Στο τέλος της κατοχής τη χρονιά του 1844 οι
Ευρυτάνες κτηνοτρόφοι,
ποιμένες και μη, κατέβαιναν με λίγα ή πολλά πρόβατα και γίδια στη
διάρκεια του χειμώνα στα ριζά του Παναιτωλικού και κυρίως στα χωριά
Παραβόλα, Ντέμη (Καινούργιο), Γουρίτσα (Μυρτιά) κτλ. Οι Ψιανίτες
βλαχοποιμένες, καθώς και μερικοί από Ρωσκά κλπ χωριά της Νότιας
Ευρυτανίας, όπως και ο Λάμπρος Γ.
Mαζί με τη μάνα του Φροσύνη βρίσκονταν στο κάμπο της
Παραβόλας, όπου εκεί κοντά ήταν και ο πάπα
Κώστα Μπακογιάννης. Την Μεγάλη Πέμπτη ο Λάμπρος κατά το έθιμο
κατέβηκε στα Καραπανέικα με 5-6 αρνιά και προβατίνα
για να τα πουλήσει, πράγμα που έγινε.
Νωρίς το απόγευμα γύρισε στο κονάκι του κα πήγε
εκεί που φύλαγαν τα πρόβατα
από τα σπαρτά. Για κακή του τύχη
έκαναν μπλόκο οι Γερμανοί και μάζευαν τους άνδρες
για να τους μεταφέρουν στο Αγρίνιο. Ο Λάμπρος
δεν γνώριζε τη γλώσσα τους και συνέχισε να μαζεύει τα πρόβατα
προς το μαντρί. Αυτό πάρθηκε από τον επικεφαλής ως ανυπακοή, ένας άλλος
όμως του είπε πήγαινε εκεί, γιατί θα σε σκοτώσει. Έτσι ο Λάμπρος βρέθηκε
στο αυτοκίνητο και σε λίγο στις φυλακές που τότε ήταν το Γηροκομείο, στο
δρόμο προς τον Αη -Γιάννη. Εκεί που μαζί με τους άλλους συλλογιόταν τα
ψηλά βουνά, που δεν θα τα ξανάβλεπε, έβγαλε από την τσέπη τα χρήματα που
πήρε από την πώληση των αρνιών. Χρήματα που δεν πρόλαβε να τα δώσει στη
μάνα του. Κάποιος φρουρός βλέποντας τα χρήματα με νοήματα του είπε ότι
αν του δώσει ένα ποσό θα το
σώσει. Ο Λάμπρος, χωρίς χρονοτριβή του τα έδωσε. Εκείνος του είπε όταν
σουρουπώσει θα φύγεις προς τη ρουπακιά, εγώ του είπε
θα σημάνω συναγερμό προς το Αη -Γιώργη. Εσύ θα φύγεις με όση
δύναμη έχεις. Τη συζήτηση παρακολούθησε και ένας άλλος από την Παραβόλα
συγκρατούμενος του. Ο οποίος του ζήτησε αν έχει να δώσει χρήματα και να
σωθεί και αυτός γιατί είχε παιδιά, γυναίκα, γερόντους. Ο Λάμπρος χωρίς
άλλη κουβέντα έδωσε και τα υπόλοιπα χρήματα.
Το σούρουπο ο φύλακας τους οδήγησε στη μεριά που
έπρεπε να φύγουν και την επιτηρούσε ο ίδιος. Αυτοί έφυγαν αμέσως, ενώ
πίσω τους ακούστηκε ο συναγερμός και οι πυροβολισμοί. Δυστυχώς ο πατέρας
μου, ο Λάμπρος, δεν θυμόταν το όνομα του φύλακα
ή δεν ήθελε να το αναφέρει.
Έφτασαν όλοι τη νύχτα στην Παραβόλα, μέσα στο
Ρουπακιά και τα λιοστάσια και την άλλη ημέρα το πρωί-πρωί έφυγαν ο
καθένας, για τα βουνά.
|