Στάθης Ζαρκιάς

 

 


Ο Στάθης Ζαρκιάς γεννήθηκε στο χωριό Στάνου της Αμφιλοχίας στα 1903 και  πέθανε το 1948. Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Αγρίνιο  και τη Νομική Σχολή στη Αθήνα. Υπηρέτησε τελωνιακός υπάλληλος στο Μύτικα Αιτωλ/νίας και αλλού. Από τα 1921 έχει δημοσιεύσει ποιήματα στο «Νουμά»  (το "άχαρες στιγμές" και το "πληγωμένο αηδόνι") στα «Μακεδονικά Γράμματα», στις εφημερίδες «Φως», «Τριχωνίς», «Νέα Εποχή» Αγρινίου και άλλες, με το πραγματικό του όνομα ή με το ψευδώνυμο Άκρος Αλτάνης.  Τέσσερα νεανικά του ποιήματα τυπώθηκαν στην «Ανθολογία των νεοτέρων ποιητών» του περιοδικού «Μέλισσα» (1925) και δύο στη «Μεγάλη ελληνική ποιητική ανθολογία» του Μ. Περάνθη (1954, τόμος Β σελίς 717) από τα «Τ αντίφωνα του Χινοπώρου» (1935), την μοναδική ποιητική συλλογή του που εξέδωσε όσο ζούσε (το πρώτο από τα δύο αυτά ποιήματα της Ανθολογίας του Περάνθη με τον τίτλο «Μνημόσυνο της γιαγιάς» καταχωρούμε αμέσως κατωτέρω).  Στα 1947 ο Ζαρκιάς βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό της «Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών» με την ποιητική συλλογή του «Νάρκισσοι», που εκδόθηκε μετά το θάματό του, το 1976. Τη συλλογή αυτή και μια άλλη με τον τίτλο «Χαμένες Ατλαντίδες»,  η γυναίκα του Ηλέκτρα Ζαρκιά τις είχε εμπιστευθεί στο Δημ. Γιάκο, όπως ο ίδιος μαρτυρεί στο βιβλίο του "Λυρικοί της Ρούμελης" (έκδοση 1958), όπου και η μελέτη του για τον ποιητή.

 

 

 
Ποίηση:

 

 

 

 

Επιλογή από τα ποιήματα του Στάθη Ζαρκιά

 

 

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

 

Γιαγιά μου με τη ρόκα σου και με τα βάσανά σου

νάναι ελαφρό το χώμα σου,  σαν τη γλυκειά καρδιά σου

Σα βράδιαζε μας έλεγες, θυμάμαι, παραμύθια.

Τ αχείλι πικρογέλαγε, μα έκλαιγε κρυφά η καρδιά σου

Κι είτανε τάχα ψέμματα. Κι είτανε, λέει, αλήθεια,

γιαγιά μου, με τη ρόκα σου και με τα βάσανά σου!

Πότε σε βλέπω να γελάς, πότε να συλλογιέσαι

και πότε από τα γερατειά τα μάτια σου να κλαίνε.

Στις γειτονιές να τριγυρνάς και να βαρυγκομιέσαι.

Τα χέρια σου να μολογάν, τα χείλια σου να λένε.

Να σε βαριέται η γειτονιά, κι εσύ να μη βαριέσαι !....

Γιαγιά μου με τη ρόκα σου και με τα βάσανά σου

νάναι ελαφρό το χώμα σου,  σαν τη χρυσή καρδιά σου!...

 



 

                 

                  ΧΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

 

Νείρομαι· κι΄ είναι ένα τεφρό του χινοπώρου δείλι,

καί κλαίει ή βροχούλα σιγανά στο διψασμένο χώμα.

Τά ρόδα εφυλλορόησαν στόν κήπο του θείου Απρίλη,

καί πήραν όλα τό μουντό του χινοπώρου χρώμα.

 

Ζητιάνα στό κατώφλι μου πλανιέται ή θύμησή σου,

αθώρητη καί λυγμική ψυχή του χινοπώρου.

Καί κλαίει μ’ αλάλητο καημό τής νειότης τα εύωδα άνθη,

που ή καταχνιά του απόβραδου εντάφια τα θυμιάζει...

 

(Ω ! αθώρητη ψυχή, πού κλαις του αιώνιου χινοπώρου !)

Τής μελαγχολίας τ’ όραμα επιβλητικό πλανιέται

στις έρημες καρδιές και μες σέ πάρκα ερημωμένα,

όπου ρεμβά ονειρεύονται τον θείο ξανθόν ’Απρίλη !...

 

(Μέσα μου κλαίει ο σπαραγμός του αιώνιου χινοπώρου !)

Κι είναι ή ψυχή μου σα γλυκειά του εσπερινού ερωμένη,

κι’ άριά ή βροχούλα σα να λέει ερώτων ιστορίες,

πού σβήσανε σέ μιάν υγρή πνοή του χινοπώρου.

 

Κι’ ενώ μακρυά μου μια φτωχή κιθάρα κλαίει άκόμα,

μιας άνοιξης πού επέρασε τραγούδια, άνθούς, πουλιά,

μες στο βαρύ προμήνυμα του αιώνιου χινοπώρου,

για μένα σα να τέλειωσαν με το χινόπωρο όλα !


 


                    Ποιητικές συλλογές :

  •      ¨Τα αντίφωνα του χινόπωρου¨ 1926.

  •      ¨Νάρκισσοι¨ 1976 .

  •      ¨Χαμένες Ατλαντίδες¨, ανέκδοτη

 

 



Νέα Εποχή © 2006 

Πρώτη σελίδα | Μνήμες | Εικόνες | Αξιοθέατα | Γειτονιές