Προβληματισμοί:
Το Επώνυμο του Θανάτου
Μνήμη του ανιψιού μου Θοδωρή Γ. Ζαχαρόπουλου
Το Επώνυμο του Θανάτου
Μνήμη του ανιψιού μου Θοδωρή Γ. Ζαχαρόπουλου
Γράφει ο Δημοσθένης Γεωργοβασίλης
1. Η ενότητα θανάτου-ζωής: Ο θάνατος και η ζωή βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση τέτοια, η οποία, αν εξεταστεί είτε από βιολογική είτε από φιλοσοφική είτε, τέλος, από θρησκευτική άποψη, οδηγεί στo ίδιο πόρισμα: ότι τα φαινόμενα αυτά, που για την καθημερινή εμπειρία είναι εκ διαμέτρου αντίθετα, στην πραγματικότητα είναι οι δύο όψεις του ίδιου πράγματος. Και τo πράγμα αυτό είναι η ίδια η ζωή ως πραγματικότητα.
2. Η μοίρα του θανάτου: Η διαλεκτική σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου δεν είναι σαφώς κατανοητή από το μέσο άνθρωπο, ο οποίος χαίρεται για τη γέννηση και λυπάται για το θάνατο, ωσάν τάχα, όταν φέρνει ανθρώπους στη ζωή, να μην ξέρει ότι οι άνθρωποι αυτοί κάποια μέρα θα πεθάνουν, όπως θα πεθάνει και ο ίδιος! Η αλήθεια όμως κατά τον Ηράκλειτο είναι ότι «γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ’ ἔχειν», δηλ. όταν γεννιούνται οι άνθρωποι, έχουν τη θέληση να ζήσουν και μέσω της ζωής να λάβουν τov κλήρο του θανάτου τους, «καὶ παῖδας κοταλείπουσι μόρους γενέσθαι», δηλ. αφήνουν πίσω τους παιδιά, για να λαχαίνουν κι εκείνα με τη σειρά τους τον κλήρο του θανάτου.
3. Η εμπορία του θανάτου: Ανάμεσα στους μέσους αυτούς ανθρώπους υπάρχουν πολλοί, κυρίως οι συγγενείς των τελευτώντων, στη συνείδηση των οποίων το γεγονός του θανάτου διεγείρει οριακά βιώματα. Αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι, των οποίων η συνείδηση μπροστά στο θάνατο του άλλου έχει αμβλυνθεί τόσο πολύ, ώστε να αντιμετωπίζουν τoθάνατο ως ένα τομέα της επαγγελματικής τους προκοπής. Τέτοιοι άνθρωποι είναι όλοι εκείνοι, που εμπλέκονται κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις εργασίες της ασθένειας, του ατυχήματος, της επιδημίας, του πολέμου, της νοσηλείας, των δικαστηρίων, του ενταφιασμού ή της μνήμης. Η πραγματικότητα του θανάτου γι’ αυτούς βασίζεται μόνο στην επαγγελματική στόμωση των κριτηρίων του θανάτου, τον οποίο μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία αποτιμούν ως ένα συμβεβηκός παρόμοιο προς το γεγονός του τοκετού, της υγείας, της αρρώστιας, της δίκης, της νεκροψίας, της ανάκρισης ή της θεατρικότητας της νεκρώσιμης ακολουθίας.
4. Ο θάνατος ως σύντροφος της ζωής: Αλλά και η νέα γενιά, η σύγχρονη νέα γενιά, που ενηλικιώνεται μέσα σε μιαν εποχή εμπορευμάτωσης του κύκλου της υγείας, δε λαβαίνει την ευκαιρία, για να αποκτήσει άμεση εικόνα της ωμότητας του θανάτου. Η αναπαράσταση του θανάτου στον κινηματογράφο δεν αγγίζει την ύπαρξη του νέου, ο οποίος μάλιστα στην καλύτερη περίπτωση χλευάζει το σκηνοθέτη για τον αφελή ρομαντισμό του: να βάζει τους ήρωές του να ξεψυχούν με πλήρη διαύγεια συνειδήσεως και να εκστομίζουν, με μορφή ποιημάτων ή αφορισμών, το καταστάλαγμα της επίγειας σοφίας τους! Οι νέοι δε συμπάσχουν με τους τεθλιμμένους συγγενείς, δεν ακολουθούν περίλυποι την εκφορά του νεκρού, δεν επισκέπτονται τους τάφους των απελθόντων, δεν ανάβουν στο μνήμα τους ένα κερί, δεν αποθέτουν στην επιτύμβια πλάκα ένα λουλούδι! Και γιατί άλλωστε; Ποιος νέος μπορεί τάχα να σκεφθεί ότι ο θάνατος δεν είναι ο τελευταίος επισκέπτης της ζωής, αλλά ο πιστός συνέκδημος, που τη συντροφεύει τόσο πειθήνια όσο η σκιά ακολουθεί το σώμα!
5. «Εκ θανάτου προς ζωήν»: Ο καθένας διαπλέει, σίγουρα με κάποιους άλλους συντροφιά του, το ποτάμι της ζωής, για να καταλήξει όμως ολομόναχος στην ακτή της Αχερουσίας, όπου τον απαντέχει ο ψυχοπομπός βαρκάρης. Ο σπαραγμός, στον οποίον ξεσπούν «οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι», είναι η έσχατη όσο και αμφιλεγόμενη για την αλήθειά της εκδήλωση των συμβιωτικών σχέσεων. Και ο καθένας διοδεύει το καταδικό του ανεγύριστο μονοπάτι, που μετάγει τη θρηνωδούμενη σάρκα του από τo θάνατο στη ζωή. Γιατί μέσα από εκείνο το θρήνο μπαίνει και κατοικεί μέσα στις ψυχές των επιζώντων ο θάνατος του αγαπημένου. Και η μνήμη, το ταμείο του θανάτου, προικοδοτεί τη ζωή με τη ζώπυρά της, για να διαφεντεύει φρόνιμα της ζωής τα καμώματα. Έτσι μέσα από τη σκιά του θανάτου εκλάμπει το θάμβος της ζωής, που φωτίζει και πληρώνει τo κενό, που άνοιξε ο αφαρπαγμός του διπλανού μας.
6. Η αισιοδοξία της ανάμνησης: Έτσι νοηματοδοτείται και η άβυσσος, που έχει ανοιχθεί ανάμεσά μας με τον ατομικό και εξιδιασμένο θάνατο του πλησίον μας. Δεν μένουμε πλέον μόνοι, εγκαταλειμμένοι μέσα στη μελαγχολία, την απαισιοδοξία ή την απελπισία της μοναξιάς. Ο σύνδεσμός μας με την ενοικούσα σε μάς ολόφλογη παρουσία του «κεκοιμημένου» μάς προστατεύει από τον απελπισμό της ερημιάς μέσα στον άξενο κόσμο και μάς ενδυναμώνει με την παρηγοριά της πίστης στην υπαρξιακή παρουσία του μεταστάντος. Και παρατείνει την παρουσία του μέσα στη ζωή μας ο θάνατος του αγαπημένου, όσον καιρό θεωρούμε κι αγγίζουμε ό,τι εκείνος είχε αγαπήσει ή μισήσει, είχε πλαστουργήσει ή χαλάσει.
7. Η λήθη του θανάτου: «θάνατός ἐστιν ὅκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν» λέγει πάλιν ο Ηράκλειτος. Την οξύτητα της ανάμνησης διαδέχεται βαθμιαία, με του καιρού τα γυρίσματα, το ξεθώριασμα της μνήμης. Έτσι έρχεται κάποτε και η εποχή της τέλειας λησμοσύνης. Το μνημείο στο κοιμητήριο εγκαταλείπεται ή καταπατείται από τα μάρμαρα άλλου ιδιοκτήτη,
8. Τα όνειρα αφετηρία της ευθύνης: Όμως δεν παύουμε να δεχόμαστε μέσα στον ύπνο μας, τον αγγελικά γαλήνιο ή το δαιμονικά ταραγμένο, επισκέψεις του φάσματος του νεκρού, που ωστόσο δεν μπορούμε να αγγίξουμε, που δεν μπορούμε να το κρατήσουμε κοντά μας. Αναγνωρίζουμε πως εκείνο το φάντασμα κάποτε υπήρξε μέρος της ζωής μας, αυτός ο παρείσακτος επισκέπτης του ύπνου μας και επίσκοπος των ονείρων μας. Αλλά όσο κι αν ο σοφός μάς διαβεβαιώνει ότι όσα βλέπουμε κοιμισμένοι είναι ύπνος, δηλ. δεν υπάρχουν ( Ὁκόσα δὲ ὁρέομεν εὕδοντες ὕπνος»), η ψυχή μας αναδεύεται και θυμάται τις ευθύνες της. Γιατί, αλήθεια, να μην υπάρχουν στην πραγματικότητα όσα βλέπουμε στα όνειρά μας! Γιατί, αν υπήρχαν, τότε θα είχαμε και τις ευθύνες μας πάντοτε στην ημερήσια διάταξη και θα σωζόταν και η ηθική και η λογική από τη δικολαβικἠ ηθικολογία μας. Διότι, όπως είπε κι ο ποιητής, «οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα...».. Οι ευθύνες για μάς, για τους αγαπημένους μας...
9. Η εμπειρία του θανάτου: Γιατί ονειρευόμαστε αυτό που χάσαμε τότε μόνο, αν εκείνο ήταν για μάς ανεπανάληπτο κι αναντικατάστατο. Τότε μόνο ο σπαραγμός της ύπαρξης μας παίρνει καθολικό, ουσιαστικό και απόλυτο χαρακτήρα, και αποκτούμε την εμπειρία του θανάτου, αφού αλλιώς κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει εμπειρία του δικού του θανάτου, αν δεν ζήσει καθολικά και απόλυτα το θάνατο του δικού του ανθρώπου. Και με αυτό το νόημα θα πρέπει να εξετάζονται κάποτε και οι θυσίες δούλων οικείων ή και των γυναικών, οι οποίες με τον εκούσιο θάνατό τους ήθελαν να συνοδέψουν το «λατρεμένο κύριό» τους, ή κάποιες γυναίκες το μοναδικό σύζυγό τους, και στον Κάτω Κόσμο.
10. Ο θάνατος ως άρνηση: Για τον φιλόσοφο Επίκουρο π. χ. ο θάνατος δεν πρέπει να φοβίζει τους ανθρώπους, αφού, ενόσω ζούμε, δεν τον συναντούμε, όταν όμως περνάμε στην ανυπαρξία, δεν ζούμε πλέον, για να αποκτήσουμε την εμπειρία του. Αυτή όμως ακριβώς η ενδεχόμενη ανυπαρξία μας μετά το θάνατό μας, χτίζει αθόρυβα γύρω μας τα τείχη του αναπόδιωχτου φόβου και της καταλυτικής μας κρυφής αγωνίας και μάς οδηγεί στο να συνθηκολογούμε με την άρνηση της ζωής. Και διορίζομε την άρνηση μας αυτή ως εταίρο της ζωής μας. Έτσι γίνεται η ζωή του καθενός κατανοητή ως ένας προθάλαμος του θανάτου.
11. Το ψευδώνυμο της «ευθανασίας»…: Εντούτοις το θέμα μας εδώ δεν είναι ο θάνατος ως αυτοαναίρεση και ενδεχόμενος μηδενισμός των δυνατοτήτων της ύπαρξης μας. Ούτε πάλι μας ενδιαφέρει η anpfapανπφαπ-KOrrjia, την οποίαν παρουσιάζουν καθ’ αυτά τα συμβάντα της γέννησης και του θανάτου ή η αντιφατικότητα μεταξύ τους. Δεν πρόκειται τέλος για τo χαμό των αφανών ηρώων ή των αγνοουμένων μέσα στις συμφορές· γιατί όλους αυτούς μπορεί να τούς έχουν θρηνήσει κάποια μάτια. Πρόκειται αντίθετα για το θάνατο, τον οποίον αποφασίζει ο δικαστής, τον οποίον ληξιαρχεί ο ιερέας, τον οποίον διαπιστώνει ο γιατρός, έστω κι αν κάποτε τον βαφτίζουν με το λυσίπονο ψευδώνυμο της «ευθανασίας».
12. …σημαίνει κακούργημα: Παιδιά ή ενήλικοι, που γεννήθηκαν ή έγιναν με το κύλισμα του καιρού εντελώς πνευματικά ανάπηροι, δε ζουν συνειδητά, μήτε διαθέτουν ακόμη και την ελάχιστη δυνατότητα κρίσης. Ο θάνατός τους θα σήμαινε την απαλλαγή της οικογένειας ή του νοσηλευτικού ιδρύματος από απέλπιδες αγωνίες!
Παιδιά με βαριά σωματική παραμόρφωση του κεντρικού νευρικού συστήματος ή με παραμορφώσεις στα εσωτερικά ή στα εξωτερικά όργανα και άκρα, βεβαρημένα δηλ. προ ή μετά τη γέννησή τους με ασθένειες, οι οποίες δεν επιτρέπουν κανένα μέλλον γι’ αυτά μέσα στη συμβιωτική κοινωνία, όπως θα ειδοποιούσε ο γιατρός, ή όπως θα αφόριζε ο ηθικολόγος, που δίνει τα πρωτεία στη συλλογική ευθύνη για τη μοίρα του φυσιολογικού ανθρώπου, ή όπως τέλος θα αποφαινόταν ο δικαστής, για να ελαφρώσει την κατάθλιψη των όσων είναι αρμόδιοι για την περίθαλψη των παιδιών αυτών!..
Άνθρωποι με παράλυτα όλα τα άκρα τους ή κουβαρομαζωμένοι από τους επώδυνους ρευματισμούς και άλλες αιτίες, οι οποίοι βέβαια διατηρούν τη συνείδησή τους και την ικανότητα κρίσης, αλλά απελπισμένοι από τη μόνιμη δυστυχία τους, βυθίζονται βαθμηδόν μέσα σε πρόωρο γεροντισμό και ικετεύουν τους πλησίον τους ως λυτρωτές και δωρητές του θανάτου τους, γιατί οι ίδιοι δεν έχουν την ικανότητα να αυτοκτονήσουν. Υπάρχουν γιατροί, που ικανοποιούν την επιθυμία του ανίατα βασανιζόμενου, υπάρχουν ηθικολόγοι, που συνιστούν λυτρωτική συμπόνια και υπάρχουν δικαστές, που συντάσσονται με τη γνώμη των γιατρών ή που συγχωρούν τη συνεργεία στην αυτοκτονία του ανίατου!..
Άνθρωποι με οριστική απώλεια της συνείδησης, στο σώμα των οποίων έχει αρχίσει ήδη η διαδικασία του θανάτου και το τέλος είναι άφευκτο, είτε αυτοί είναι εγκεφαλικά νεκροί με διατηρούμενη αυτόματη ή τεχνητή την αναπνοή τους. Απέναντι σ’ αυτούς ο μεν γιατρός βλέπει μάταιες τις προσπάθειες του, να παρατείνει τη ζωή τέτοιων ανθρώπων, παρά μόνον αν υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμεύσουν ως δότες μοσχευμάτων! Ο ηθικολόγος θα συναινέσει στην άρση των μέτρων, τα οποία μπορούν να παρατείνουν τη ζωή, ο δε νομομαθής θα παραιτηθεί από κάθε αρμοδιότητα, φορτώνοντας στο «επαγγελματικό καθήκον» του γιατρού το χρέος για την ανακοπή της ζωής!
13. Ο υγιής νους και ο επώνυμος θάνατος: Όμως έξω και πέρα από τα προβλήματα, σχετίζονται με τις παραπάνω περιπτώσεις, δύο είναι τα κριτήρια, που προσφέρονται πιθανώς για τη σημασιοδότηση των διαστάσεων της επωνυμίας του θανάτου: η υγιής νόηση του ανθρώπου και η αρχή του ανθρωπισμού.
Οι παλιότερες γενιές είχαν σταθερά την ευκαιρία να βιώνουν το γεγονός του θανάτου μέσα στην οικογένειά τους. Ο θάνατος του πλησίον ήταν ανεξαίρετα ο επώνυμος θάνατος, η συγκεκριμένη σπαραξικάρδια παράσταση εναλλαγής της ζωής με τον αδελφό της, το θάνατο, όπως μπορούσε να την βιώσει μέσα στα όνειρά του για τον εαυτό του κάθε άνθρωπος, ο οποίος «ζῶν ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων», δηλ. που ζωντανός, στον ύπνο του (όταν πάψει να βλέπει) αγγίζει τον πεθαμένο, όπως βλέπει τη σχέση αυτή ο Ηράκλειτος. Μόνον όταν βιώνουμε το θάνατο αγαπημένων μας προσώπων, με τα οποία αναστραφήκαμε για πολύ καιρό μέσα στη δυναμική ενδότερων σχέσεων, τότε νιώθουμε την ερημιά και την εγκατάλειψη, που μας απελπίζει.
Ποιος έχει την άνεση σήμερα να βιώσει το θάνατο του αγαπημένου του συνανθρώπου; Ποιος μπορεί να προσφέρει στο συνάνθρωπό του τη ζεστασιά της καρδιάς, την ελπίδα του θαύματος, την παρηγοριά στον άρρωστο, τη συμπαράσταση στη δυστυχία του αρρώστου; Ποιος δεν απεχθάνεται την αθλιότητα της νοσοκομειακής περίθαλψης; Ποιος τρέφει τυφλή εμπιστοσύνη προς τους θεράποντες γιατρούς, προς το νοσηλευτικό προσωπικό, στα νοσοκομεία, στα φάρμακα; Πόσοι και πόσοι ασθενείς δεν πεθαίνουν από λάθη ή παραλείψεις των γιατρών, από την αμέλεια των νοσοκόμων, από την άγνοια των όρων της υγιεινής διαβίωσης;
Αλλά και ποιος έχει την ευτυχία να παραμείνει στο σπίτι του, να νοσηλεύεται από τους αγαπημένους του, να ιλαρώνει τον πόνο του ανάμεσα στις φροντίδες των ανθρώπων του, να δέχεται τους γιατρούς για τα γιατρικά στην ευπροσήγορη κλίνη του δωματίου του ξαπλωμένος συντροφιά με τις αναμνήσεις του, αλλά και περιστοιχισμένος από τα πράγματα αυτού του φιλικότατου χώρου; Στο νοσοκομείο ο πόνος μπαλσαμώνεται επάνω στους ράντζους ή ναρκώνεται μέσα στους πολύκλινους κοιτώνες, που θυμίζουν θαλάμους στρατοπέδων συγκεντρώσεως. Εκεί μέσα ο λυγμός βουβαίνεται από το βόμβο της ασίγαστης φλυαρίας των αναιδών επισκεπτών, οι οποίοι δείχνουν να νοιάζονται μόνο για τις δημόσιες σχέσεις τους κι όχι για τόν πόνο των ασθενών, για την υγεία των οποίων υποτίθεται πως ενδιαφέρονται. Και το νοσηλευτικό προσωπικό, ωσάν κινούμενα κέρινα ομοιώματα λευχειμώνων γιατρών και νοσοκόμων, καταντούν να περιφέρονται ανάμεσα στους ανέμελους επισκέπτες ως όντα αξιοθέατα και ακριβοθώρητα.
Παλιότερα, που δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί και ειδικευμένοι γιατροί, τόσα πολλά και μεγάλα νοσοκομεία, τόσοι πολλοί φαρμακοποιοί και τόσα δραστικά γιατρικά, παλιότερα ο θάνατος είχε πρόσωπο, είχε όνομα, είχε ιστορία, για την οποία ενδιαφέρονταν όλοι στο χωριό ή στη γειτονιά. Ο θάνατος τότε είχε ιστορία, την οποία ευλαβούνταν όλοι, εχθροί και φίλοι. Παλιότερα ο πόνος είχε βαθιές ρίζες, που βύζαιναν μέσα από τα τρίσβαθα της ψυχής τους χυμούς της ζωής και με τον αναστεναγμό, με το βογκητό, το μοιρολόγι, διέχεαν τη ζωή που σωνόταν και τη σκορπούσαν, για να ράνουν με τον αχνό της τις κάμαρες του σπιτιού, την αυλή, τη γειτονιά και να ταράξουν τη σιγαλιά της νύχτας, να βoυβάνουν τα παραπονεμένα νυχτοπούλια και να φτάσουν ως εγερτήρια σαλπίσματα της ανθρώπινης ευαισθησίας στις ψυχές των συνανθρώπων. Η συμπάθεια, ο οίκτος, το συχώριο έδενε την κοινότητα των ανθρώπων σε μια συμπάσχουσα κοινωνία και τους μετέβαλλαν όλους σε «αγγελικές δυνάμεις», που με τις φτερούγες τους αγκάλιαζαν στοργικά τον άρρωστο, που χαροπάλευε και αγγελοκρουγόταν, ως μάρτυρες υπερασπίσεως προ του θρόνου του Δικαιοκρίτη. Και με της ημέρας το χάραμα η καμπάνα, ηχώντας λυπητερά, έστελνε, όσο μακριά ο άνεμος το έφερνε, το μήνυμα του θανάτου. «Νταν, νταν! Εγώ! σήμερα πέθανα, Εγώ!». Και η συνοδεία της κηδείας δε χρειαζόταν καλέσματα και αγγελίες. Όλοι άφηναν τις δουλειές τους, έκλειναν τα καταστήματα, και η γειτονιά, σταχτιά ή μαύρη, με τη σιωπή της σεμνότητας άφηνε τους οδυρμούς, τα θρηνολογήματα και τα μοιρολόγια να σπαθίσουν το στερέωμα, να εκβιάζουν τις πύλες του παραδείσου και να αφοπλίζουν ακόμη και του Άδη τους άσπλαχνους πυλωρούς. Και η τραγική στιχομυθία ανάμεσα στις μοιρολογίστρες και τις γυναίκες του σπιτιού ξετυλιγόταν αδιάπτωτα μέχρι την ώρα, που ο παπάς θα «σήκωνε» το νεκρό. Και τα λουλούδια της αυλής περιχύνονταν στo ξόδι σαν έρανος αγάπης και συγχώρησης. Όποιος δεν έζησε τους ψυχικούς συγκλονισμούς τέτοιας ώρας, εκείνος μόνο δεν έχει μάθει ποτέ τι βάλσαμο στάζει μέχρι τα βάθη της ψυχής ο σπαραγμός της καρδιάς και τo λουτρό των δακρύων. Μέσα από τα τρίσβαθα του Άδη ανασέρνει της μοιρολογίστρας η φωνή το υψηλότερο δίδαγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, σαν παρασταίνει τους κολασμένους άρχοντες γονατισμένους στη μετάνοια για τη ματαιότητα τούτου του κόσμου:
«Πάρτε, φτωχοί μ’ τα γρόσια μας, νομάτοι μας κεράκια.
Σ’ αυτόν τον τόπο που είμαστε, φλουράκια δεν περνάνε».
Εκεί στο χείλος του τάφου εξισωνόταν η ζωή με το δίδυμο τον αδελφό της, το θάνατο, ο οποίος από το σταυρό του χορταριασμένου μνήματος υπενθύμιζε στους επιζώντες τη δημοκρατία του θανάτου:
«Αυτού που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις».
14. Η απουσία του ανθρωπισμού: Αλλά τούτη η αδέκαστη δημοκρατία του επωνύμου θανάτου σήμερα ραψωδεί το προμηθεϊκό της πάθος ανασταυρωμένη η ίδια επάνω στην πέτρινη συνείδηση του ανώνυμου θανάτου.
Ρωτάς τώρα ποιος θάνατος λέγεται ανώνυμος; Αυτός που συμβαίνει με τις μεγάλες θεομηνίες της φύσης, με τους σεισμούς, τα ηφαίστεια, τους τυφώνες, τις πλημμύρες, τους κατακλυσμούς, τις επιδημίες, με τα πολύνεκρα ναυάγια και τα ατυχήματα, τις καταβυθίσεις νησιών, ακρωτηρίων, τόπων. Ανώνυμος είναι ο θάνατος μέσα στη μανία του πολέμου, μέσα στη λιμοκτονία του άμαχου πληθυσμού, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, στους θαλάμους των αερίων, μέσα στο πυρηνικό ολοκαύτωμα. Ανώνυμος είναι ο θάνατος του απόκληρου, του περιθωριακού, του αλήτη. Ανώνυμος είναι ο θάνατος, όταν δεν κρούει ευαίσθητες χορδές ανθρωπιάς και δεν ξυπνάει από τον υλιστικό λήθαργο τις πολυένοχες συνειδήσεις. Η απουσία κάθε ίχνους ανθρωπισμού, η απαξίωση του ανθρώπου και η ακύρωση του πολιτισμού στερεί το θάνατο από κάθε επωνυμία. Ο θάνατος αυτός δεν έχει όνομα, ο λόγος δεν έπλασε ποτέ ούτε το αντώνυμό του, γιατί πρόκειται για μαζική εξόντωση ή για απώλεια ενοχλητικών φτωχολαζάρων, όπου η καρδιά πετρώνει, το δάκρυ στερεύει και η γλώσσα καρφώνεται στο λαρύγγι.
Αυτός ο θάνατος παίρνει τη μορφή του φυσικού κακού και δεν ζυγίζεται με τα σταθμά της ανθρώπινης λογικής, της θεσμοθετημένης δικαιοσύνης. Αυτός ο θάνατος ερμηνεύεται μόνο ως ενέργημα της τυφλής βούλησης της φύσης παρόμοια όπως και η ζωή. Πρόκειται για το θάνατο, που δεν έχει ιθαγένεια, δεν έχει διαβατήριο, δεν σημαίνεται με καμία επιτύμβια επιγραφή. Γι’ αυτόν τάφος είναι πάσα η γη, όπως είναι και για κάθε «αφανή ήρωα» του πολέμου
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης