει, ποτέ δεν τις χόρταινε. Και φανταζόταν
ολόκληρη τη χώρα ωσάν τη Θεομήτορα μαυροφορεμένη να στέκει πλάι στο
σταυρωμένο γιο της, τον κατακρεουργημένο λαό της, και να τον μοιρολογάει
απαρηγόρητη. Ή άκουγε στα «Κατά Μάρκο», «Κατά Ματθαίο», «Κατά Ιωάννη
πάθη» τα απερίγραπτα βάσανα του πολύπαθου λαού της. Ή τέλος πάντων
άκουγε με βαθιά οδύνη ό,τι το σχετικό μετέδιδε το ραδιόφωνο κείνη τη
Μέρα, που μεγάλοι μουσουργοί της Χριστιανοσύνης δώρισαν ως βάλσαμο
παρηγοριάς σε θλιμμένους της γης.
Στα πολλά ταξίδια του ο Πολύδωρος έτυχε κάποτε, ανήμερα της Μεγάλης
Παρασκευής, να επισκεφτεί σε χώρα της Ευρώπης ένα Στρατόπεδο
Συγκεντρώσεως, διαβόητο για τη φρίκη που ξέρασε στην ανθρωπότητα.
Γονάτισε μπροστά σε λοφίσκο από στάχτη και θρυψαλισμένα μαύρα κόκαλα
εκείνων, που είχαν αποτεφρωθεί στα κρεματόρια. Πεταλούδες και μέλισσες
τρυγούσαν το νέκταρ και την αμβροσία πανέμορφων λουλουδιών, που σαν
πελώρια ανθοδέσμη σκέπαζαν το μακάβριο λοφίσκο. Είναι οι ψυχές των
αδικοσκοτωμένων, που τα μαγιάπριλα βγαίνουν από τον Άδη και ζητούν
δικαιοσύνη. Έτσι θυμήθηκε πως τού διηγιόταν στα μικράτα του η συχωρεμένη
γιαγιά του, όταν πρωί τη Μ. Πέμπτη απίθωναν κόλλυβα και ψυχούδια,
κρίνους και τριαντάφυλλα πάνω στα μνήματα του νεκροταφείου του χωριού
τους. Και να τώρα εδώ εκείνος με συντριβή ψυχής γονατισμένος προσευχόταν
νοερά και συνάμα σφίγγοντας δυνατά τα δόντια, μην τυχόν και τού ξεφύγει
λόγος οργής σε τέτοιο τόπο. Κάποιος Ελβετός τουρίστας έτυχε να τον ιδεί
έτσι σκυμμένο. Τον φωτογράφισε με μηχανή πολαρόιντ και τού χάρισε τη
φωτογραφία. Την κορνίζωσε κι από τότε την κρατεί στημένη πάνω στο
ιδιαίτερο γραφείο του. Να τον κεντρίζει να μην ξεχνάει, αλλά να
ψυχανεμίζεται τους πόρους καθόδου στο απύθμενο νόημα της Μεγάλης
Παρασκευής.
Και να στοχάζεται: Χριστιανοί όπου γης με τους πολέμους τους
ξανασταυρώνουν το Χριστό, το δάσκαλο της ειρήνης. Και κάποιοι άλλοι
«ειρηνόφιλοι» με μεγαλυνάρια δοξολογούν τους σταυρωτές Του! Σταυρωτές
του Χριστού είναι και όλοι οι άλλοι, που «για χάρη της ειρήνης»
σταυρώνουν λαούς, όπως τότε τέσσερα χρόνια είχαν σταυρώσει και το
δικό του οι κατακτητές της χώρας. . .
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης
|