ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ..
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ 
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε.                           


Μανώλης Αναγνωστάκης

Περπατώντας στην πόλη με νοσταλγία και περιέργεια.....

Οδός Μεγάλης Χώρας

« Σε απόσταση 500 μέτρων από το σπίτι μας ήταν ο φούρνος του μπάρμπα-Βασίλη. Στεγάζονταν στο ισόγειο ενός μεγαλοπρεπούς σπιτιού, του σπιτιού των Μποκωραίων που ήταν παλιά και μεγάλη οικογένεια. Το μπροστινό μέρος του φούρνου ήταν καλυμμένο από μια μεγάλη τζαμαρία της οποίας τα παράθυρο ανεβοκατέβαιναν. Στο εσωτερικό του φούρνου και στην προέκταση του ύψους της τζαμαρίας, ήταν ενός τεράστιος ξύλινος χοντρός πάγκος με δύο πατώματα" στο κάτω πάτωμα έμπαιναν τα ταψιά με τα φαγητά άψητα, στο πάνω μέρος έμπαιναν τα ταψιά με τα φαγητά ψημένα και τα ψωμιά τα φρεσκοψημένα. Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν είχα αυτή την απόλαυση της όσφρησης όσο στο φούρνο του μπάρμπα-Βασίλη. Επίσης μου έκαναν τρομερή εντύπωση τα τεράστια κούτσουρα που ήταν στοιβαγμένο έξω και που ο μπαρμπα-Βασίλης από το ξημέρωμα το έβαζε στο φούρνο για να τον κάψει….» Περισσότερα.....

Ντούτσαγα

"...Η Ντούτσαγα, έτσι βαφτίστηκε, έτσι έμεινε από στόμα σε στόμα και από εποχή σε εποχή. Σε κάποια φάση η Δημοτική αρχή, αν θυμάμαι καλά επί δημαρχίας Ηλία Σαγεώργη και ύστερα από πρόταση του θείου μου του Μήτσου του «Αμερικάνου», γιου του παππού μου του Ζάχου και αδερφού της μάνας μου, που ήταν τότε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, η Ντούτσαγα μετονομάστηκε «επίσημα» σε «Καλλιθέα». Χαμένος κόπος βέβαια. Το τοπωνύμιο και η συνήθεια αποδείχτηκαν ισχυρότερα από τα φιρμάνια και τις αποφάσεις των αρχών. Κανένας δεν την έμαθε ποτέ την Καλλιθέα. Όλοι την έλεγαν Ντούτσαγα και μάλιστα με την απλοϊκή ντοπιολαλιά «Ντούτσακα». Περισσότερα.....

Οδός Καρπενησίου

"....Ο αμαξόδρομος Αγρινίου-Καρπενησίου έγινε σταδιακά. Ξεκίνησε γύρω στα 1912, συνεχίστηκε στα 1927, και προς το μέρος του Καρπενησίου νομίζω τελείωσε ακόμα αργότερα. Όταν σήμερα λέμε ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, εκφραζόμαστε συμβατικά, αφού ο δρόμος αυτός δεν είναι μόνον ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου. Αν τον συνεχίσουμε κανονικά, είναι ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, Λαμίας, Θεσσαλονίκης, Βενετίας, Παρισιού, Βερολίνου, Μόσχας, Πεκίνου, Νέου Δελχί, Βαγδάτης, Τεχεράνης, Κωνσταντινούπολης, Αθήνας, Αγρινίου..." Περισσότερα.....

Συνοικία «ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ»

"....Η συνοικία «ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ», βρίσκεται ανατολικά της πόλης του Αγρινίου, στην αραιοκατοικημένη και ακραία, μέχρι τα 1948, περιοχή. Αναμνήσεις τις οποίες κρύβω με ευλάβεια μέσα μου, από το 1950, που εγκατέλειψα την πόλη μας κι ήρθα στη Μεγαλόπολη για τύχη. Και δεν παρωθούμαι στο παρόν μικρογράφημά μου, μόνο από την δεδομένη απεριόριστη αγάπη και λατρεία μου στον τόπο που γεννήθηκα, ή γιατί ένοιωσα χαρές, λύπες, συγκινήσεις ή τα σχολικά άγχη πέραν αυτών, θα προσπαθήσω να περιγράψω την, μέχρι το 1950 «ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ»...." Περισσότερα.....

Πλατεία Κουμπούρα

"...Στη συμβολή των δημοτικών οδών Δαγκλή, Δεληγιώργη και Μακρή, όχι μακριά από το Δημαρχείο Αγρινίου και έναντι σχεδόν του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού σε μια τριγωνική πλατεία που σχηματίζεται βρίσκεται η προτομή του Αγρινιώτη Μακεδονομάχου Νικολάου Παναγιώτου ή  Κουμπούρα....". Περισσότερα.....

Οδός Σιαδήμα

"....Η οδός Σιαδήμα ήταν η ραχοκοκαλιά της συνοικίας Γκένοβα. Ξεκινούσε, νότια, από του Μίγκα (το επαγγελματικό στέκι του Μήτσου και του Γιάννη Παπαχρήστου), από το σπίτι του Παπαντολέων και έφτανε βόρεια μέχρι τα σπίτια των Γιωταίων, ονομαστών χαλκουνάδων. Μεσοστρατίς υψώνονταν το παλιό, από την Τουρκοκρατία κτισμένο, δίπατο και μεγαλοπρεπές Καλαμποκέϊκο, με τις χαρακτηριστικές του πέτρινες καμάρες..." Περισσότερα.....

Ψηλογέφυρο

"....Κελάρυζε ακόμη τότε καθαρό νερό κάτω απ’ το βαθύ ίσκιο των δυο μεγάλων πλατάνων, φορτωμένων με κελαηδισμούς πουλιών, πάνω απ’ τα βατράχια που μαζί με την επιμονή των τζιτζικιών συγκρατούσαν το ίσο του ψαλμού. Με το που πέρναγες το γεφύρι, ένα ασβεστωμένο τοσοδά καφενεδάκι έδινε καφέ, ουζάκι ή καν’αναψυκτικό δροσερό, όταν είχε πάγο. Δυο τρία τραπεζάκια μέσα και δυο έξω, μόνο. Το κράταγε ο πατέρας Μπαρχαμπάς. Οι αγωγιάτες σταματούσαν κι άφηναν παραδίπλα τα σκονισμένα κάρα τους με τα άλογα λαχανιασμένα να ξαποστάσουν και να δροσιστούν...." Περισσότερα.....

ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

Ντούτσαγα 

Του Θανάση Παλιούρα

Aνατολικά και νότια του Βραχωριού απλώνεται η ακραία συνοικία, που όλοι την ονομάζουν Ντούτσαγα. Ο παππούς μου, ο μπάρμπα-Ζάχος ο Κάππας, που έφτασε τα εκατό και μας αποχαιρέτησε όρθιος μια Μεγάλη Παρασκευή του 1961, έλεγε πως, καθώς θυμόταν από τους παλιότερους που το κουβέντιαζαν, όταν αυτός ήταν παιδί - δηλαδή εκεί γύρω στα 1880 - όλοι ήξεραν για τον Ντουτς - αγά. Αυτός ο Τούρκος αγάς εξουσίαζε την περιοχή μας ως την ώρα που επαναστάτησαν οι Βραχωρίτες - μια άλλη ηρωική ιστορία αυτή - δηλαδή ως τις 11 Ιουνίου 1821. Ήταν ο Ντουτς αγάς γαμπρός του Μουσταφά - πασά, που είχε στην κατοχή του όλη την παραλίμνια περιοχή και μέχρι τον Αϊ Γιάννη τον Ριγανά. Αυτό το μεγάλο και πλούσιο προάστιο του Αγρινίου, το Παναιτώλιο σήμερα, οι παλιότεροι το ξέρουν το μισό σαν «Μουσταφούλη» και το άλλο μισό σαν «Χαλίκι». Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι κι εγώ πως κάθε Σαββατοκύριακο ερχόταν το νερό από το ποτάμι της Ερημίτσας και ποτιζόταν η Ρουπακιά. Ήταν, έλεγαν, μέσα στη συμφωνία της προίκας που έδωσε ο Μουσταφά - πασάς στον Ντουτς - αγά. Τουρκικό εθιμικό δίκαιο που έμεινε ως σήμερα ισχυρό και παντοδύναμο, πάνω από οποιαδήποτε νεότερη ρύθμιση. 

Η Ντούτσαγα, έτσι βαφτίστηκε, έτσι έμεινε από στόμα σε στόμα και από εποχή σε εποχή. Σε κάποια φάση η Δημοτική αρχή, αν θυμάμαι καλά επί δημαρχίας Ηλία Σαγεώργη και ύστερα από πρόταση του θείου μου του Μήτσου του «Αμερικάνου», γιου του παππού μου του Ζάχου και αδερφού της μάνας μου, που ήταν τότε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, η Ντούτσαγα μετονομάστηκε «επίσημα» σε «Καλλιθέα». Χαμένος κόπος βέβαια. Το τοπωνύμιο και η συνήθεια αποδείχτηκαν ισχυρότερα από τα φιρμάνια και τις αποφάσεις των αρχών. Κανένας δεν την έμαθε ποτέ την Καλλιθέα. Όλοι την έλεγαν Ντούτσαγα και μάλιστα με την απλοϊκή ντοπιολαλιά «Ντούτσακα». 

Δύο ναοί με ιστορία και παράδοση, η Αγία Τριάδα (Αγια - Τριάδα) και ο .Αγιος Γεώργιος (Αϊ Γεώργης) αποτελούσαν τα αμετακίνητα σημάδια γύρω από τα οποία κυλούσε το χρόνο της κι έπλεκε τη ζωή της η Πάνω και Κάτω Ντούτσαγα. Μικρότερα «σημεία αναφοράς» έδιναν το ιδιαίτερο ύφος και νοημάτιζαν τις μεγάλες και τις μικρές ώρες της συνοικίας που γεννήθηκα.  

Στην Πάνω Ντούτσαγα το Τρίτο Δημοτικό Σχολείο με τα «Πλατάνια» και τα ταμπακαριά των Αλεξοπουλαίων, οι Φυλακές, η Αγία Βαρβάρα και το Γηροκομείο. Το τελευταίο ήταν στην άκρη, σύνορο και πέρασμα για τα λιοστάσια και τα καπνοτόπια της Ρουπακιάς και του Αϊ-Γιάννη του Ριγανά. Στην κάτω Ντούτσαγα, ο νερόμυλος του Ραμμόπουλου, το ταμπακαριό των Σκεπαρναίων, τα κρασιά του Φύλαχτου, οι καπναποθήκες του Ηλιού και ο «μεγαλόδρομος». 

Η συνοικία δεν χωριζόταν με κάποιο έντονο διαχωριστικό σημείο στα δύο αυτά μέρη, αλλά ο κάθε μικρός τόπος είχε τα δικά του ονόματα: Καππαίικα, Καλατζαίικα, Σταυρακέικα και πάει λέγοντας. .Οπως θα διηγηθούμε παρακάτω σε όσους δεν θέλουν να λησμονήσουν το παρελθόν, γιατί, κακά τα ψέματα, δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν, πολλά χώριζαν την Πάνω και την Κάτω Ντούτσαγα. 

Οι πετροπόλεμοι στα Καλατζαίικα χωράφια, εποχή που μαινόταν ο εμφύλιος και μετά, έδειχαν το βαρόμετρο του πείσματος και μιας περίεργης για τα σημερινά μέτρα αντίληψης, ότι «εμείς είμαστε καλύτεροι από σας». Εποχή δηλαδή που η «μπομπότα» (η κουλούρα από καλαμποκίσιο αλεύρι, για σας παιδιά που σκύβετε με συμπάθεια και αγάπη για να μάθετε τα μικρά ιστορικά τωv γονιών σας), το τρύπιο παντελόνι και το μπαλωμένο φόρεμα, τα ξύλινα τσόκαρα στα πόδια από τους Αρμένηδες τσαγκάρηδες της γειτονιάς μας, τα κάστανα και το «μαλλί της γριάς», ήταν κοινά και γνώριμα στοιχεία όλων μας. Μοναδική εξαίρεση, που μόνιμα ένωνε στη νότια περασιά τα δύο μιέρη της συνοικίας, ήταν το νερό στο αυλάκι. Όπως ερχόταν από την Ερημίτσα φιδοσερνόταν δίπλα στο δρόμο και κάτω από τις ελιές, περνού σε μπροστά από το Γηροκομείο και τερμάτιζε στο μύλο του Ραμμόπουλου. Ήρεμο, καθαρό νερό, χαριζόταν σε όλους, αναζωογονούσε τα καπνοχώραφα, πότιζε τις γλάστρες στις αυλές, γινόταν απόλαυση για τις πάπιες και σκορπιόταν στα χωματένια κατώφλια των σπιτιών μετά το μεσημεριανό ύπνο, το κατακαλόκαιρο, με σαράντα βαθμούς να βράζει η γης και να πλημμυρίζουμε στον ιδρώτα, όταν ερχόταν η ώρα του καφέ. Τότε που, παρέες - παρέες, άλλοι χάζευαν αυτούς που περνούσαν στο δρόμο αποχαυνωμένοι από την ανυπόφορη ζέστη και άλλοι περιλάβαιναν κάποιον ή κάποια, τον περνούσαν από χίλια κόσκινα, τον έρραβαν και τον ξύλωναν, τον άπλωναν και τον μάζευαν και, τελικά, έτσι για να περνάει η ώρα, τον «έθαβαν». 

Εμείς τα παιδιά, όταν δεν παίζαμε μπάλα ή σφαίρες ή μπίλιες, ή δεν κάναμε τους καουμπόιδες και τον Ταρζάν «μπλατσανάγαμε» ξιπόλητοι μέσα, στα νερά του αυλακιού και, καμιά φορά, όταν η δίψα μεγάλωνε, ξαπλώναμε στις άκρες με τα βούρλα και την πρασινάδα και πίναμε αχόρταγοι νερό και, καθώς έσταζε από τις μύτες και τα σαγόνια μας, το ευχαριστιόμασταν. 

Χρειάστηκε να πάω, μεγάλος πια, μετά το Γυμνάσιο στο Πανεπιστήμιο για να εκτιμήσω τη μοναδική και ιδιαίτερη αξία του αυλακιού: μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία στην Αγία Παρασκευή, στα βόρεια προάστια της Αθήνας, όπου ανταμώσαμε πολλοί φοιτητές από το Αγρίνιο, ο μπάρμπα Γιάννης, ο Καψιμάλλλης, θεολόγος της «Ζωής», άντρας με κοφτερό μυαλό και γλυκιά φωνή στο ψαλτήρι, αλλά και πρωτότυπος κι ευχάριστος στο χιούμορ και στην κουβέντα, (κι ας λέει όσα λέει ο Χρήστος ο Γιανναράς, στο «Καταφύγιο των Ιδεών». Αυτές είναι άλλες εποχές και αλλοτινοί άνθρωποι, Χρήστο, δεν κρίνονται αυτοί με τα σημερινά μέτρα), μας μάζεψε λοιπόν ο Καψιμάλλης, όπως συνήθιζε. Εμένα, τον Πάνο τον θεοδώρου, τον Λουκά τον Τσούτσο, τον αλησμόνητο εξάδερφό μου τον Ζαχαρία τον Κάππα, τον ανιψιό του τον Γιάννη, τον Σπύρο Παπαποστόλου, τους λίγο μεγαλύτερους, τον Χαρίλαο Παπαποστόλου, τον Τάκη τον Τζίμα και τον Στέφανο Δεληκωστόπουλο, δεν θυμάμαι και ποιον άλλο, ίσως κάποιον Σκεπαρνιά. Μας έβγαλε και μας έστησε μπροστά σ' όλους. Μάς έδειξε και είπε: «Τους βλέπετε αυτούς τους λεβέντες από το Βραχώρι; Μεγάλωσαν στη Ντούτσαγα. Έχουν όλοι ξουράφι μυαλό... γιατί έχουν πιει νερό από το αυλάκι...».  

Το θυμάμαι σαν τώρα - για. Ανατρίχιασα καθώς κοίταζα το πλήθος των άλλων φοιτητών. Φούσκωσα μέσα μου. Σαν κάποιο χέρι να μ' άρπαζε και να με ανέβασε πολύ ψηλά. Ξέχασα και τα τριμμένα ρούχα και την επαρχιώτικη εμφάνιση. Μπροστά σε καλοντυμένους και «τροπικούς» Αθηναίους ένιωσα το φορτίο και το μέγεθος της καταγωγής μου. Εκείνο το άσημο και ανώνυμο αυλάκι έδινε αξία στην ύπαρξή μου. Κάποτε τα ασήμαντα του θεού είναι που μας καταξιώνουν...

 Από τότε γυρνούσα πάντα και ξαναγυρνώ στη γειτονιά μου. Κάθε φορά που ανέβαινα τις ανηφοριές ή περνούσα από τα στενά δρομάκια με τα απλά και χαμηλά σπίτια της Ντούτσαγας, θυμόμουνα το λόγο του γερο-Καψιμάλλη. Τι κι αν περπάτησα, ύστερα, όλο τον κόσμο; Ο τόπος όπου πρωτοείδα το φως αυτού του κόσμου παραμένει ασύγκριτα μοναδικός και ξέχωρος. Και τον κρατάω έτσι μέσα μου, όπως τον γνώρισα παιδί. Χωρίς τα φκιασιδώματα και τους εξωραϊσμούς της εποχής μας. θα πεθάνει τότε μόνο, όταν αναχωρήσω από τούτον τον απατηλό κόσμο. 

Ντούτσαγα, μικρή μου πατρίδα... 
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ του συγγραφεα εδω..