Προβληματισμοί:
Εθνικισμός και Πατριωτισμός
Εθνικισμός και Πατριωτισμός
Γράφει ο Δημοσθένης Γεωργοβασίλης
Η ιδέα της ιδιοκτησίας, η οποία έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως και ανήκει ήδη στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, είναι πανανθρώπινη πραγματικότητα. Η ιδέα αυτή, που δεν φαίνεται να είναι περισσότερο προϊόν διδαχής όσο φαίνεται να ριζώνει βαθιά στα μύχια της υπάρξεως του ανθρώπου και να λειτουργεί με τη δύναμη του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, αποτελεί τον πυρήνα των δύο στάσεων της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, που είναι γνωστές ως εθνικισμός και πατριωτισμός, που και οι δύο αυτές τάσεις εξυπηρετούν την ανάγκη της ταυτότητας κάθε λαού.
Συνδετικός κρίκος μεταξύ εθνικισμού και πατριωτισμού είναι η εθνική συνείδηση. Με το όρο «εθνική συνείδηση» νοείται η συνείδηση του ατόμου, ότι ανήκει σε μια πολιτική και κοινωνική κοινότητα, η οποία απαρτίζεται από ένα έθνος, που ποθεί να οργανωθεί και να αποτελέσει κράτος βιώσιμο και ακέραιο. Κατά ταύτα η εθνική συνείδηση, ή όπως αλλιώς λέγεται: το «εθνικό φρόνημα», συντίθεται βασικά από στοιχεία χρωματισμένα εντόνως από συναισθήματα. Η κλίμακα των συναισθημάτων της εθνικής συνείδησης αρχίζει από την ομολογία πίστης του ατόμου, ότι ανήκει σ’ ένα έθνος, ανεβαίνει στη γνώση, ότι το έθνος αυτό διαφέρει από άλλα έθνη τόσο πολύ, ώστε να αποτελεί αποκλειστική ταυτότητα (με τον εαυτό του), και ανυψώνεται κάποτε μέχρι τη σφαίρα του απολύτου, μέσα στην οποία τα άτομα του έθνους διακατέχονται αφ’ ενός μεν από επιθετική διάθεση προς τα άλλα έθνη και αφ’ ετέρου από τυφλή υπεροψία και άρνηση κάθε κανόνα εθνικής συνύπαρξης.
Ο εθνικισμός ως ιδεολογία δεν έχει μακρά ιστορία. Οι μελετητές του φαινομένου αυτού συμφωνούν ότι ο εθνικισμός, τουλάχιστον στην Ευρώπη, εμφανίζεται κατά το τέλος του 18ου αιώνα και αποτελεί συνοδευτική δύναμη στις διεργασίες για τη διαμόρφωση του σύγχρονου κράτους. Ασφαλώς και πολύ παλαιότερα μπορεί κάποιος να συναντήσει στοιχεία εθνικισμού στα κράτη των μεγάλων δυναστειών, όπως π.χ. στην αυτοκρατορία της Αυστρο-ουγγρικής Δυαρχίας ή στην αυτοκρατορία της Ρωσίας. Αλλά και στα πανάρχαια χρόνια στους Χαλδαίους, Ασσυρίους, Ακκαδίους, Σουμερίους, κυρίως τους Εβραίους κ. ά.
Αυτά τα στοιχεία αναφαίνονται ταυτόχρονα με την ανακίνηση του ζητήματος των εθνοτήτων. Η αρχή των εθνοτήτων ορίζει ότι πληθυσμοί, που ανήκουν στο ίδιο έθνος, δηλ. έχουν ίδια φυλετική καταγωγή, έχουν δική τους γλώσσα, θρησκεία, ήθη-έθιμα, δικαιούνται να ιδρύσουν δικό τους κράτος και να αποσχισθούν από άλλο κρατικό σύνολο μεγαλύτερο και διαφορετικής σύνθεσης. Με αυτή την αρχή κάθε έθνος έχει το δικαίωμα της (αυτο)κυριαρχίας πάνω στους πολίτες του και στο έδαφός του, επίσης έχει το δικαίωμα να ψηφίζει νόμους και να θεσπίζει κανόνες, με τους οποίους να ρυθμίζει τη δική του ζωή.
Έτσι ομάδες και κοινωνίες ανθρώπων, οι οποίοι ομιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν το ίδιο θρήσκευμα, κοινή ιστορία και την ίδια πολιτισμική συνείδηση, μπορούσαν να υπερακοντίζουν τους τοπικούς ή και τους οικονομικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς δεσμούς των δυναστειών, μέσα στις οποίες ζούσαν, και επιζητούσαν τη συνένωσή τους. Η αρχή των εθνοτήτων επιβοήθησε πληθυσμούς να επαναστατούν και να αποσχίζονται από τις αυτοκρατορίες ιδρύοντας δικά τους κράτη. Ως αντίθεση προς την προηγούμενη κατάσταση της εξάρτησης ή της καταπίεσης αναπτύχθηκε στα νέα κράτη ο εθνικισμός.
Ο εθνικισμός ως ιδεολογία πολιτικών, κοινωνικών και ιστορικών επιδιώξεων επομένως δεν είναι νεοφανές γεγονός˙ διαμορφώνεται και στην Ευρώπη ήδη μετά το τέλος δύο μεγάλων κοσμοϊστορικών μύθων: της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (Πρώτο Ράιχ) και της αυτοκρατορίας του Μ. Ναπολέοντος (1815). Αλλά ο χώρος, μέσα στον οποίον αυξήθηκε και ωρίμασε ο εθνικισμός ως πίστη στη βιολογική, φυλετική και πολιτισμική ανωτερότητα ήταν η Γερμανία του 19ου αιώνα. Μετά την πρώτη απόπειρα με την αποτυχημένη επανάσταση του 1848 για συνένωση των πολυάριθμων γερμανικών εκλεκτοράτων, επιτεύχθηκε τελικά η συνένωσή τους υπό τη στιβαρή πυγμή του «σιδηρού καγκελαρίου» Βίσμαρκ (1871, Δεύτερο Ράιχ). Έκτοτε το γερμανικό έθνος κινείται στο πλαίσιο του εθνικισμού, ο οποίος χρεώθηκε από τη ιστορία με τα εγκλήματα πολλών πολεμικών συγκρούσεων και τους ποταμούς αίματος δύο παγκοσμίων πολέμων.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο τόσο ο κομμουνιστικός εθνικισμός, ο οποίος με τη βία κρατούσε ενωμένα δεκαπέντε (15) κράτη, όσο και η εντεινόμενη συνείδηση για μια ενωμένη Ευρώπη φάνηκαν να αμβλύνουν τις οξύτητες, να μετριάζουν τις υπερβολές του εθνικισμού και να συντελούν στη μετατροπή της νοοτροπίας, η οποία στήριζε το έθνος και συνείχε το εθνικό κράτος. Ωστόσο η εθνική συνείδηση έξω από την Ευρώπη εξακολούθησε να προκαλεί απελευθερωτικούς πολέμους, να δημιουργεί κράτη και να προβάλλει πολιτισμούς. Οι χώρες του άλλοτε λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου» (Ινδιών, Ινδικού Ωκεανού, Αφρικής, Κεντρικής και Νότιας Αμερικής) ή καλύτερα οι χώρες της μη αναπτυγμένης οικονομίας, των οποίων τα σύνορα είχαν χαραχτεί αυθαίρετα από τις αποικιακές δυνάμεις, με την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των λαών ανατοποθετούν τα σύνορά τους βάσει των φυλετικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών τους στοιχείων, όπως τα καθορίζει η αρχή των εθνοτήτων. Αλλά η αρχή των εθνοτήτων δεν προέβλεψε και την αρνητική της πλευρά: ότι η εφαρμογή της θα εξέτρεφε και το τέρας του εθνικισμού.
Ο εθνικισμός νομιμοποιείται συχνά με τη επίκληση στη συνείδηση της αποστολής, με την οποία ένα έθνος βιώνει την αυτοεκτίμησή του. Συχνά χρησιμοποιείται ο εθνικισμός και ως υπερεθνική ιδεολογία, όπως π.χ. ο πανσλαβισμός, ο παναμερικανισμός του Σιμόν Μπολιβάρ για τη συνένωση όλων των κρατών της Λατινικής Αμερικής (1826), ή ο Οργανισμός Αμερικανικών κρατών ως συνέχεια του δόγματος Μονρόε (1823). Έτσι εμφανίστηκαν μερικά έθνη ως αγωνιστικά ολόκληρων φυλών ή και ηπείρων. Στον υπερεθνικισμό ή τον εθνικοσοσιαλισμό ο εθνικισμός συνδέεται με μια υπέρμετρη από τη ιστορία του λαού σκέψη και αυτοεκτίμηση και μια υποτιθέμενη βιολογική καθαρότητα της ανώτερης φυλής.
Ο εθνικισμός ασφαλώς έχει συντελέσει στην ίδρυση των εθνικών κρατών της Ευρώπης κατά το 19ο αιώνα και το μισό του 20ού αι. Αλλά από την άλλη μεριά οδήγησε σε μονόπλευρη και αδιάκριτη υπεράσπιση εγωιστικών συμφερόντων των εθνών και με αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων γειτονικών λαών. Οι εμπειρίες όμως των δύο παγκοσμίων πολέμων οδήγησαν την Ευρώπη να αποκτήσει την τάση για πολιτική συνένωση με ταυτόχρονη εξισορρόπηση των εθνικών συμφερόντων. Οι πολιτικές μεταβολές στην Ανατολική Ευρώπη από το 1989 προκάλεσαν αναβίωση του εθνικισμού, σ’ όλα τα κράτη, τα οποία αποσχίστηκαν από τη διαλυόμενη Σοβιετική Ένωση.
Σήμερα αποτελεί εκρηκτικό πρόβλημα ο εθνικισμός στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου πριν οι αποικιακές δυνάμεις - βάσει εθνικών διαφορετικοτήτων των κατοίκων και γεωγραφικών διαφορών μερικών περιοχών - είχαν επιβάλει αυθαίρετα (και πάντοτε σύμφωνα με τα συμφέροντά τους) καταστάσεις υποταγής και υπανάπτυξης, οι συμπαγείς εκείνες περιοχές διασπώνται και ενεργοποιούνται οι εθνικές διαφορές των πληθυσμών.
Ακραία μορφή της ιδεολογίας του εθνικισμού, ακόμα και πέραν του εθνικισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, είναι ο σοβινισμός. Διότι σοβινισμός είναι η αδιάλλακτη και άλογη αφοσίωση στην ιδέα -και σε ό,τι θεωρείται «αποστολή»- ενός έθνους. Ταυτίζεται με τον υπερεθνικισμό ως προς την επιθετικότητα απέναντι στα άλλα έθνη*.
* * *
Αντίθετα, ως πατριωτισμός ή εθνισμός ή φιλοπατρία ορίζεται η αγάπη για την πατρίδα. Η αγάπη αυτή αναπτύσσεται από την καλλιέργεια του ατόμου μέσω του λαϊκού πολιτισμού και της παιδείας και δεν αφήνει περιθώρια σε καμιά διάθεση για υποτίμηση, περιφρόνηση ή και εχθρότητα απέναντι σε άλλο έθνος. Στις δύσκολες ώρες φυσικών καταστροφών, πολεμικών ταπεινώσεων, επιδημιών και άλλων πάνδημων συμφορών, ο πατριωτισμός μετατρέπεται σε αλληλεγγύη και προσφορά κάθε είδους βοήθειας προς άλλους χειμαζόμενους λαούς.
Ο όρος πατριωτισμός είναι μάλλον συνώνυμος με τον δημοκρατικό εθνικισμό του 18ου και 19ου αιώνα, αν και σήμερα περισσότερο θεωρείται ταυτόσημος με την έννοια της φιλοπατρίας. Ωστόσο ο πατριωτισμός ανθεί και ευδοκιμεί σε πολιτισμένους λαούς, οι οποίοι αγαπούν το κράτος τους ως δημοκρατία ιδεών και ως σχολείο για την ανθρωπαγωγική του παιδεία. Ως φιλοπατρία νοείται η αγάπη για τη γη των πατέρων, την πατρική γη, η οποία δηλώνει ένα συναίσθημα αγάπης για την πατρίδα χωρίς καμιά αρνητική αξιολόγηση για τις πατρίδες των άλλων και απέχει πολύ από την οργανωμένη ιδεολογία και το πολιτικό πρόγραμμα, που είναι ο εθνικισμός σε οποιαδήποτε εκδοχή του.
«Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει» αναφωνεί ο ξενιτεμένος ποιητής κι «όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί, θε να σε βρει πεντάμορφη, στεφανωμένη ορθή». Η φιλοπατρία δεν γεννάει μόνο τον έρωτα για τις ομορφιές και τη δόξα της πατρίδας, γεννάει και τον έρωτα για τη θυσία και το θάνατο χάριν της πατρίδας, όταν κινδυνεύει. «Θνῆσκε ὑπὲρ πατρίδος», διότι αυτή είναι το ακριβότερο και από τους γονείς και από όλα τα αγαθά. Αν έχεις χάσει την πατρίδα στον υπέρ αμύνης πόλεμο, τότε «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις!». Εσύ και τα αγαθά σου γίνεσθε κτήμα του κατακτητή. Και μόνο στη περίπτωση του αμυντικού πολέμου ο θάνατος είναι γλυκύς και έντιμος. Χάνεις τη γλώσσα, τον πολιτισμό, τους ατίμητους θησαυρούς του λαϊκού σου πολιτισμού, τη θρησκεία σου, γενικά την ταυτότητά σου, όταν χάσεις την πατρίδα σου. Όταν κινδυνεύει η πατρίδα σου από τον επίβουλο εχθρό, δεν στριμώχνεσαι σαν τα απελπισμένα γυναικόπαιδα μέσα στις εκκλησιές, για να ψάλεις στη Θεομήτορα τον Ακάθιστο ύμνο του τρόμου σου, αλλά πετάς από πάνω σου όλα τα διάσημα της κοινωνικής σου αρχοντιάς και ντύνεσαι την πανοπλία του απλού πολεμιστή και σαν ανώνυμος βασιλιάς της χώρας σου, σαν μυθικός Κόδρος ή Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απαντάς στον κάθε Μωάμεθ: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστιν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν αύτῇ˙ κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὺ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Και τότε ορμάς ως ένθεος και πυρφόρος Άρης στους προμαχώνες της αντίστασης ή για την απώθηση του εχθρού πέρα από τη Χιμάρα και την Κορυτσά ή για την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών, αναφωνώντας «ή πέρα με τους αδελφούς ή δώθε με το Χάρο». Αυτό είναι το δονητικό της ύπαρξής σου πρόσταγμα του Ρήγα «Λευτεριά ή θάνατος».
Πατριώτης ή φιλόπατρις λοιπόν είναι αυτός, που όχι μόνο δεν ανταλλάσσει με άλλη χώρα την πατρίδα του, αλλά υψώνει ολόφλογη την ψυχή του απέναντι σε κάθε επίβουλο εχθρό της πατρίδας του.
«Πατριώτης είναι μόνο αυτός που πολεμάν οι ξένοι
γιατί τον βλέπουν πάντοτε στη μύτη τους να μπαίνει
και να σηκώνει απάτητο κι άπαρτο κάστρο το Όχι,
όταν στης γης του το λαιμό πάνε να βάλουν βρόχι» τραγουδάει ο ο Αλέξης Πάρνης.
Πατριώτης, τέλος, είναι αυτός που ονειρεύεται το γλυκό θάνατο για την πατρίδα και τον ενταφιασμό του στην πατρίδα, αφού κατά τον ποιητή «είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον, όταν κοιμώμεθα εἰς τὴν πατρίδα.»
Αυτήν όμως την εθνική συνείδηση της αυτοθυσίας για τη σωτηρία της πατρίδας μόνο η ομαδική πειθαρχία και η στέρεα πίστη στις αξίες και τους κανόνες της ζωής μπορεί να διαμορφώσει με πνεύμα δικαιοσύνης, αλλά και με ταυτόχρονη ετοιμότητα για τη θυσία του ατόμου, προκειμένου όχι μόνο η ευημερία του συνόλου να διασωθεί, αλλά προ πάντων να μη μειωθεί η δόξα της πατρίδας. Σ’ αυτό το πνεύμα οι Σπαρτιάτες με τους στίχους του τραγουδιού του Τυρταίου ορμούσαν στη μάχη και διαφύλαξαν επί έντεκα αιώνες αήττητη τη χώρα τους.
«Τί τιμή στο παλικάρι, όταν πρώτο στη φωτιά
σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά.
Πόσο λυπηρό ν' αφήσει την πατρίδα τη γλυκιά,
τα καλά του τα χωράφια και να ζει με διακονιά».
Αλλά στην εποχή μας όχι η προπαγάνδα, αλλά μόνο ο Διαφωτισμός, μόνο η επαναστατική αγωγή, μόνο η άμεση δημοκρατία ως παίδευση του λαού μπορεί -και μόνο αυτή πρέπει να συμφιλιώνει το λαό με το κράτος σε αγαστή σύμπνοια – αυτή μπορεί να απεργαστεί ως φιλάνθρωπη και να χαλυβδώσει το πνεύμα της αντίστασης και του έρωτα για το υπέρ πατρίδος «ἀμύνεσθαι» και «θνῄσκειν». Στον έξοχο πατριδολάτρη ποιητή μας, τον Λορέντζο Μαβίλη, που πολεμώντας ως εθελοντής στην Ήπειρο για την απελευθέρωση της περιοχής από την τουρκική σκλαβιά έπεσε στο Δρίσκο το Νοέμβριο του 1912 (σε ηλικία 52 ετών), αποδίδει ο θρύλος τούτα περίπου τα λόγια: «Πολλές τιμές περίμενα από τούτο τον πόλεμο, όχι όμως τέτοια τιμή, να πεθάνω για την πατρίδα». Και η πατρίδα ευγνωμονούσα τον μνημονεύει σε πλατείες και οδούς σ’ ολόκληρη τη χώρα και όχι μόνο με «ἀτίμητον φύλλον τῆς μύρτου καὶ τὰ καλὰ κλαδιὰ τῆς κυπαρίσσου». Κι όλοι όσοι αγαπούν την πατρίδα τους τον μνημονεύουν ως παράδειγμα αυτοθυσίας για την πατρίδα.
Γιατί δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό, δεν υπάρχει ακριβότερο απόκτημα εκτός από την πατρίδα˙ ακόμα και για κείνους, που είναι ανέστιοι και τελείως ακτήμονες, χειρότερο είναι να είναι απάτριδες, χωρίς ταυτότητα, δηλ. να μην έχουν ιθαγένεια, παρά να είναι πλάνητες και φερέοικοι μέσα στην πατρίδα τους. Διότι, αν έχουν ιθαγένεια, είναι δυνατόν, έστω, να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα.
Δεν είναι λοιπόν
μόνο το ένστικτο της πατρίδας ούτε η ορμή της αυτοσυντήρησης, οι δυνάμεις,
που υποστηρίζουν το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου να έχει πατρίδα, αλλά
είναι η αναπόδραστη ανάγκη, που επιβάλλει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Και
όλοι όσοι έχουν αναγνωρισμένη ιθαγένεια ενός τόπου είναι συνιδιοκτήτες
αυτού του τόπου και βεβαίως όχι με το μέτρο της κοινοκτημοσύνης, αλλά με
την αρχή του φυσικού και ατομικού δικαιώματος. Αυτό το δικαίωμα επιβάλλει
το καθήκον του πατριωτισμού όχι ως ιδεολογίας, αλλά ως έρωτα θανάτου για
την πατρίδα.
* (Ο
όρος έλκει την καταγωγή του από τον Νικολά Σοβέν, έναν στρατιώτη του
Ναπολέοντα Βοναπάρτη κατά τη διάρκεια της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας
(1804-1814), ο οποίος εκδήλωνε υπέρμετρη αφοσίωση στον αυτοκράτορα).
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης