Τα γεγονότα είναι σεβαστά. Τα σχόλια ελεύθερα.

Image description goes here Image description goes here Image description goes here

Ιστορικά:

ΒΟΡΕΙΑ  ΣΥΝΟΡΑ  ΚΑΙ  ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

 


Γράφει ο Θαν. Γιαννακόπουλος, καθηγητής Α.Π.Θ

 

Ο Ιωάννης  Α. Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας που εκλέχτηκε σε μια εποχή που η κατάσταση ήταν δύσκολη από την Τρίτη Εθνοσυνέλευση το 1827, έφθασε στην Ελλάδα στις 8 Ιανουαρίου το 1828. Ο Καποδίστριας με Διάγγελμα στον Ελληνικό λαό περιέγραψε τις δυσκολίες που αναλαμβάνει καθώς και τον τρόπο που θα κυβερνούσε (βλέπε Διάγγελμα). Η πτώση του Μεσολογγίου και οι αγριότητες που ακολούθησαν  σε συνδυασμό με την καταστροφή του Μωρηά από τον Ιμπραήμ φούντωσε τον φιλελληνισμό και ώθησε την Γαλλική κυβέρνηση να παρέμβει. Έτσι, με τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας και της Ρωσίας στις 24.6./1.7.1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η πολύ σημαντική συμφωνία με τίτλο «Συνθήκη Ειρήνευσης της Ελλάδας» που είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός κράτους φόρου υποτελούς στο Σουλτάνο  με ασαφή όμως όρια. Η καταστροφή του Τουρκο- αιγυπτιακού Στόλου έγινε το 1827,αλλά ο Σουλτάνος δεν δέχτηκε τη Συνθήκη Ειρήνευσης  και  ο Τσάρος της Ρωσίας κήρυξε το πόλεμο στην Τουρκία ζητώντας από τους συμμάχους  να στείλουν πρέσβεις στην Πόρο για να αποφασίσουν για τα σύνορα. Πρότειναν τη γραμμή Παγασητικού-Αχελώου μέχρι τον Ισθμό. Ο Καποδίστριας έδωσε σημαντική μάχη διπλωματική στον Πόρο, ενώ παράλληλα ενεθάρρυνε  (αναφέρεται παρακάτω) τα στρατιωτικά κινήματα στη Στερεά Ελλάδα. Ακόμη είχε να αντιμετωπίσει και διάφορες υποδείξεις που του έλεγαν: ότι η Ρούμελη δεν μπορεί να λευτερωθή και τι την θέλομεν όσοι έλληνες μείναν ζωντανοί χωρούμε εις την Πελοπόννησον. Επίσης, και o Αυγουστίνος (αδελφός του Κυβερνήτη) σύμφωνα με το Μακρυγιάννη, είπε: όλοι οι Ρουμελιώτες είστε δια παλούκι. Τελικά οι πρέσβεις στις 12 Σεπτεμβρίου 1828 πρότειναν και υπογράφτηκε το δεύτερο πρωτόκολλο τον Νοέμβριο του 1828 με το οποίο η Ελλάδα εκτείνονταν μέχρι τον Ισθμό. Έμεινε έξω όλη η Στερεά Ελλάδα, γεγονός που δημιούργησε σοβαρά προβλήματα που ο Καποδίστριας προσπάθησε με τη διπλωματία και των όπλων να λύσει. Τον Οκτώβριο του 1828, ο Δ. Υψηλάντης (στρατάρχης) με τρεις χιλιαρχίες (νεοσύστατος τακτικός στρατός) εισβάλει στη Στερεά Ελλάδα. Απελευθερώνει χωριά και πόλεις της Βοιωτίας ,της Λοκρίδας και της Παρνασίδας. Ενώ, ο Κίτσος Τζαβέλας αν , και «κινήθηκε στανικώς» κατά τον Μακρυγιάννη, κινήθηκε ταυτόχρονα -με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μακρή, των Γιολδασαίων (ντόπιων σωμάτων) και του Γάλλου Georges Frederic baron Dentze (στρατηγός Δέντζελος), που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες -εκστρατεύει προς τα Κράβαρα και την Οξυά (Οριο Καλλιδρόμης, Φθιώτιδας). Παράλληλα γέμισε Τούρκους και Αλβανούς όλος ο τόπος. Από την Υπάτη οι Τούρκοι ξεκίνησαν και έφθασαν στο Γαρδίκι. Ο Τζαβέλας έπιασε θέσεις στην Αλογόβρυση (τοποθεσία πάνω από το Γαρδίκι) και διέταξε τον πεντακοσίαρχο Πανομάρα να επιτεθεί. Η ορμή των Ελλήνων ήταν αστόμωτη ,μετά από 4-5 ώρες μάχη υποχώρησαν στο Γαρδίκι αφήνοντας 100 νεκρούς. Κατόπιν αποσύρθηκαν στα χωριά Αμπλιανη  και Κλεπά. Ο Καποδίστριας έστειλε για βοήθεια μια χιλιαρχία υπό τον  Ι. Στράτο ,παράλληλα τα ελληνικά τμήματα υπό τον Χ. Φωτομάρα κινήθηκαν και ενίσχυσαν τα ελληνικά τμήματα που ήταν στην περιοχή της Λομποτινάς. Και οι Τούρκοι περίπου 2000 με τους Οσμαν πασά και Ασλάμπεη Μουχορδλάρη κατέλαβαν το χωριο΄Αβόρανη και Αγίους Αποστόλους για να δώσουν βοήθεια  στους πολιορκημένους στη Λομποτινά. Ο Τζαβέλας με τον Ι. Στράτο  στρατοπέδευσαν στη Ζελινίτσα. Από εκεί έστειλαν στη Στρωμίνιανη τον Πανομάρα  με δύο εκατονταρχίες  και από δύο στην Παλούκοβα και Τέρνοβα. Στη συνέχεια, οι Τούρκοι αποφάσισαν  να δοκιμάσουν πόλεμον εναντίον των Ελλήνων. Έγιναν πολλές μάχες και έλαβε μέρος και ο Μπαϊρακτάρης πεντακοσίαρχος καθώς και ο εκαντόταρχος Γιαννάκης Τζαβέλας. Οι τούρκοι είχαν στις μάχες αυτές 120 νεκρούς και οι Έλληνες μόνο 8 τραυματίες.

Οι Τούρκοι, θορυβήθηκαν και κατέφυγαν στη Ναύπακτο, στο Καρπενήσι, στην Υπάτη (Πατρατζίκι) , στην Λομποτινά (Άνω Χώρα). Ο Τζαβέλας,  στη συνέχεια καλεί τους Τούρκους να του παραδώσουν τα Κράβαρα. Ο Αλβανός Δερβέναγας της περιοχής Κραβάρων Αχμέτ  Νεπρεβίστα, από την Λομποτινά απαντά με γράμμα, στον  Κίτσο Τζαβέλα:

«Αγαπητέ μοι κίτζο τζαβέλα,το γράμμα σου έλαβα τα γραφόμενα σου καλώς εκατάλαβα.Τζαβέλα,΄ήξευρε ότι απο τον καιρόν οπού έβαλα το ντουφέκι εις τον ώμον στοχάζομαι τον εαυτόν μου τω όντι δια βασιλέα και τα εδικά σου τα ελληνοκορομπλίσματα να τα ειπείς εκεί οπου περνάνε ειδέ εις εμένα μένουν άκαιρα ορφανέ.

Οτι αν θελης να δείξης το ελληνικόν σου έρχεσαι εδώ και τότε θέλεις καταλάβει δυστυχισμένε εκείνους οπου τρώγουν τα ψημένα κάστανα. Ορέ κίτζο τζαβέλα το να μου λέγεις οτι η υψηλή πόρτα της ρωσσίας πολεμά εις τα κάστρα της Πόλεως,και τον βασιλέα μας έχουν κλεισμένον εις το ουτζκαλεση,το γνωρίζω καιμένε,οτι μ’αυτά σας γελούν οι φράγκοι,και σας στέλνουν εδώθε δια να σας σκοτώνωμεν σαν τα σκυλιά,και έχομεν ελπίδα εις τον θεόν,οπου ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας την υψηλήν πόρταν της ρωσσίας σας θέλει την χαμηλώσει,τζαβέλα περισσότερα δεν σου γράφω και θεόθεν υγίαν.

Τη 8 76ρ/ 1828, Λομπότινα

Ο του κραβάρου ντερβέναγας αχμέτ νεπρεβιστάνης»

Ο ντερβέναγας, ξαναγράφει, προς τον Κίτσο Τζαβέλα:

«Λέγεις ότι είναι τόπος Ελληνικός , ήξευρε ότι εγώ όπου έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις άλλον τόπον θέλεις χύσει και εσύ και τότε θα φας κράβαρα και λοιδορίκι, πλην μη στέλνεις και μαζώνεις καρβουναραίους ότι αυτοί δια κάρβουνα  ηξεύρουν και όχι δια ντουφέκι, πολλά λόγια δεν σου λέω σύρε από κει όπου ήλθες ορφανέ, ότι σας λυπούμαι όπου εμείνατε τρείς σουλιώτες και θα χαθήτε όλοι. Και δια τόπον ελληνικόν όπου τον λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ και νησάλα θέλεις με γνωρίσεις ογλίγορα. Μωρέ κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολον τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν τα ηξεύρω; … »

Στις 22 Οκτωβρίου οι πολιορκημένοι Αλβανοί της Λομποτινάς έκαναν προσπάθεια να σπάσουν τον ελληνικό κλοιό και να διαφύγουν προς την Ναύπακτο .Κατά την πορεία τους ,δέχονται επίθεση των Ελλήνων υπό τους Μακρυγιάννη, Ευαγ.Ιωάννου, Φ.Κορκολιό, Καλαντζογιάννη,  Κ.Τζαβέλλα και Φωτομάρα, ανάμεσα στην Λομποτινά και στην Ανδρίβιστα. Από τους 800, μόνο 150 σώθηκαν στο φρούριο της Ναυπάκτου. Οι άλλοι σκοτώθηκαν και μόνο 80 αιχμαλωτίστηκαν. Ανάμεσά τους και ο Αχμέτ Νεπρεβίστανης. Ο Κίτσος διέταξε να τους σφραγίσουν με πυρωμένο σίδερο που είχε την παράσταση του αναγεννώμενου Φοίνικα. (Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, τόμ. Γ’, σελ.124) τον επικρίνει αλλά ταυτόχρονα τον δικαιολογεί: «Ο Τζαβέλας εκατηγορήθη διά την βάρβαρον ταύτην πράξιν, πλην η περίστασις το συγχωρούσεν, αφού είχαμε να κάμωμεν με βάρβαρον εχθρόν»

Κατόπιν ο Κίτσος Τζαβέλας και με σώματα του Μαστραπά και του Γάλλου στρτατηγού Δέντζελου και σώματα των Γιολδασαίων τραβούν για το Καρπενήσι. Ο Γιάννης Ράκος εισχωρεί  στα Άγραφα ενώ μάχες γίνονται στη Λάσπη Καρπενησίου, στο Μουζίλο, στο Μεγάλο Χωριό. Πρέπει να σημειωθεί  ότι αρχές Νοεμβρίου 1828 ο Κιουταχής αντικατέστησε τον αρχηγό φρουράς Καρπενησίου Ασλάν-μπέη Μοχορδάρη με τον Καρανφίλ-μπέη. Σημειώνεται ότι ο Μοχορδάρης δυσαρεστημένος από την απόφαση του Κιουταχή ζητάει τη βοήθεια των Γιολδασαίων και των άλλων Ελλήνων οπλαρχηγών για να αντιμετωπίσει την κατάσταση και ως ένδειξη καλής θέλησης μετά από διπλωματικά καπάκια με τους Έλληνες έδωσε την άδεια στις ελληνικές οικογένειες που ήταν έγκλειστες στο Καρπενήσι να φύγουν, αφού όμως εγκαταλείψουν στα σπίτια τους κι όλα τα υπάρχοντα τους. Ο Καρανφίλ-μπεης με 1.700 Τούρκους στρατιώτες μπαίνει στ’ Άγραφα και προχωρεί για το Καρπενήσι. Ο Ράγκος δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει κι υποχώρησε. Έτσι οι Τούρκοι μπήκαν στο Καρπενήσι και ενίσχυσαν τη φρουρά.

Οι κινήσεις όμως αυτές δεν ξέφυγαν την προσοχή των Ελλήνων. Ο Κ. Τζαβέλας, μόλις πληροφορήθηκε από τον Στράτο, που τότε βρισκόταν στο Μαυρίλο, ότι η συνοδεία με τα τρόφιμα είχε φθάσει στη Ρεντίνα, διέταξε αμέσως, στις 16  Νοεμβρίου, τον πεντακοσίαρχο Γιαν. Πανομάρα, αφού παραλάβει τον εκατόνταρχο Τούλια Πανομάρα, τον Ζαχ. Γιολδάση , τον Μακρυγιάννη, τον Ιω. Φαρμάκη  “και μέρος του σώματος του στρατηγού Δενζέλου” να σπεύσει στο Μαυρίλο και από κοινού με τον Ι. Στράτο να χτυπήσει τις εχθρικές ενισχύσεις. Την επόμενη ημέρα οι ελληνικές δυνάμεις έφθασαν στην περιοχή και παρ’ όλο που οι εχθροί είχαν καταλάβει οχυρώτατες θέσεις, οι Έλληνες, γύρω στους 1.200 άνδρες, “απεφάσισαν κάλλιον να αποθάνουν παρά να ιδούν με αδιαφορίαν εν θέαμα, το οποίον …. παρεκτείνει την πολιορκίαν του Καρπενησίου”. 

Οι καπετανέοι συγκρούσθηκαν με τους Τούρκους και έπιασαν μια εφοδιοπομπή από 200 ζώα φορτωμένα με τροφές, που προορίζονταν για τους πολιορκημένους του Καρπενησίου. Πολέμησαν με γενναιότητα, και κατόρθωσαν να απωθήσουν τους εχθρούς από αρκετές θέσεις. Τελικά όμως, βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να τους εκδιώξουν από τις οχυρές θέσεις τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν έπειτα από δίωρη σκληρότατη μάχη. Και όμως ,λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Νοεμβρίου, οι ίδιοι Τούρκοι, 4.500 άνδρες συνολικά, έφυγαν τη νύχτα από την πόλη και τράπηκαν προς τη Ρεντίνα των Αγράφων, όχι χωρίς απώλειες, γιατί οι Έλληνες τους κυνήγησαν και τους προξένησαν σημαντικές ζημιές. Η νέα αυτή επιτυχία των στρατευμάτων του Τζαβέλα είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρη η επαρχία του Καρπενησίου να είναι και πάλι ελεύθερη. Ευτυχώς οι ελληνικές οικογένειες, χάρις στα καπάκια, είχαν φύγει και γλύτωσαν από τη μανία του κατακτητή, που ξέσπασε ενάντια στα άψυχα.

Γράφει η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος»: «Οι εν Καρπενησίω εχθροί αυθημερόν εις μίαν ώραν πριν φέξει, έως 500 υπήγαν εις την Αγίαν Τριάδα, την οποίαν και έκαυσαν. Αι εμπροσθοφυλακαί των στρατοπεδευμένων εις το χωρίον Μεζίλον, εννοήσασαι τους εχθρούς επυροβόλησαν αυτούς και αντεπυροβολήθησαν οι δ’ εν Μεζίλω ακούοντες τον πόλεμον έτρεξαν και συνεπλάκησαν εις μάχην. Ο Α΄ εκατόνταρχος με τους περί αυτόν έτρεξαν εις βοήθειαν και μετά τριών ωρών μάχην ετράπησαν οι εχθροί εις φυγήν και οι Έλληνες τους εδίωξαν αρκετόν διάστημα και εφόνευσαν οκτώ, συνέλαβαν δε και δύο ζώντας».

Ξημερώματα 23 Νοεμβρίου του 1828, οι Τούρκοι αποφασίζουν την εγκατάλειψη του Καρπενησίου. Η πείνα, το κρύο και οι αρρώστιες δεν τους επέτρεπαν άλλο την παραμονή τους σ’ αυτό. Στις 5 το πρωί, για αντιπερισπασμό, καίνε τον πολύπαθο Ναό της Αγίας Τριάδας. Εκεί, ενεπλάκησαν ανταλλάσσοντας τουφεκιές με τμήματα Ελλήνων. Ενώ η μάχη άρχισε να φουντώνει, οι 4.500 Τούρκοι, μέσα από τα Καγκέλια του Βελουχιού, εγκατέλειπαν το Καρπενήσι. Από το Καρπενήσι μέχρι και το Ζαχαράκη, τους κατεδίωκαν Ελληνικά τμήματα, προκαλώντας τους απώλειες, με μεγαλύτερη αυτή στον Προφήτη Ηλία Νεοχωρίου. Οργανωμένα πλέον Ελληνικά τμήματα έστηναν ενέδρες ή καταδίωκαν από κοντά τους Τούρκους και τους Αρβανίτες του Καρανφίλμπεη και του Ασλάμπεη και τους προξενούσαν σημαντικές ζημιές.

Άλλη αναφορά «εκ του εν Σαλώνοις στρατοπέδου, 6 Δεκεμβρίου» πληροφορεί:

«Την αυτήν ημέραν της εκ του Καρπενησίου φυγής των Τούρκων, δηλ. την 23 του Νοεμβρίου, εισήλθαν τα ελληνικά στρατεύματα εις την πόλιν. Αύτη εφάνη θέαμα ελεεινών δια τα ερείπια και την ερήμωσίν της. Ευρέθησαν πολλότατα μνημεία Τούρκων, εκ του οποίου δεικνύεται ότι υπέφεραν ούτοι πολύν θάνατον από το ψύχος και από την των αναγκαίων έλλειψιν. Ο στρατηγός Δέντζελος κρατεί ήδη την γραμμήν την από Τατάρνας έως Βλοχόν και Απόκουρον. Ο χιλίαρχος Στράτος ευρίσκεται εις τα ορεινά της Νεόπατρας ο δε χιλίαρχος Τζαβέλας μετέβη αυτοπροσώπως εις τα Ζάλωνα δια να λαβή νέας οδηγίας».

Τα Ελληνικά τμήματα, μπαίνοντας στη πόλη, αντίκρισαν μια εικόνα απογοήτευσης. όμως, το Καρπενήσι, έπειτα από 435 χρόνια τούρκικης κατοχής, απελευθερώθηκε οριστικά.

Πρέπει να αναφερθεί ότι έγινε στις 15/12/1828  η κατάληψη της Βόνιτσας από σώματα του Γ.Τσογκα, Βλαχοπούλου, Βαρνακιώτη και από τις χιλιαρχίες του Γαρδικιώτη Γρίβα και Διαμαντή Ζέρβα την αρχηγία είχε ο R.Churcch και στις 5/3/1829 παράδοση του φρουρίου της Βόνιτσας. Ακόμη στις 13/3/1829 η κατάληψη των στενών της Ναυπάκτου και του Μεσολογγίου  από σώματα του Α. Ισκου και Ν. Ζέρβα, Δήμου Τσέλιου. Επίσης την ίδια μέρα η παράδοση των φρουρίων Ρίου και Αντιρίου στον Αυγοστίνο  Καποδίστρια. Στις 8/5/1829 έγινε η παράδοση του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού στα στρατιωτικά τμήματα του Βαρνακιώτη. Στις 8/2/1829 έγινε η κατάληψη της περιοχής του Μαλιακού κόλπου από σώματα του Ευμορφόπουλου, του Μαυροβουνιώτη και του Λιακόπουλου. Παίρνοντας  υπόψη και την κατάληψη που έγινε στα Ελληνικά σώματα της Ανατολικής  Ελλάδας με την τελευταία μάχη και ήττα των Τούρκων στην Πέτρα Βοιωτίας από δυνάμει υπό τον Δ.Υψηλάντη περιγράφηκε το μεγαλύτερο τμήμα της Στερεάς  πέραν του Ισθμού.

Σε ό,τι αφορά τα σύνορα, ο τελικός διακονισμός έγινε τον Αύγουστο του 1832 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Στις 9/21 Ιουλίου 1832 οι τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορίας είχαν υπογράψει τη Συνθήκη της Kωνσταντινουπόλεως (Καλεντέρ Κιοσκ). Με τη συνθήκη αυτή, οριζόταν ότι τα βορειοδυτικά σύνορα του ελληνικού κράτους θα ήταν στον Αμβρακικό κόλπο, ενώ για τα βορειοανατολικά σύνορα, δηλαδή την περιοχή που βρίσκεται βόρεια του ποταμού Σπερχειού και στην οποία βρίσκεται η πόλη της Λαμίας, δεν πάρθηκε καμιά απόφαση και το θέμα θα εξεταζόταν σε νέα διάσκεψη στο Λονδίνο. Από τη Διάσκεψη αυτή, υπήρξε το Πρωτόκολλο της 18ης/30ης Aυγούστου 1832. Με αυτό επιδικαζόταν στο ελληνικό κράτος η περιοχή της Λαμίας και έτσι τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα ορίζονταν μεταξύ των κόλπων του Αμβρακικού και του Παγασητικού. Ταυτόχρονα, επιδικάστηκε το ποσό των 40.000.000 γροσιών ως αποζημίωση προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επακριβής χάραξη των συνόρων έγινε επί τόπου, από ειδική επιτροπή , ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο και έγινε αποδεκτή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα Δεκεμβρίου 1832.