ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
Γιαγιά μου με τη ρόκα σου και με τα βάσανά σου νάναι ελαφρό το χώμα σου, σαν τη γλυκειά καρδιά σου Σα βράδιαζε μας έλεγες, θυμάμαι, παραμύθια. Τ αχείλι πικρογέλαγε, μα έκλαιγε κρυφά η καρδιά σου Κι είτανε τάχα ψέμματα. Κι είτανε, λέει, αλήθεια, γιαγιά μου, με τη ρόκα σου και με τα βάσανά σου! Πότε σε βλέπω να γελάς, πότε να συλλογιέσαι και πότε από τα γερατειά τα μάτια σου να κλαίνε. Στις γειτονιές να τριγυρνάς και να βαρυγκομιέσαι. Τα χέρια σου να μολογάν, τα χείλια σου να λένε. Να σε βαριέται η γειτονιά, κι εσύ να μη βαριέσαι !.... Γιαγιά μου με τη ρόκα σου και με τα βάσανά σου
νάναι ελαφρό το χώμα σου, σαν τη χρυσή καρδιά σου!...
ΧΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΕΛΕΓΕΙΑ
Νείρομαι· κι΄ είναι ένα τεφρό του χινοπώρου δείλι,
καί κλαίει ή βροχούλα σιγανά στο διψασμένο χώμα.
Τά ρόδα εφυλλορόησαν στόν κήπο του θείου Απρίλη,
καί πήραν όλα τό μουντό του χινοπώρου χρώμα.
Ζητιάνα στό κατώφλι μου πλανιέται ή θύμησή σου,
αθώρητη καί λυγμική ψυχή του χινοπώρου.
Καί κλαίει μ’ αλάλητο καημό τής νειότης τα εύωδα
άνθη,
που ή καταχνιά του απόβραδου εντάφια τα θυμιάζει...
(Ω ! αθώρητη ψυχή, πού κλαις του αιώνιου χινοπώρου
!)
Τής μελαγχολίας τ’ όραμα επιβλητικό πλανιέται
στις έρημες καρδιές και μες σέ πάρκα ερημωμένα,
όπου ρεμβά ονειρεύονται τον θείο ξανθόν ’Απρίλη
!...
(Μέσα μου κλαίει ο σπαραγμός του αιώνιου χινοπώρου
!)
Κι είναι ή ψυχή μου σα γλυκειά του εσπερινού
ερωμένη,
κι’ άριά ή βροχούλα σα να λέει ερώτων ιστορίες,
πού σβήσανε σέ μιάν υγρή πνοή του χινοπώρου.
Κι’ ενώ μακρυά μου μια φτωχή κιθάρα κλαίει άκόμα,
μιας άνοιξης πού επέρασε τραγούδια, άνθούς, πουλιά,
μες στο βαρύ προμήνυμα του αιώνιου χινοπώρου,
για μένα σα να τέλειωσαν με το χινόπωρο όλα !
|