Αναδρομές και μνήμες

   

Παναγιώτη Φ. Χριστόπουλου:

«ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΓΓΕΛΗ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ (1867-1906):

Ένας προικισμένος φιλόλογος που δολοφονήθηκε απ’ τούς μαθητές του»,

εις την

ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΟΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ,

τόμος Δ', Αθήναι 1973, σσ. 481-492.

[Και διά την αντιγραφήν και δημοσίευση της μελέτης: δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής]

 

     Είναι γενικά παραδεδεγμένος ο αφορισμός ότι στους γονείς μας οφείλουμε ''το ζήν'', ενώ στους δασκάλους μας το ''εύ ζήν''. Κανένας άνθρωπος μη παρανοϊκός δεν σκέπτεται να κάνη κακό στους γονείς του, όπως και στους δασκάλους του. Οι εξαιρέσεις αφορούν φύσεις εγκληματικές που αφήνουν ελεύθερα τα θηριώδη ένστικτά τους να ξεσπάσουν, χωρίς να ξεχωρίσουν το ποίον έχουν απέναντί τους. Δεν υπάρχει αντίδωρο γιά το ''εϋ ζήν'' τού δασκάλου, τού δασκάλου πού πρέπει να είναι μιά άπ' τις πιό σεβαστές κοινωνικές προσωπικότητες. Ο σεβασμός προς αυτόν αποτελεί επιταγή όλων τών κοινωνιών από ''καταβολής κόσμου''. Όταν αγνοήται, περιστατικά, δέν αφήνει ασυγκίνητο το κοινωνικό σύνολο, έστω κι’ αν ο δάσκαλος δέν κατορθώνει να σταθή πάντοτε στο ύψος τής αποστολής του. Έτσι οι Ρουμελιώτες, κι' όλοι γενικά οι Έλληνες τής πατριαρχικώτερης Ελλάδος τού 1906, πληροφορήθηκαν μέ δικαιολογημένη φρίκη τήν επιβουλή εναντίον τής ζωής καί τόν φόνον τού καθηγητού τού Γυμνασίου Αγρνίου Δημητρίου Αγγελίδου από δύο μαθητές του.

    Ο Δημήτριος Αγγελή Αγγελίδης γεννήθηκε στά 1867 στήν Κόνισκα του τέως Δήμου Παρευηνίων, [Δήμος] ο οποίος υπαγόταν παληότερα στή Ναυπακτία, ενώ τώρα περιλαμβάνεται στά όρια τής επαρχίας Τριχωνίδος. Φαίνεται πώς τα νεανικά του χρόνια, κατά τή διάρκεια τής σπουδής τών εγκυκλίων γραμμάτων κι αργότερα, ήταν πολύ δύσκολα. Μόλις σε ηλικία τριάντα ετών, τό 1897, ετοιμάζεται νά υποστή τις πτυχιακές του εξετάσεις στή Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κι αυτό θά ήταν αδιανόητο γιά έναν σφριγώδη κι' επιμελέστατον, όπως αποδεικνύει η κατοπινή δράση του, άνθρωπο, αν δέν υπήρχαν οι βιωτικές μέριμνες κι άλλα ανυπέρβλητα εμπόδια. Ήδη κατά τήν διάρκεια τών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιεύη άρθρα του σε εφημερίδες τών Αθηνών. Νά τι γράφει ο ίδιος στο Προοίμιον τού βιβλίου του, ''Φιλολογικά'', τού πρώτου καί μοναδικού:   

     «Σπουδάζων και προαλειφόμενος να υποστώ εν τώ Πανεπιστημίω τήν επί διδακτορία δοκιμασίαν, έγραψα δύο επιστημονικάς διατριβάς επιγραφομένας, «Χελιδόνισμα», και «Περί επιστολικών τύπων Θεοφίλου τού Κορυδαλλέως», αίτινες κατεχωρίσθησαν πέρυσιν εις επιφυλλίδας τών «Καιρών» τής 15, 18-22 και 24 Ιουλίου. Είχον ετοίμην προς έκδοσιν καί ετέραν φιλολογικήν πραγματείαν, «Περί υπομνήματος Ιωάννου τού Χρυσοστόμου εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην», ότε εξερράγη εν Κρήτη κατά τών Τούρκων η τελευταία επανάστασις. Αφείς ανέκδοτον το έργον έσπευσα να κατέλθω εις τήν ηρωϊκήν νήσον μετά των εν Χριστώ καί πατρίδι αδελφών φοιτητών τής ''πανεπιστημιακής φάλαγγος'', ίνα συμμετάσχω τού υπέρ ελευθερίας αγώνος. Αγωνισάμενος εκεί επί τρεις μήνας τον καλόν και ένδοξον αγώνα και ευτυχήσας να ίδω τήν νίκην στέφουσαν τα ελληνικά όπλα εν Βουκολιαίς, Κανδάνω καί Μαλάξα, όπου περιεποιήθη ημίν η εξαίρετος τιμή τού άντιμετωπίσαι και τό πυρ τών στόλων τής πεπολιτισμένης Ευρώπης, επέπρωτο να επιστρέψω μετά τών συναγωνιστών μου ενταύθα, μετά τήν επιδρομήν τού βαρβάρου είς τήν Θεσσαλίαν και κατά τήν ανακωχήν τού ατυχούς ημών πολέμου, ίνα πίω και εγώ μέχρις τρυγός το ποτήριον τής εκ τών εθνικών ατυχημάτων πικρίας. Νυν, ότε ο πανδαμάτωρ χρόνος καί η παρήγορος ανάμνησις, ήν απεκόμισα εκ Κρήτης, διεσκέδασαν ολίγον τήν επί τήι εθνικήι συμφορά λύπην μου, εκδίδωμι τήν ανέκδοτον πραγματείαν είς έν όλον, ομού μετά τών εν τοίς «Καιροίς» καταχωρισθεισών διατριβών, ας εκείθεν μετατυπώ. Τελευτών εξαιτούμαι τήν ευμενή τών αναγνωστών κρίσιν καί ελπίζω ότι θά τύχω τής επιεικείας αυτών, εάν αποβλέψωσιν εις το εργώδες τού πράγματος καί ενθυμηθώσιν ότι τούτο απαιτεί δυνάμεις ανωτέρας τών φοιτητικών.

Εν Αθήναις τήι 2 Ιουλίου 1897 — Δημήτριος Αγγελίδης».

    Στις 8 Αύγούστου 1898 διωρίσθηκε ελληνοδιδάσκαλος στό ''Ελληνικό Σχολείο τής Βελίστσης (ΦΕΚ 184/8.8.1898). Στις 4 Μαΐου 1899 προήχθη διά. Β.[ασιλικού] Δ.[ιατάγματος] σε Σχολάρχη τού ''Ελληνικού Σχολείου'' Γαστούνης (ΦΕΚ 104/4.5.99). Τον ίδιον χρόνο στις 5 Αυγούστου μετετέθη στό ''Ελληνικό Σχολείο'' Ναυπάκτου* (ΦΕΚ 190/5.8.1899). Στις 8 Σεπτεμβρίου 1900 τοποθετήθηκε στό ''Ελληνικό Σχολείο'' Πλατάνου Ναυπακτίας (ΦΕΚ 212/8.9.1900). Τον επόμενον χρόνο μετετέθη στό ''Ελληνικό Σχολείο'' Κεφαλοβρύσου (Θέρμου. ΦΕΚ 179/21.8.1901). Ποιός ξέρει ποιός πολιτικάντης έβαλε τό χέρι του κι' απολύθηκε στις 20 Απριλίου 1904 απ' τή θέση τού Σχολάρχη τού ''Ελληνικού Σχολείου'' Κεφαλοβρύσου [Θέρμου] (ΦΕΚ 97/20.4.1904). Τον Αύγουστον, όμως, πριν συμπληρώση τέσσερες μήνες έκτος υπηρεσίας, διορίζεται και πάλι Σχολάρχης τού ''Ελληνι¬κού Σχολείου'' Πλατάνου (ΦΕΚ 191/13.8.1904). Τέλος προήχθη σε καθηγητή τού Γυμνασίου Αγρίνιου τον Αύγουστο τού 1905 (ΦΕΚ 173/31.8.1905), οπού καί υπηρέτησε μέχρι τής δολοφονίας του.

   Διακαής πόθος τού Αγγελίδη ήταν νά μετατεθή στήν Αθήνα. Είχε ήδη, ανέκδοτη επιστημονική εργασία κι ήθελε να αναπτύξη τις φιλολογικές καί τις ιστορικές του έρευνες στις βιβλιοθήκες τής Πρωτεύουσας. Είχε κατηγορημα¬τικές υποσχέσεις ότι απ’ το επόμενο σχολικό έτος θα υπηρετούσε στην Αθήνα καί θα μπορούσε να αναστρέφεται τούς πανεπιστημιακούς του διδασκάλους, στους οποίους ήταν καλά γνωστός. Έκανε, λοιπόν, τά πιό ευγενή όνειρα, γιά την πραγματοποίηση τών οποίων ήταν εξ ολοκλήρου προπαρασκευασμένος.

                                                   Δημήτριος Αγγελίδης

   Ως εκπαιδευτικός με συνείδηση τής αποστολής του φρόντιζε να παρακολουθή, όσο μπορούσε, τούς μαθητές του και στην εξωσχολική ζωή τους. Έτσι μιά μέρα συνέλαβε δυό παιδιά δεκατεσσάρων χρόνων να χαρτοπαίζουν καί να καπνίζουν. Φυσικό ήταν να εκμανή ο δάσκαλος. Αφού τούς μπάτσισε εκείνη τη στιγμή, τούς απέβαλε καί τρεις μέρες απ’ το Σχολείο παραδειγματικά. Η ποινή εξέπνευσε, αλλά οι φερέλπιδες νέοι δεν επέστρεψαν στα μαθήματά τους. Περπατώντας [ο Δημ. Α. Αγγελίδης] στην εξοχή, στις παρυφές τού Αγρίνιου, μαζί με έναν φίλο του, τούς συναντά [τους δύο αποβληθέντας] και τούς νουθετεί, παρακινώντας τους νά ξαναγυρίσουν στο σχολείο τους. Τον κοιτάζουν με μίσος καί κάνουν σχέδια εκδικήσεως γιά την προσβολή τής ανδρικής τους φιλοτιμίας. Κι' απειλούν να τον σκοτώσουν. Αλλά παίρνει ποτέ κανείς στά σοβαρά τις απειλές νεαρών μορμολυκείων;

     Μολαταύτα νωρίς το βράδυ τής 5ης Μαΐου 1906, αφού χώρισε με τον φίλο του γιατρό τού Αγρίνιου Κωνσταντίνον Καλατζόπουλο κι’ ενώ ανέβαινε τήν εξωτερική σκάλα τού σπιτιού του, δέχτηκε τα καίρια βόλια απ' τα οπλισμένα ανόσια χέρια τών μαθητών του. Ήταν κρυμμένοι κάτω απ' τή σκάλα τού σπιτιού καί τον περίμεναν. . . 

   Η είδηση τής δολοφονίας τού ατύχου εκπαιδευτικού συνετάραξε το Αγρίνιο κι όλη τη χώρα. Εκείνη τή μακάρια εποχή τά αντανακλαστικά τών Νεοελλήνων δέν είχαν ακόμη αμβλυνθή, όπως συμβαίνει σήμερα, πού τά πιο στυγερά εγκλήματα γεμίζουν με τις περιγραφές τους τις ειδήσεις τού αστυνομικού δελτίου καί το φαινόμενο μάς αφήνει σχεδόν αδιάφορους.

     «Ευθύς ως ανηγγέλθη η στυγερά δολοφονία, ήτις έλαβεν χώραν εν Άγρινίω, -γράφει εφημερίδα τής εποχής-, ο εισαγγελεύς κ, Μίλησις έδραμεν αυθημερόν εις Αγρίνιον καί, δι' αυστηρών καί εντόνων ενεργειών, κατόρθωσε να επιτευχθή η σύλληψής τών απαίσιων μαθητών - δολοφόνων, οίτινες υπό αυστηράν συνοδείαν μετεφέρθησαν ενταύθα. Οι δολοφόνοι, καίτοι μαθηταί, ήσαν από συστήματος χαρτοπαίκται καί είχον απειλήσει προ καιρού τον ατυχή Αγγελίδην ότι θά τον δολοφονήσουν, όπερ καί έπραξαν. Τό φρικώδες, όμως, κακούρ-γημα, όπερ συνετάραξεν άπ' άκρου εις άκρον τήν κοινωνίαν τού Αγρίνιου, είναι αποτέλεσμα τής αναρχίας καί τής εξαρθρώσεως τής δημοσίου ασφαλείας. Ο μακαρίτης Αγγελίδης, όστις επέπρωτο τόσον οικτρόν νά έχη τέλος, ήτο γενναιότατος καί τά μάλιστα φιλόπατρις. Κατά τήν προ τού ατυχούς ημών πολέμου Κρητικήν Επανάστασιν, κατήλθεν είς Κρήτην, όπου επολέμησεν ανδρειότατα, προκινδννεύσας εις απάσας τάς μάχας. Ήτο προστάτης οικογένειας καί πατήρ ἐξ[ι] μικρών τέκνων, τα οποία εγκατέλειπεν απροστάτευτα καί ορφανά. Ως ελάχιστον τεκμήριον τής ευγενείας τής ψυχής τού ατυχούς τούτου θύματος τού καθήκοντος, αρκετόν ν' αναφέρωμεν τό εξής:

    » Εις φίλον του, προσπαθούντα νά τον εγκαρδιώση κατά τάς τελευταίας του στιγμάς, είπεν ότι δέν λυπείται διότι αποθνήσκει, αλλά λυπείται τά ορφανά του, τά οποία μένουν έρημα εις τον κόσμον καί τούς διαπράξαντας τήν δολοφονίαν μαθητάς, οίτινες κατέστρεψαν τό μέλλον των. 

   » Αληθώς, οποία υπέροχος προς το καθήκον αφοσίωσις καί οποίον μεγαλείον ψυχής.!».[1].

    Η ίδια εφημερίδα βρίσκει, την ευκαιρία να επιτεθή εναντίον τής Κυβερνήσεως με σχόλια της:

    «Απ' άκρου εις άκρον τού νομού μας πλήρης αναρχία βασιλεύει. Δολοφονίαι καθημερινώς αγγέλλονται, ληστείαι, φόνοι, κλοπαί, καταστροφαί και τόσα άλλα, τα οποία έχουν φέρει εις απόγνωσιν τούς κατοίκους ολοκλήρου τού νομού. . .  Aι διάφοροι πόλεις, διά συλλαλητηρίων καί ψηφισμάτων, ζητούσι παρά τής Κυβερνήσεως την προστασίαν τής ζωής των και τών συμφερόντων των, αλλ' αύτη δυστυχώς κωφεύει εντελώς εις τάς παρακλήσεις ταύτας τού λαού [. . .]. Η αγανάκτησις τού ελληνικού λαού έχει φθάσει εις το κατακόρυφον, φοβούμεθα δε μήπως, εξακολουθούσης τής κυβερνητικής αστοργίας, η λαϊκή αγανάκτησις εκσπάση ακάθεκτος κατά τών υπευθύνων, και τότε έσται η εσχάτη πλάνη χείρων τής πρώτης!...».                  

    Τό συλλαλητήριον τού Αγρινίου.

«Δεν δυνάμεθα νά μη αποτείνωμεν έν[α] μέγα εύγε εις τους αγαπητούς Αγρινιώτας. Και άλλοτε ευρέθημεν εις την ευχάριστον θέσιν να συγχαρώ μεν τον υπερήφανον λαόν τού Αγρίνιου, διά την ανδρικήν στάσιν ήν ελάμβανεν απέναντι τών κυβερνητικών ακηδιών εκάστοτε, όποτε το Αγρίνιον εγκατελείπετο εις τήν τύχην του καί καθίστατο η εστία καί τό κέντρον τών φυγοδίκων, τών κλεπτών, τών ληστών καί τών δολοφόνων. Διότι, τή αληθεία, τί μεγαλοπρεπέστερον καί τί ευγενέστερον λαού αναξιοπαθούντος καί διά μόνης εαυτού ενεργείας διεκδικούντος καί απεκδεχομένου τήν βελτίωσιν τής πατρίδος του; Η πόλις τού Αγρινίου, ήτις ευρίσκεται σήμερον εις χειριστήν καί οικτροτάτην, υπό έποψιν δημοσίου ασφαλείας, θέσιν, συνήλθε προ ημερών, κατόπιν μάλιστα τού τραγικού κακουργήματος, όπερ υπήρξε μία εκ τών εκφάνσεων τού αποτελέσματος τής κυβερνητικής αστοργίας, εις πάνδημον συλλαλητήριον καί, κατόπιν ευφραδούς ομιλίας τού κ. Ρήκα, συνέταξε ψήφισμα προς τον Βασιλέα, τον Διάδοχον καί τήν Κυβέρνησιν, διά τού οποίου ζητεί τήν λήψιν μέτρων προς εξασφάλισιν τής ζωής καί τής περιουσίας του. Νομίζομεν ότι ή Κυβέρνησις είναι καιρός να αφήση πλέον τα προσχήματα καί να ενισχύση αφ' ενός μεν τήν Αστυνομίαν καί άφ ετέρου να διορίση ανεγνωρισμένης ικανότητος αξιωματικόν εκ τών αποσπασπάτων, ίνα δυνηθή ν' αποκαθάρη τήν περιφέρειαν τού Αγρινίου και ολόκληρον τον νομόν μας από τά παντοία κακοποιά στοιχεία».

   Σύσσωμη η κοινωνία, όχι μόνον τού Αγρινίου, αλλά καί τού Μεσολογγίου καί όλης τής περιοχής, κήδευσε μέ εκδηλώσεις μεγάλου πένθους τον εκπαιδευτικό πού έπεσε θύμα τού καθήκοντος. Τον επικήδειο εξεφώνησε ο Βασίλειος Μπέλλος (1880-1927), κατόπιν Δήμαρχος Αγρίνιου (1907-1914) καί αρχηγός σώματος χιλίων ανδρών στην ''Επανάστασι τής Βορείου Ηπείρου'' στα 1914· συμπολεμιστής τού Αγγελίδη μέ τά ''εθελοντικά σώματα'' τού Βάσσου, στην Κρητική Επανάσταση τού 1897. Τον αντιγράφω [τον ''επικήδειον'' που εξεφώνησε ο Βασίλειος Μπέλλος] εδώ:

«Κοιμού, πολύκλαυστε σύντροφε τών κρητικών ορέων, μέ τό πικρόν παράπονον εις τά χείλη, διότι, ενώ εγκατέλειψες κατά τόν πόλεμον τού 1897 καί σύζυγον και τέκνα καί σπουδάς, ίνα κατέλθης εις τήν αιματοβαμμένην Κρήτην υπό τού μεγάλου ελαυνόμενος πατριωτισμού, καί λάβης εις τά στήθη σου, τά οποία προκλητικώς προέτασσες προς τους εχθρούς, τετιμημένας πληγάς γενναίου πολεμιστού, επέπρωτο να λάβης αυτάς εκ τών όπισθεν παρά δολοφόνου χειρός αιμοβόρου παιδαρίου, αποστερήσαντος ούτως προστάτην ανεκτίμητον πολυμελούς οικογενείας και τής πατρίδος άνδρα χρησιμώτατον καί αναγκαίον. Έπεσες θύμα τής ιεράς σου αποστολής, εύορκον εκτελών καθήκον, και τούτο, ως μοί έλεγες κατά τάς τελευταίας σου στιγμάς, σέ παρηγορεί, ενώ σέ λυπεί υπερμέτρως η απορφάνισις τής ατυχούς σου οικογενείας. Ενόμιζες, ατυχή, ότι ηδύνασο νά μεταδώσης τά μεγαλύτερα ιδανικά, τά οποία περιέκλειες εν τή μεγάλη σου πατριωτική καρδία, εις όντα έκφυλα και ατρήτους κατέβαλες προς τούτο κόπους. Αλλ' εις μάτην! Αι πατρικαί σου συμβουλαί αντί νά εξημερώσωσι τά έκ φύσεως άγρια ένστικτα, απεναντίας τά εξηρέθιζον, αποδεικνυομένης τοιουτοτρόπως αληθεστάτης τής αρχαίας ρήσεως «φύσιν πονηράν μεταβαλείν ου ράδιον». Και ήδη, σέ, τον ατίθασσον πολεμιστήν τής Κρήτης, τον οποίον εκεί επάνω εθαύμασα πολεμούντα παρά το πλευράν μου, με συντριβήν καρδίας σέ βλέπω εκτάδην προ εμού κείμενον καί η συντριβή μου είναι τόσω μεγαλυτέρα, διότι αναλογίζομαι ότι, ενώ σέ εσεβάσθησαν τότε αι σφαίραι τών εχθρών, δέν σέ εσεβάσθη σήμερον η σφαίρα τού μαθητού σου. Ιδιοτρόπευσεν η τύχηI Από τού χείλους τού νεοσκάφους αυτού τάφου, ο οποίος χαίνων αναμένει νά σέ καλύψη, τώρα τό ύστατον σοί αποτείνω χαίρε, πεφιλημένε συμπολεμιστά, διαβεβαιών τήν προσφιλή σκιάν σου ότι οι ειλικρινείς συγγενείς ούδ επί στιγμήν θά λείψωσιν από τό πλευρόν τής πολυμελούς οικογενείας σου, αλλά πάντοτε θά συντρέχωσιν ταύτην, αναλογιζόμενοι τήν ενσκήψασαν μεγάλην εις αυτήν συμφοράν. Γαίαν έχοις ελαφράν.  Αιωνία σου η μνήμη».[2].

   Περνώντας τον Αχέροντα πρόωρα, σέ ηλικία μόλις 39 χρόνων, άφησε στον κόσμο πέντε ορφανά κορίτσια καί μία σύζυγο νεώτατη, με αφανισμένη τη ζωή για πάντα... Όμως κάποιο θεϊκό χέρι τήν ενδυνάμωσε. Έκλεισε στήν καρδιά της όλη τήν πίκρα της για τον χαμό τού λατρευτού της, τραγικό απόθεμα για νά δηλητηριάζη όλη της τήν κατοπική ζωή. Αλλά είχε απ’ τ’ άλλο μέρος ένα παρήγορο κι’ ανακουφιστικό αντίδοτο: Τό πολύβουο μελίσσι τών παιδιών της. Γι’ αυτά από δώ κι εμπρός ο αγώνας της. Ύστερα απ’ τήν καθολική συμπαράσταση στο πένθος, η τραχύτητα τής προσπάθειας για τήν αξιοπρεπή επιβίωση κι’ ελληνοπρεπή ανατροφή τών βλασταριών της. Όλη τή γλυκύτητα, τήν τρυφερότητα καί τό πλούτος τής ψυχής της τά μεταφύτεψε, μαζί μέ τις μπουκιές τής τροφής, στις άδολες ψυχές τών πέντε καταβολάδων της. Τίς πάντρεψε όλες κατά τον καλύτερο τρόπο η Κυρά Θεώνη, η χαροκαμμένη γυναίκα, η γλυκομίλητη κι η άτεγκη εκεί που έπρεπε, η ευπροσήγορη πού γινόταν θηρίο στήν υποψία ότι βάσκανο μάτι μπορούσε να πέση πάνω σ’ οτι ήταν η παντοτεινή της έγνοια. Έσβυσε ευτυχισμένη ανάμεσα στά παιδιά καί τά εγγόνια της. Είχε κάνει τό χρέος της απέναντι στο Θεό καί στον λεβέντη της. Ήδη απόκειται αυτή ο τής δικαιοσύνης στέφανος. (Η Αλεξάνδρα έγινε σύζυγος Γεωργίου Μώκου, γιατρού στο Κεφαλόβρυσο. Η Παρνασσία, σύζυγος Χρήστου Παπαδογιάννη, η Ολυμπιάς, σύζυγος Γεωργίου Παπαθανασοπούλου, η Μαρία, σύζ. Αλεξ. Βασιλοπούλου καί η Δήμητρα, σύζ. Παναγιώτου Άλεξοπούλου, Διευθυντού ''Οίκου Ευγηρίας'' στο Παγκράτι τών Αθηνών).

   Η δίκη τών δολοφόνων έγινε στήν Πάτρα στις 23 Νοεμβρίου 1906 κι' ήταν απ’ τίς πιο πολύκροτες τής εποχής. Ανάμεσα στούς συνηγόρους τών κατηγορουμένων ήταν ο Δημήτριος Γούναρης (1866-1922), ήδη βουλευτής Πατρών, ο κατόπιν πρωθυπουργός κι’ ένας άπ’ τούς έξ[ι] [6] που εκτελέσθηκαν στο Γουδί ως υπεύθυνοι τής ''Μικρασιατικής Καταστροφής''. Συνήγορος ήταν ακόμη ο Άνδρέας Μιχαλακόπουλος (1876-1938), επίσης πρωθυπουργός αργότερα (1924) κι ένας άπ’ τούς στενώτερους συνεργάτες τού Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Λουκάς Κανακάρης Ρούφος (1878-1948), βουλευτής Πατρών ήδη, κι αργότερα Γενικός Διοικητής Κρήτης (1913—1915) καί Υπουργός τών Εξωτερικών (1925-1926)ν ήταν επίσης συνήγορος.

Αντιγράφω εδώ τήν δικαστική απόφαση μόνον :

   «Αριθ. 80. Τό Δικαστήριον τών εν Πάτραις Συνέδρων, συγκείμενον εκ τών δικαστών Τιμολ. Aμπελά, Προέδρου, Γ. Οικονόμου, Συνέδρου, και Ζησ. Λιβανού, Πλημμελειοδίκου (κωλυομένου τού ετέρου Συνέδρου Στυλ. Δημητρακάκη και των αρμοδιωτέρων αναπληρωτών του, ήτοι τών αρχαιοτέρων Πλημμελειοδικών) ... Συνεδρίασαν δημοσίως εν τώ ακροατηρίω τού καταστήματός του τήν 23ην Νοεμβρίου 1906, [τή] παρουσία τού τε Αντεισαγγελέως τών ενταύθα Εφετών Μιλτ. Δεκαρίστου και τού Γραμματέως τών Κακουργοδικών Σπυριδ. Μπελεζίνη, ίνα μετά τού δικαστηρίου τών Ενόρκων δικάση τούς επί φόνω κατηγορουμένους: 1. Ταξιάρχην Ιωάννου Γεωργούσην, και 2. Νικόλαον Ευθυμίου ΓΙαπαζώην, παρόντας και υπερασπιζομένους τόν μέν πρώτον υπό τών συνηγόρων του Δημητρίου Γοὐναρη, Ανδρ. Μιχαλακοπούλου, Λουκά Κανακάρη και Νικολ. Ξυνοπούλου, δικηγόρων, τον δέ δεύτερον υπό τών συνηγόρων του Δημητρίου Μάρκου, Ανδρέου Γεωργακοπούλου, Ανδρ. Μάρκου και Δημ. Μαυρομμάτη, δικηγόρων...

   » Λαβών υπ' όψει... την υπό σημερινήν χρονολογίαν ετυμηγορίαν τών ενόρκων, ἐχουσαν ούτως :

   » Τιμίως και ενσυνειδήτως λέγω ότι η ετυμηγορία τών ενόρκων, καταρτισθείσα διά τής νομίμου πλειονοψηφίας, είναι αύτη : —Ναί, είναι ένοχοι οι κατηγορούμενοι 1) Ταξιάρχης Ιωάννου Γεωργούσης, γεννηθείς εις τό χωρίον Σπολάΐτα και κατοικίαν εις τό χωρίον Ρήγανη, διαμένων δέ εις Αγρίνιον, μαθητής τής Α΄ τάξεως τού Γυμνασίου, και 2) Νικόλαος Ευθυμίου Παπαζώης, γεννηθείς καί κατοικών εις τό χωρίον Βασιλόπουλον, διαμένων δε εις Αγρίνιον, μαθητής τής Β' τάξεως τού Γυμνασίου, αμφότεροι χριστιανοί ορθόδοξοι, ὀτι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι, σνναπεφάσισαν τήν εκτέλεσιν τής επομένης πράξεως καί ένεκα ταύτης, συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν, τήν εσπέραν τής 5ης Μαΐου 1906 εν Αγρινίω, εκ προμελέτης, απεφάσισαν καί εσκεμμένως εξετέλεσαν ανθρωποκτονίαν κατά τού Δημητρίου Αγγελίδου, καθηγητοὐ τού εκείσε Γυμνασίου, πυροβολήσαντες κατ’ αυτού εξ εγγυτάτης αποστάσεως διά πυροβόλου όπλου (περιστρόφου) πεπληρωμένου διά πυρίτιδος και σφαιρών καί επενεγκόντος αυτώ τραύμα διαμπερές τής κοιλίας και τού δεξιού γλουτού, έξ ού ούτος απεβίωσε.

   » Ναι, προκύπτει εκ πασών τών περιστάσεων σαφώς καί ανενδοιάστως ότι την ανωτέρω πράξιν τού φόνου εξετέλεσαν οι κατηγορούμενοι Ταξιάρχης Ιωάννου Γεωργούσης και Νικόλαος Ευθυμίου Παπαζώης, ευρισκόμενοι εις κατάστασιν αναιτίου συγχύσεως τών αισθήσεων ή τού νοός των, ένεκα ταραχής, καθ' ήν δέν ήτο μέν εντελώς αποκεκλεισμένη τού λογικού τών κατηγορουμένων η ενέργεια, εις τοιούτον όμως βαθμόν ουσιωδώς τεταραγμένη και ηλαττωμένη, ώστε εξ αιτίας ταύτης λείπουν τά προς εφαρμογήν τής τελείας καί παρά τού Νόμου διατεταγμένης ποινής προαπαιτούμενα.

   » Ναι, κατά την εκτέλεσιν τής ανωτέρω πράξεως τού φόνου οι κατηγορούμενοι 1) Ταξιάρχης Ιωάννου Γεωργούσης καί 2) Νικόλαος Ευθυμίου Παπαζώης, είχον συμπεπληρωμένον τό δέκατον τέταρτον έτος τής ηλικίας των.

Έν Πάτραις τή 23η Νοεμβρίου 1906

Ο Προϊστάμενος τών Ενόρκων

Τάκης Διγενόπουλος

Ενεχειρίσθη ημίν αυθωρεί

Ο Πρόεδρος τών Συνέδρων                             Ο Γραμματεύς

Τιμολ.  Αμπελάς                                            Σπυρ. Μπελεζίνης

   » Μεθ' ό ακούσαν τού Εισαγγελέως προτείναντος να καταδικασθώσιν οι κηρυχθέντες ένοχοι φόνου κατηγορούμενοι Ταξιάρχης Ιωάννου Γεωργούσης καί Νικόλαος Ευθυμίου Παπαζώης εις δεσμά διά βίου έκαστος, αμφότεροι δέ εις τά δικαστικά έξοδα καί τέλη, εισπρακτέα αλληλεγγύως καί άνευ προσωπικώς κρατήσεως, καθ' ό ανηλίκων, να γίνη δέ δεκτή η αγωγή τής πολιτικής εναγούσης διά τό ποσόν τών είκοσι χιλιάδων (20.000) — τού πληρεξουσίου τής πολιτικής εναγούσης Γεωργίου Κατσιμπίρη, δικηγόρου, αιτησαμένου την παραδοχήν τής αγωγής της δι ανάλογον ποσόν — τού συνηγόρου τού κατήγορουμένου Νικολάου Παπαζώη, Ανδρ. Μάρκου, δικηγόρου, αιτησαμένου να επιβληθή εις αυτόν ανάλογος ποινή πρόσκαιρων δεσμών, καθ' όσον προέκυψαν υπέρ αύτού ιδίως ελαφρυντικαί περιστάσεις καί νά παραπεμφθή η αγωγή τής πολιτικώς εναγούσης εις τό αρμόδιον Πολιτικόν Δικαστήριον, ως ανεκκαθάριστος.

   » Τού Εισαγγελέως υποστηρίξαντος ότι ού μόνον δέν προέκυψαν υπέρ τών κατηγορουμένων ιδίως ελαφρυντικαί περιστάσεις, αλλά τουναντίον βαρείαι τοιαύται καί επιμείναντος εις τήν παραδοχήν τής άνω προτάσεώς του, ήτοι τού νά επιβληθή εις τούς κατηγορουμένους η ποινή τών δεσμών διά βίου — τών συνηγόρων τού κατηγορουμένου Νικολ. Παπαζώη, Δημ. Μαυρομμάτη καί Ανδρ. Γεωργακοπούλου, δικηγόρων, αιτησαμένων καί τούτων όπως επιβληθή εις τον κατηγορούμενον ανάλογος ποινή πρόσκαιρων δεσμών, καθόσον προέκυψαν υπέρ αυτού ιδίως ελαφρυντικαί περιστάσεις — τού συνηγόρου τού κατηγορουμένου Ταξιάρχου Γεωργούση, Λουκά Κανακάρη, δικηγόρου, αιτησαμένου ίνα έπιβληθή εις αυτόν ανάλογος ποινή πρόσκαιρων δεσμών, καθόσον προέκυψαν υπέρ αυτού ιδίως ελαφρυντικαί περιστάσεις καί να παραπεμφθή η αγωγή τής πολιτικώς έναγούσης εις τό αρμόδιον πολιτικόν δικαστήριον, ώς ανεκκαθάριστος.

                Διελθόν τά έγγραφα·

          Σκεφθέν κατά τόν Νόμον.

» Επειδή η πράξις τού φόνου, ής εκηρύχθησαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι 1) Ταξιάρχης Ιωάννου Γεωργούσης και 2) Νικόλαος Ευθυμίου Παπαζώης, διά τής ετυμηγορίας τών ενόρκων προβλέπεται καί τιμωρείται από τά άρθρα 57, 288 § 87, εν συνδυασμώ προς τό 86 § 4 καί 49 § 1 τού Ποινικού Νόμου έχοντα ούτως : —

Διά ταύτα

» καταδικάζει τούς διά τής ετυμηγορίας τών ενόρκων κηρυχθέντας ενόχους φόνου 1 ) Ταξιάρχην Ιωάννου Γεωργούσην, γεννηθέντα εις το χωρίον Σπολάϊτα και κατοικών (sic) εις το χωρίον Ρήγανη, διαμένων (sic) δέ εις Αγρίνιον, ετών 15, μαθητήν τής Α' τάξεως τού Γυμνασίου καί 2) Νικόλαον Ευθυμίου Παπαζώην, γεννηθέντα καί κατοικούντα εις τρ χωρίον Βασιλόπουλον, διαμένοντα δε εις Αγρίνιον, ετών 15, μαθητήν τής Β' τάξεως τού Γυμνασίου, αμφοτέρους χριστιανούς ορθοδόξους, εις δεσμά διά βίου έκαστον· καταδικάζει δέ αμφοτέρους καί εις τά δικαστικά έξοδα καί τέλη, εισπρακτέα αλληλεγγύως καί άνευ προσωπικής των κρατήσεως, καθ' ό ανηλίκων.

   » Άπεφασίσθη, έγένετο καί εδημοσιεύθη εν Πάτραις, τήν 23ην Νοεμβρίου 1906.»

           «   Οι Δικασταί          Ο Γραμματεύς    »

 

 Πολύ καθυστερημένα η Πολιτεία ευδόκησε νά συνταξιοδοτήση με πολεμική σύνταξη τήν χήρα τού άμοιρου Αγγελίδη βάσει τού Νόμου ,ΓΡΝΑ'/1906, αλλά χρειάστηκε, μαζί μέ τή δικαστική απόφαση, να ζητηθούν καί νέες μαρτυρικές καταθέσεις, για νά πεισθουν οι αρμόδιοι ότι έπαθε έν υπηρεσία, μια καί ο χρόνος τής δημοσίας υπηρεσίας του δέν ήταν αρκετός γιά νά πάρουν κανονική σύνταξη τά απροστάτευτα μέλη τής οικογένειάς του. Αποσπάσματα απο δύο χαρακτηριστικές καταθέσεις παραθέτω εδώ:

   «[Καταθέτει ο Χαρίλαος Ευθυμίου τού Επαμεινώνδου] ... Τον Μάϊον τού 1906... μετέβην εις Μεσολόγγιον διά νά δώσω τον όρκον τού δικηγόρου. Την επομένην τής ορκωμοσίας μου επέστρεψα έκ Μεσολογγίου εις Αγρίνιον και μετέβην περί ώραν 9ην περίπου εσπερινήν εις το ξενοδοχείον φαγητού, δια να γευματίσω. Καθ’ ήν ώραν εγευμάτιζον διεδόθη αστραπιαίως ότι δύο μαθηταί τού Γνμνασίου εδολοφόνησαν τον Καθηγητήν Αγγελίδην. Αφήκα αμέσως το φαγητόν μου καί εσπευσα εις τήν κλινικήν Παπασπύρου, όπου τον είχαν διακομίσει. Εισήλθον εις τό δωμάτιόν του καί μόλις μέ είδε μού είπε: «Χαρίλαε, τό τραύμα, τό οποίον μού έδωσαν οι μαθηταί, είναι πολύ σοβαρόν καί σέ παρακαλώ πολύ νά μού φέρης έναν παππά νά μεταλάβω των ''αχράντων μυστηρίων''». Συνεκινήθην πολύ, διότι σννεδεόμην στενά μετ’ αυτού καί έσπευσα αμέσως διά τήν ανεύρεσιν ιερέως. Μετά πολλάς περιπλανήσεις ανεύρον ιερέα καί μετέβην μετ’ αυτού εις τήν κλινικήν. Μόλις είδεν ο Αγγελίδης τον ιερέα εισελθόντα είς τό δωμάτιόν του, είπε προς αυτόν: «Στάσου παππά». Έκαμε τήν προσευχήν του καί τόν σταυρόν του καί προκειμένου νά μεταλάβη τών ''αχράντων μυστηρίων'' είπε τρεις φοράς προς τον παππά: «Συγχωρώ, παππά μου, τά παιδιά πού μέ εσκότωσαν.

   » Τον Αγγελίδην εδολοφόνησαν οι μαθηταί του, διότι τούς επέπληξε καί τούς εμπάτσισε, καθ’ ήν ώραν τούς συνέλαβε χαρτοπαίζοντας καί καπνίζοντας...».

    Ο ιατρός [Αγρινίου] Κωνσταντίνος Καλαντζόπουλος αποφαίνεται... «Αδιστάκτως καί άναντιρρήτως ότι ο θάνατος [τού Δ. Αγγελίδου] προήλθε σννεπεία φόνου διαπραχθέντος υπό μαθητών τού Γυμνασίου, μετά τιμωρίαν επιβληθείσαν εις τούς φονείς μαθητάς υπό τού φονευθέντος καθηγητού δι' απρεπή καί ανάρμοστον σνμπεριφοράν αυτών, πρός σωφρονισμόν των. Είναι δέ προδήλως καταφανές ότι ο καθηγητής ούτος έπαθεν έν τή υπηρεσία καί διά τήν υπηρεσίαν ταύτην, εν τή εκτελέσει τών καθηκόντων του..., βεβαιοί ταύτα αναμφισβήτητως, καθ’ όσον τήν εσπέραν εκείνην τήν μοιραίαν ευρίσκετο μετά τού φονευθέντος καί μετέπειτα υπήρξεν ο ουσιωδέστερος μάρτυς εν τή διεξαγωγή τής δίκης έν τώ Κακουργοδικείω Πατρών...».

   Άν ζούσε ο Αγγελίδης θά είχε αφήσει σημαντικό έργο για την πάτρια ιστορία. Η δράση του δεν ήταν ασήμαντη. Μερικές σκόρπιες πληροφορίες, μάς δίνουν τή δυνατότητα να τήν φαντασθούμε στο σύνολό της.

   «Κατά το έαρ τού 1898 ο Δ. Αγγελίδης πλησίον τής Κονίσκης, επί κλιτύος ράχεως καλουμένης ''Ζερβά'', ανεκάλυψεν ερείπια κτηρίου αρχαίου καταρρρεύσαντος εκ καθιζήσεως τού εδάφους. Το οικοδόμημα τούτο εικάζει οτι ήτο άγνωστος ελληνικός ναός, όστις μετετράπη εις άγνωστον χριστιανικόν...».

   «Μίαν ώραν μακράν τής Κονίσκης προς δυσμάς [...] παρά τον ναόν τον Αγίου Ιωάννου, επί κλιτύος τής Πλακολιθιάς, ανεκάλυψεν ο Αγγελίδης και έτερον αρχαίον κτήριον, λείψανα συνιστάμενα εκ λίθων μεγάλων, πρότερον μεν συνδεομένων διά μεταλλίνων γόμφων καί μολύβδου έν τόρμοις λελαξευμένοις, νύν δέ διεσκορπισμένων εις ικανήν απόστασιν. Καί τό οικοδόμημα τούτο υποθέτει ότι ήτο ελληνικός ναός αγνώστω θεώ καθιερωμένος».[3].

   «Παρά τό Κεφαλόβρυσον Ναυπάκτου ανευρέθησαν αρχαίοι τάφοι. Εξ ενός δέ τούτων, ρωμαϊκής εποχής, έστειλεν εις τήν ''Γενικήν Εφορείαν τών Αρχαιοτήτων'' κατά τον Δεκέμβριον τού 1899 ο τότε Σχολάρχης Ναυπάκτου Δημ. Αγγελίδης διάφορα κτερίσματα, συγκείμενα εκ χάλκινων καί πήλινων αγγείων καί εκ τριμμάτων πετάλου χρυσού καί καλυπτόμενα υπό κεραμίνης λάρνακος».[4].

   «Περί τά τέλη Οκτωβρίου 1904 εις θέσιν ''Απάνω Κάμπος'', περιφερείας Στρανώμης, Δήμου Πυλήνης, παρά τήν άριστεράν όχθην τού Ευήνου, ανεκάλυψεν ο Σχολάρχης Πλατάνου [Ναυπακτίας] κ. Δημ. Αγγελίδης πατρώον Αιτωλών μνήμα, κείμενον εν αγρώι Ιωάννου Δημοπούλου καί αποτελούμενον έκ διαδρόμου καί δύο νεκρικών θαλάμων, εν οίς [= εν τοίς οποίοις] ήσαν διάφορα κτερίσματα. Έξωθεν τών τάφων ευρέθη αετόμορφος πλάξ τεθραυσμένη μετ’ επιτυμβίου επιγραφής  «ΚΙΑΣ  ΟΛΕΜΑΙΟΥ», ήτοι, κατά τήν ερμηνείαν Αγγελίδου  ΟΙ]ΚΙΑΣ ΠΤ]ΟΛΕΜΑΙΟΥ [μνήμα]. Ημίσειαν δέ ώραν μακράν τού οικογενειακού τάφου τού Πτολεμαίου, εις θέσιν ''Πόριαρι'', εύρεν ο αυτός Αγγελίδης επί αετομόρφου στήλης καί επιγραφήν «ΚΡΙΝΟΛΑΟΥ».[5].

   «Τελευτώντες εθεωρήσαμεν καθήκον επιβαλλόμενον, όπως εκφράσωμεν απείρους ευχαριστίας τοίς κ.κ. [...] καί Δημ. Αγγελίδη, Σχολάρχη, άνδρί περί τά γράμματα, εντριβεστάτω, οίτινες, λόγω τε καί έργω ένθερμοι προσήλθον μοι αρωγοί».[6]

   «... ότε έζη ο αείμνηστος φίλος μου Δημ. Αγγελίδης, εκ Κονίσκης, καθηγητής τού έν Αγρινίω Γυμνασίου, είχον συνεννοηθή, ίνα μετά τήν λήξιν τού σχολικού έτους 1906 περιέλθωμεν τήν επαρχίαν Ναυπακτίας καί τελείως περιγράψωμεν αυτήν, διότι τότε ο δήμος Παρευηνίων περιελαμβάνετο έν τή Ναυπακτία, αλλά κακή τή μοίρα εδολοφονήθη κατ' εκείνο το έτος υπό ανοσίων χειρών δύο κακούργων μαθητών του».[7].

   «Εκ τών νέων προσκτημάτων τών ''Γενικών Αρχείων'' αναφέρομεν τά έξης: [...] Υπερδιακόσια έγγραφα καί χειρόγραφα τού 18ου αιώνος, αφορώντα, ως επί τό πλείστον, εις τήν ιστορίαν μονών τινών τής Στερεάς Ελλάδος, ευρεθέντα εν τινι ερμαρίω τού Υπουργείου Παιδείας καί συλλεγέντα, κατά πάσαν πιθανότητα, υπό τού εν Αγρινίω δολοφονηθέντος καθηγητού Δημ. Αγγελίδου».[8].

        Τά δημοσιεύματά του, [τοὐ Δημ. Αγγελίδου], τά οποία ενετόπισα μέ μιά πρώτη έρευνα, είναι, τά εξής:

1. «Παράνοια καί παραλογισμός». Εφημ. «Καιροί» Αθηνών, 30 Δεκεμβρίου 1895 [μέ το ψευδώνυμο «Ξ»].

2. «Τρέλλας συμπτώματα». Εφημ. «Καιροί» 15 Απριλίου 1896 [Ανώνυμο, αλλά δικό του]. Επιτίθεται εναντίον του Άνδρέα Καρκαβίτσα ... ο ασεβής ούτος....

3. «Αρμόζουσα απάντησις». Εφημ. «Καιροί» 22 Απριλίου 1896. Η διαμάχη τού Αγγελίδη μέ τον Καρκαβίτσα, έχει πολύ βαθύτερες αιτίες. Ανάγεται στην εποχή πού ο Καρκαβίτσας δημοσίευσε στην «Εικονογραφημένη Εστία» ’Ιουλίου - Δεκεμβρίου 1890 (σέ συνέχειες μεταξύ τών σσ. 225-402), το πολύκροτο οδοιπορικό του «Κράβαρα», στο οποίο κατηγορεί όλους τούς Κραβαρίτες καί τούς Ναυπακτίους συλλήβδην επί επαιτεία.

4. «Περί τής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας Ναυπάκτου». Εφημ. «Καιροί» 8 Μαΐου 1896. Στο δημοσίευμά του αυτό απαντά στο φ. τών «Καιρών» τής 12 Μαΐου 1896 «Εις [= ένας] Καρπενήσιος».

5. «Χελιδόνισμα». Εφημ. «Καιροί» 15, 18, 19, 20 καί 21 Ιουλίου 1896.

6. «Περί τών Επιστολικών Τύπων Θεοφίλου τού Κορυδαλλέως». Εφημ. «Καιροί» 22 καί 24 Ιουλίου 1896.

7. «Φιλολογικά, ήτοι Χελιδόνισμα, Περί Επιστολικών Τύπων Θεοφίλου τού Κορυδαλλέως και περί υπομνήματος Ιωάννου τού Χρυσοστόμου εις τόν Ευαγγελιστήν Ιωάννην, εξ αρχαίων ανεκδότων χειρογράφων. Εν Αθήναις, τύποις Ιωάννου Νικολαΐδου, 1897. 8ον σσ. 96.[9].

   Ο Αγγελίδης φρόντιζε νά περισυλλέξη καί όσα αρχειακά στοιχεία μπορούσε για νά τά χρησιμοποιήση στή συγγραφή πραγματειών μέ θέματα τοπικής ιστορίας τής Δυτικής Στερεάς. Εκτός απ’ τήν αρχειακή συλλογή, η οποία μνημονεύτηκε παραπάνω, είχε στην κατοχή του καί τό σημαντικό, πιθανώτατα, ''Αρχείο τής οικογένειας Ιωάννου Κοτίνη'', συγγραφέα τού βιβλίου, Ιστορία Ναυπάκτου και Επαρχίας, τήν οποίαν ανέφερα πιο πάνω.{10}.

    Τί έγινε, όμως, μετά τόν θάνατόν του τό αρχείο αυτό, τά χειρόγραφα βάσει των οποίων έξέδωσε τά ''Φιλολογικά'' καί όλο τό προσωπικό του αρχείο;

    Μετά τόν θάνατόν του τό σπίτι του στη Κόνισκα, όπου είχαν συγκεντρωθή όλα του τά χαρτιά κι’ όλα τά προσωπικά του είδη, στέγασε τό Δημοτικό Σχολείο τού χωριού. Τά πράγματα καί τά χαρτιά τού Αγγελίδη μεταφέρθηκαν στο κατώγι γιά νά φυλαχτούν.

     Εκεί συλήθηκαν καί ρήμαξαν αφού η απορφανισμένη οικογένεια πού τά πονούσε έλειπε μακρυά...

---------------------------

Φωτοτυπίες δύο πρακτικών από τα βιβλία πρακτικών του Γυμνασίου της εποχής της δολοφονίας

---------------------------------------------

[Σχόλιο Ιωάννου Γ. Νεραντζή: «Επειδή ως μαθητής, τής Γ' τάξεως Λυκείου, 18 ετών έφηβος, στο Γυμνάσιο-Λύκειο Αρρένων Αγρινίου, το σχολ. έτος 1970-71, υπέστην την ιδίαν προσβολήν από κεκοιμημένον νυν φιλόλογον, που, επειδή αργήσαμε πέντε συμμαθητές να ''μπούμε στη γραμμή'', επιστρέφοντες από ''μαθητική πορεία'' εις παλαιόν Άγιον Χριστόφορον, μάς σταμάτησε και μας είπε να καθίσουμε ''προσοχή''» και μας έρριξε από δύο ηχηρά σκαμπίλια στα μάγουλά μας. Και εμείς τότε σκεφτήκαμε να τον δολοφονήσουμε για την απαράδεκτη προσβολή τής προσωπικότητάς μας. Ευτυχώς μάς προειδοποίησαν οι γνωστικοί φίλοι και συγγενείς μας, ότι θα χάσουμε έτσι το μέλλον μας που το κράταγε στα χέρια του αυτός ο απαιδαγώγητος και αγράμματος φιλόλογος, '''χουντικός'' δεδηλωμένος.  Στην πανομοιότυπη περίπτωση τού επεισοδίου με τον Αγγελίδη, αν εγώ ήμουνα Δικαστής στο Κακουργοδικείο, όπου δικάζονταν για φόνο αυτοί οι μαθητές, θα τούς αθώωνα άνευ αμφιβολίας, στηριζόμενος εις τον Νόμον που ορίζει ότι: «Εν βρασμώ ψυχής, αν επιτελέσεις εγκληματική πράξη - φόνον -αθωώνεσαι». Ας μη βιαζόμαστε, λοιπόν, να καταδικάσουμε ασυζητητί τους μαθητές αυτούς ως αποτρόπαιους δολοφόνους τού καθηγητού τους που τα σκαμπίλισε· αλλά ας λάβουμε υπόψη μας το ''εθιμικόν δίκαιον'' τής επαρχιώτικης κοινωνίας. (Σχετικό σύγγραμμα: Αριστοτέλης Βαζούρας (δικηγόρος), ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΑΝ ΕΛΛΑΔΑ, (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήναι 1974)]).