Ποίηση:
ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΡΑΧΩΡΙΤΙΚΟ
Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι
το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά
η μαύρη κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά...
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,
στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,
σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα
και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.
Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο
έρωτάς σας
κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.
Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ' τη σκληρή δουλειά σας
πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.
Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,
αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.
τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,
φρουρός, προστάτης της σοδειάς. Μάνα σ' όλα μπροστά,
στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα
και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.
Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα
χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.
Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο
- κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά -
κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο
κι απ' το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.
Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,
οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,
οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,
σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή...
Με
το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,
τα
ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.
Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,
ως
τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.
Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,
δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,
τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου
δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.
Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου
χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,
που γίνεται στο κάπνισμα - το δάκρυ το πικρό σου –
παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι
κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,
η
πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά...
****
ΑΙΤΩΛΙΑ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Δρόμε πού πας στ’ Άπόκουρο,
στρατί, πού στ’ "Αγραφα σκαλώνεις.
Σάρες, λαγκάδια άδιάβατα,
βράχια, γκρεμνά, στεφάνια.
Τρανές κι άπάτητες κορφές γεμάτες
περηφάνεια.
Ψηλά βουνά λεβέντικα της λευτεριάς μπαϊράκια.
Βελούχι, Άραποκέφαλα, Βαρδούσια, Κυρά—Βγένα,
Τρίκαρδε, Μπούμπστε, Περγαντή κι Άϊτοφωλιές τοΰ Βάλτου,
Του Κατσαντώνη πήδημα, τοΰ Καραϊσκάκη κούλιες.
Κράβαρα κακοτράχαλα, Ζυγέ μ’ χαριτωμένε.
Λίμνη αρμυρή τ’ Άντιλικοΰ, γιβάρια καί πελάδες
κι έρειπωμένες ντάπιες τοΰ δόλιου του Μισολογγιοΰ.
Βαθειά γαλάζια πέλαγα τοΰ Ρίβιου, τοΰ Λιγοβιτσιοΰ,
τ’ ’Αγγελοκάστρου και τοΰ Βραχωριοΰ.
Κάμποι ποτάμια, ρέματα, κλεισοΰρες, κλεισορέματα,
παμπάλαια μοναστήρια.
Κυκλώπεια τείχια και ναοί, των Αίτωλών μνημεία.
Καί κάστρα Βενετσιάνικα, βυζαντινά έκκλησάκια,
πικρής σκλαβιάς άπομεινάρια τά τζαμιά.
"Ανθρωποι άγνοί, φτωχοί, τυραγνισμένοι,
άπό τά χρόνια τά παλιά στή μάχη άναστημένοι,
περήφανοι, άνυπόταχτοι, μπαρουτοκαπνισμένοι,
γιά λευτεριά και γιά ψωμί άκόμα πεινασμένοι...
Δρόμε, πού πας στ’ Άπόκουρο,
στρατί, πού στό Μπρουσό σκαλώνεις.
’Απρόσιτες βουνοκορφές, τρανά βουνά της λευτεριάς μπαϊράκια.
"Ασπρε άδερφέ της κλεφτουριάς,
Φίδαρη παινεμένε.
Δέντρα κι οξυές καί λιόδεντρα κι έλάτια και πλατάνια,
πεζούλες, καπνοχώραφα, λιβάδια, περιβόλια.
Ψαράδες του Μισολογγιού και καπνεργάτες τ’ ’Αγρινιού,
τού Ξηρομέρου καί της Μακρυνείας καπνουλάδες,
ξωμάχοι, τσοπανόπουλα, λοτόμοι, ζευγολάτες
τοΰ Βάλτου και τοΰ Έπαχτου και τοΰ Καρπενησιού.
Πατρίδα μου άγρια κι ήμερη, σκληρή καί τρυφερή,
μέσ’ στίς πατρίδες Σύ πανάχραντη καί φοβερή.
Τής λευτεριάς το φλάμπουρο,
τής άρετής καί τής τιμής τό μετερίζι
καί τής θυσίας τό σύμβολο τό αιματοβαμμένο,
σ’ ορθώνουν στούς αιώνες οί Πατροκοσμάδες,
οί Καψάληδες κι οί Παλαμάδες...
Κάρλελι καί Βενέτικο, "Αγραφα, Δραγαμέστο,
Κραβασαρά κι Άπόκουρο, Βόνιτσα καί Βλοχέ.
Χώματα πατρικά καί πολυαγαπημένα,
άπ’ τά πανάρχαια χρόνια μέσ’ στο αίμα βουτηγμένα,
περήφανα, άνυπόταχτα, μπαρουτοκαπνισμένα,
γιά λευτεριά καί γιά ζωή άκόμα διψασμένα...
|