
Διηγήματα:
Γληγόρης
Νταλιαπές
Του Πέτρου Δήμα
Μαθαίνω
πώς ό Γληγόρης ό Νταλιαπές βρίσκεται πάλι στη φυλακή για
κάτι γιδοκλεψές. Οί χωριανοί του λένε πώς είναι παλιοτόμαρο
και του πρέπει να τον κρεμάσουν. Ας λένε!
Πέρσι
ξεκαλοκαίριαζα στα Χαλάσματα, στη βορινή πλαγιά της
Κυραβγένας. Είμουν άρρωστος. Αβάσταγη κι' ανιστόρητη μου
φαινόταν η μοναξιά.
Τη μέρα
καθόμουν στην ξαπλωτήρα μου, στον ίσκιο του μεγάλου δάσους,
και διάβαζα λογής λογής βιβλία. Γλήγορα με κούρασαν - κι'
υστέρα δεν έκανα τίποτες άλλο, παρά κοιτούσα πώς
φτερουγίζανε τα ξένιαστα πουλιά, με πόση χάρη και χαρά
κυνηγιούνταν οι πολύχρωμες πεταλούδες. Έτσι ξεχνιόμουν
κάπως.
Το βράδι,
πάλι, δεν είχα τρόπο να σκοτώνω την πλήξη μου-κι' έπεφτα
νωρίς. Ωστόσο δεν μπορούσα αποκοιμηθώ. Με βασάνιζαν
ατέλειωτες ξαγρύπνιες. Συχνά, τα φλογισμένα ματόφυλλά μου
σφαλνούσαν, όταν οι πετροπέρδικες στα ψηλώματα περδικίζανε
κι' έλεγαν:
«Ξύπνα!
Ξύπνα! Ξημερώνει!»
Ξαπλωμένος εγώ και ξάγρυπνος, αγνάντευα - με πόση νοσταλγία!
-ταστέρια πού μου χαμογελούσανε, σαν μάτια φιλικά. Όμως ή
γλυκίτερη παρηγοριά μου παράστεκε κάποια φλογέρα, πού
λαλούσε κατάντικρυ, στο δασωμένο κορφοβούνι. Λαλούσε
τάποβραδίς, μόλις ό λαμπερός Αποσπερίτης έσκαζε δειλά, και
σώπαινε κοντά τα μεσάνυχτα. Κι' είτανε για μένα, καθώς είναι
το τρυφερό νανούρισμα της μάνας στο μικρό της άρρωστο παιδί.
Ό
Γλήγορης ό Νταλιαπές την έπαιζε.
Γνωριστήκαμε το μεσοκαλόκαιρο, σαν ήρθε μια Κυριακή πρωί στο
καλύβι μας. Πουλούσε ντόπιο μυρουδάτο τσάι. Πήρα λίγα μάτσα,
τα τελευταία, και πιάσαμε κουβέντα.
Είτανε
καλόκαρδος, με φωτεινά παιχνιδιάρικα μάτια. κι' είχε τα
χρόνια μου: Σωστό παληκάρι. Στό πλουμιστό σελάχι του
μισοφαινότανε μια φλογέρα. Τόνε ρώτησα μήν εϊταν εκείνος πού
τη λαλούσε τάποβραδίς. Εκείνος είταν.
Μου
μίλησε για το χωριό του, την Αράχοβα. Βρισκόταν στις
βουνοκορφές άποπίσω, σ' ένα μεγάλο γούπατο: δυο τσιγάρα
δρόμος από τα Χαλάσματα. Φτωχό και σκόρπιο. «Τα χαμόσπιτα
της Αράχοβας» είπε «μοιάζουν με κοπάδι πρόβατα, πού το
σκόρπισαν οι λύκοι».
Γινήκαμε
φίλοι. Κι' όταν με χαιρετούσε, μου έταξε να κατεβαίνει το
βράδι, να κάνουμε συντροφιά και να παίζει για χάρη μου
φλογέρα:
«Να δεις,
θα σε μάθω κι' εσένα!» μου φώναξε χαμογελαστός.
Κράτησε
το λόγο του. Κατηφόριζε μόλις απότρωγα κι' έσβηνα τη λάμπα.
Πηγαίναμε
στην ήσυχη λάκα. Γύρω - τριγύρω μας άσπρολογούσαν οι σκηνές.
Καθότανε δίπλα μου σταυροπόδι, και μου διηγόταν χαριτωμένες
ιστορίες του χωρίου του, σαν γέρο - παραμυθάς. Έπαιζε
φλογέρα, τραγουδούσε κλέφτικα και, συχνά, τον έπιανε το
μεράκι. Τότε σηκωνόταν ολόρθος μεμιά, κλωτσούσε τα κόκκινα
τσαρούχια του μακριά, και χόρευε συρτό και τσάμικο, πετώντας
πότε πότε τή σκούφια του ψηλά!
Σιγά -
σιγά μαζεύτηκαν ολόγυρα μας πολλοί παραθεριστές.
Ό
Γλήγορης άρχισε να μας παραμυθιάζει πως τόνε γράπωσαν οι
σταυρωτήδες, πώς τα πέρασε στο μπουντρούμι και στην εξορία.
Κι' εγώ παραξενεύτηκα πολί. πρώτη φορά μάθαινα τέτιο πράμα.
Στο
πανηγύρι του Μπρουσού πρωτόκλεψε κάτι της προκοπής. Μια
γίδα μαρμαρά.
«Πώς τα
κατάφερες, μωρέ;» τόνε ρωτούσαν.
Εκείνος
έδινε λαφρή τόνο στην κουβέντα κι' έλεγε :
«Να,
καθώς κινούσα να γυρίσω πάλε στο χωριό, μια· παλιόγιδα
μπέρδεψε τα κερατά της εδωγιά στο κοντοκάπι μου. (Καί
παράσταινε το πώς). Κάνω να την αποδιώξω, τίποτα. Τότες το
πήρα απόφαση κι' εγώ να φύγουμε παρέα - μια και δε γινόταν
αλλιώς. . .»
Ή μάνα
του, ή ξακουστή Μανθούλα, πού ρήμαζε τα γύρω χωριά, σαν τον
είδε πώς της έμοιασε, τον αγκάλιασε,-λέει, δακρισμένη και
τον ασπάστηκε στην μπάλα !
Σε λίγο
πήγαν οι χωροφυλάκοι να τόνε πιάσουν, γιατί κάποιος χωριανός
του τόνε πρόδωκε. Τον τσακάρωσαν με μπαμπεσά. Τον
έδεσαν πιστάγκωνα, και του κρέμασαν απλωμένο στη ράχη το
γιδοτόμαρο. Κι' έτσι τον ρεζιλεύανε στα χωριά και στις
πολιτείες όθε διάβαιναν. κι' έτσι τον κουβαλήσανε στο
Μεσολόγγι.
«Ό κυρ -
δικαστής σαν άκουσε τόνομά μου πιάνει και ξύνει
την καράφλα του και πέφτει σε βαθιά συλλογή. Ξάφνου τα μάτια
του ζωηρεύουν, σάμπως νακοντίζουν αστραπές. Ορθώνεται,
βροντοχτυπάει το ντακούνι του στο πάτωμα και με ρωτά:
—Μην
είσαι γιόκας της Μανθούλας, της αλεπούς ; Εγώ, τσιμουδιά.
—Ξέρεις,
μωρέ διαβολόσπαρμα, τι μου σκάρωσε ή μανούλα σου ;
Ήξερα και
παράξερα ! Την πήγανε στο δικαστή
για κλεφτοδουλιές, και του βούτηξε το κεχριμπαρένιο κομπολόι
μέσ' από τα χέρια του.
Σάν το
κατάλαβε κείνος, ή Μανθούλα βρισκόταν, ασπροπρόσωπη! στην
Αράχοβα. Δεν μπορέσανε να την ξαναπιάσουν. Πήρε τα βουνά».
Το
Γλήγορη τόνε δίκασαν ένα ξάμηνο φυλακή, κι' ένα χρόνο
εκτοπισμό.
Τώρα μας
ιστορούσε καταλεπτώς πώς τα περνούσε στο νοσοκομείο.
(Κατάφερε να μπει με πονηριά).
«Εκεί
μέσα να δεις πράματα και θάματα. Μπανιέρες από μάρμαρο,
σεντόνια χιονάτα, κρεβάτια της σούστας! Είχαμε και μια
νοσοκόμα (κι' έγλυφε τάχείλι του) μια νοσοκόμα . . .
Ό
διάτανος! Κατάλαβε με το πρώτο πώς είμουνα γερός
- δεν είχα δα και τίποτα - κι ούτε ζύγωνε να με
πα-ρακοιτάξει. Κι' εγώ τη λιμπιζόμουν κι ήθελα να τη βλέπω
συχνά πυκνά. Μου ρχότανε καλά. Πώς να κάμω, πώς νά-κάμω;
συλλογιόμουν - και βρήκα!
Στό
διπλανό κρεβάτι κειτόταν ένας
βαριάρρωστος. Είταν σε βύθιση, με τα μάτια μισόκλειστα - κι'
ασάλευτος. Πατούσα λοιπόν το κουμπί του κουδουνιού,
πού βρισκόταν απάνου απ' το κεφάλι του. Ξέχασα· προτού
να το τετιώσω, ξεσκεπαζόμουν. Κι απέ
σύχαζα, κι' έκανα τον αποκοιμισμένο.
Ερχόταν ή
κοπέλα, πεταχτή κι' ανήσυχη. Καλώς
την, καλώς την! έλεγα απομέσα μου. Δεν μπορούσε να
καταλάβει ποιος είχε κουδουνίσει. Πάγαινε δω,
πάγαινε κει, σαστισμένη για καλά. Πείσμωνε, σαν
παιδί, κι' ή φωνή της, αηδόνιζε:
—Ποιος
χτυπά, τελοσπάντων ; Ποιος ;
Εγώ,
βλέπεις, ρουχάλιζα !
Λαγοζύγωνε - κι' εΐχε φόβο μη με ξυπνήσει. Έπιανε να σάξει
την κουβέρτα, κι' όπως άγγιζαν τα χέρια της απάνω μου, κι'
όπως έσκυφτε...»
Εδώ
γελούσαν όλοι, και τον έβαζαν να μας ιστορήσει το πράμα
ξαναρχής.
Έτσι
χαρούμενες κι' αξένιαστες περνούσαν οι βραδινές,
φεγγαρόλουστες ώρες. Όλοι τραβούσανε για το κονάκι τους, να
πλαγιάσουν. Απομέναμε μονάχοι μας, κι' ό Γληγόρης μου
ξομολογιόταν όσα κρυφά δε φανέρωνε στους άλλους.
Είτανε
κλέφτης τετραπέρατος.
Έτσιδά
κατάκλεψε το μαγαζάτορα, ένα χωριάτη σφιχτοχέρη: Τόνε
λαφροχτυπά στην πλάτη και του λέει:
«Ρέ
Κωνσταντή, πλερώνω τα κοκορέτσα και το μούρο, να ρθούμε στο
κέφι. Δεν είμαστε λεβεντόπαιδα και του λόγου μας ;»
Εκείνος
αποκρίνεται:
:
«Μεταχαράς ! Μεταχαράς !» και φέρνει χοροπηδώντας την
πεντακοσάρα με το πιοτί.
Σάν τον
μέθησε για καλά, μπαίνει και ρημάζει το μαγαζί.
Αυτός
είταν ό Γλήγορης ό Νταλιαπές.
Τον έχασα
στο τέλος του καλοκαιριού, και ρωτιόμουν τι νάπαθε.
Τις μέρες
εκείνες έχασα και τον ακριβό κοντυλοφόρο μου, πού τον είχα
στο τσεπάκι μου. Έψαξα παντού, μα δεν μπόρεσα να τον
ξαναβρώ. Πικράθηκα πολί, όχι για την αξία του, μα γιατί μου
τον είχε χαρισμένον ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, πού δε ζούσε
πια.
Κι' ο
Γλήγορης ούτε ξαναφαινόταν - κι' είταν ή πίκρα μου διπλή.
Ένα πρωί
με κοντοζυγώνει ή ξαδέρφη του, πού μας έφερνε γάλα, και μου
δίνει τον κοντυλοφόρο. «Ντρεπόταν να σου τον φέρει μονάχος
του» μουρμουρίζει. Κι' είναι φανερά στενοχωρημένη και το
χρώμα της ντροπής ροδοβάφει τα λιοκαμένα μαγουλά της.
«Ντρέπεται να ξαναφανεί μπροστά σου. Κάλλιο—λέει και
ματαλέει—κάλλιο να σκιζόταν ή γης να τον κατάπινε, σαν
άπλωνε το ξερό του. ..»
Γι' αυτό
λοιπόν είχε χαθεί τόσο ξαφνικά; Δεν μπορούσα ποτέ μου να το
φανταστώ.
Του
μήνυσα με την ξαδέρφη του να κατεβεί την ίδια νύχτα. «Να του
πεις: Ό Πέτρος σε καρτερεί το δίχως άλλο».
Δεν ήρθε.
Του ξαναμήνησα. Τίποτα. Όμως ήξερε καλά την αγάπη μου για τη
φλογέρα, κι ήξερε την ανημπόρια μου και την πικρή μοναξιά
μου - για τούτο, κάθε βράδι, μόλις έσκαζεν ό λαμπερός
Αποσπερίτης, άκουγα τη φλογέρα του. Καθότανε κάπου στην
αντικρινή βουνοκορφή, κι' έπαιζε για χάρη μου. Κι' έπαιζε
κάτι κλέφτικα τραγούδια, γιομάτα καημό βαθύ και αντρίκιο: τα
τραγούδια πού τόσο ταγαπούσα.
Κι' εγώ
του φώναζα βαθιά συγκινημένος. Όμως ή φωνή μου, καθώς είταν
άρρωστη, πέθαινε μισοδρομίς. Έβανα και τους άλλους να τον
καλούν. Απόκριση καμιά.
Ήρθε το
χινόπωρο βαρί, με μπόρες, με βοριάδες, και μ' αντάρες. Όλα
στο βουνό σε πρόσταζαν με φωνή σκληρή: «Να φύγεις! Να
φύγεις!». Έφυγαν όλοι. Κι' εγώ κλεινόμουν απονωρίς στο
καλύβι μας, πιο λυπημένος και πιο μοναχός. Όμως ή φλογέρα
του δε σώπαινε - κι' είτανε για μένα, καθώς είναι το τρυφερό
νανούρισμα της μάνας στο μικρό της άρρωστο παιδί.
Άφησα τα
Χαλάσματα χωρίς να τον ξαναδώ, να τον ευχαριστήσω.
Τώρα
μαθαίνω πως ο Γληγόρης ο Νταλιαπές βρίσκεται πάλι στη φυλακή
για κάτι γιδοκλεψές.
|