Χρονογραφήματα





![]() |
![]() | |
![]() |
![]() |
Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος
(Μποέμ):
ΑΝΟΙΞΗ
Ανθίζουν οι μυγδαλιές, βλαστάνουν τα δέντρα,
ξανανιώνουν τα πουλιά, γελά η μέρα, αγάπη μεγάλη χύνεται και πλημμυρίζει
όλη την εξοχή.
Τα λιοστάσια αφήνουν το χειμωνιάτικο σταχτί χρώμα
τους, πρασινίζουν και αχτινοβολούν στον ήλιο, τα σιτάρια υψώνονται και
το τριφύλλι μεγαλώνει, η δροσιά το λούζει, από μαργαριτάρια γεμίζει ο
κάμπος.
Έλα να πάρουμε το καλό δρόμο της εξοχής μας και
να τραβήξουμε μακριά, αλάργα, πέρα από την πόλη, όπως τότες. Δεν είμαστε
παιδιά πιά, μα δεν είμαστε και γέροι. Συ θα φορέσεις εκείνο το μωβ
φορεματάκι σου, το ψάθινο πλατύγυρο καπέλο σου, τα μικρουλάκια
λουστρίνια σου, τα μαύρα γαντάκια σου, νούμερο έξ.
Για δες ο δρόμος πως στρώθηκε στα πλάγια του με
πράσινη χλωρασιά, με κόκκινες παπαρούνες και με άσπρες μεταξένιες
ανεμώνες. Για δες οι μυγδαλιές βαριά ανθισμένες, άσπρες,
τριανταφυλλένιες, πως περιμένουν το καμαρωτό σου
τ΄ ανάστημά να τινάξουν απάνω του τα άνθια τους και πέρα οι
αγράμπελες να στεφανώσουν τα παιδικά σου στήθη, τη φαρδιά σου μαύρη ζώνη
με το χρυσό της κρίκο.
Τα πουλιά φτερουγίζουν και φλυαρούν σα να σε
ξαναχαιρετούν ευτυχισμένα σαν τότε. Τίποτε δεν άλλαξε από την εξοχή
ακόμα. Μήτε η μαραμένη καλύβα πάνω στο δάσος, μήτε το ποταμάκι που κυλά
στις πικροδάφνες και στα πλατάνια που φουντώνουν νιοβλαστημένα. Θα
σκύψουμε να πιούμε νεράκι στην πράσινη όχτη του, σαν τότε. Ποτήρι θα
χεις τα δυό σου χέρια. Ποτήρι θάχω τις κόκκινες απαλάμες σου. Θα πιούμε
δροσερό νεράκι αχόρταγα. Θα γελάσουμε μ αγάπη κι άδολη χαρά. Θα κόψουμε
βλαστάρια ανθισμένης λυγαριάς και θα τραβήξουμε ακόμα το δρόμο μας. Θα
σφουγγίσω τον κουρνιαχτό των λουστρινιών σου με το μαντήλι μου και θα
πάρουμε το μονοπάτι του δάσους.
Θα μπούμε μέσα. Το μυστήριο, οι σκιές του θα μας
πλημμυρίσουν την ψυχή, θα μας μεθύσουν. Η φύση ολάκερη θ΄ αναγεννάται
εκεί μέσα. Θα κάνουν αγάπη τα σκουλικάκια, τα αγριολούλουδα, οι θεόρατες
βελανιδιές, οι κισσοί και οι πατομαντήλες μέσα στα νερά. Και το μεγάλο
αυτό φίλημα της αγάπης, του έρωτα της φύσης θα μας φέρνει σε θεϊκή
έκσταση. Θ΄ ακούμε τα αηδόνια και θα τα καλοκαρδίζουμε. Θα βλέπουμε τα
πρόσωπά μας στα νερά και θα γελούμε ευτυχισμένοι. Οι βοσκοί θα μας
στέλνω από μακριά τους σκοπούς της φλογέρας τους, ο ήλιος μες απ τα
κλαριά τα φιλιά του.
Θα βρούμε τις παλιές αγαπημένες σπηλιές απ
αγριόβατα. Θα μαζέψουμε μούρα. Θα φάμε και θα μελανιάσουν τα χείλη μου
και θα κοκκινίσουν τα δοντάκια σου. Κι η κρουσταλλένια σου φωνή θα μου
τραγουδά αγάπης στιχάκια.
Το προβατάκι τ ασπρόμαλλο με τη μεγάλη κουδούνα
στο λαιμό, θα χάσει πάλι το
δρόμο του και θα βελάζει παραπονεμένα. Θα σε δεί και θα σ αναγνωρίσει
και θα ρθεί να γλύψει με την τριανταφυλλένια γλώσσα του
το μώβ φορεματάκι σου και συ θα το φιλήσεις. Και τα καστανά
μαλλάκια σου θα σμίξουν με τα χιονάτα και ολόσγουρα δικά του. Κι έτσι
θάστε μια ζωγραφιά αγαπημένα και τι όμορφα μέσα στη σκιά και τα χρώματα
του δάσους.
Τα δέντρα με τους κορμούς τους μεγάλους θα
απλώνουν τα νιοβλάστατα μικρά κλαράκια τους και θα σε χαϊδεύουν μαλακά.
Τα μυρμηγκάκια θα τα πατεί το πόδι σου ανάλαφρα και δεν θα τα σκοτώνει.
Το χορτάρι θα σου φιλά και θα σου γαργαλάει το δακτυλίδι
της όμορφης γάμπας σου και συ θα γελάς ευτυχισμένα.
Οι πεταλούδες οι πολύχρωμες θα σε θαρρούν
μυρωμένο λουλούδι και θα γυρεύουν να πάρουν μέλι απ τα χειλάκια σου, και
καθ΄΄ως θα πετούν τριγύρω σου, θ αφήνουν το μικρό τους ίσκιο απάνω στ
άσπρο προσωπάκι σου. Νεράϊδα θα σε παίρνει το δάσος ολάκερο και θα
βυθίζεται σε σιγαλιά και σε ζήλεια.
Ο ουρανός θ αφήνει μες απ τις ψηλοθώρητες
κορφές των δέντρων να βλέπουμε λιγάκι γαλανό χρώμα κι η ψυχή μας
θ αναγαλλιάζει. Ο κόσμος δε θα μας στέλνει εκεί μέσα τη βοή του και
θάμαστε ευτυχισμένοι.
Θυμάσαι το ξύλινο γεφύρι που τόχουν φάει οι
βροχές και οι τροχοί των κάρων και των αμαξιών είναι γεμάτο στις όχθες
του από βουστίνες, αγριομενεξέδες και κρινάκια. Θα το περάσουμε
αγκαλιασμένοι σαν τότες. Και θα κοιτάξουμε με συγκίνηση ματαπάλι τον
γκρεμό ….. κάτω, που βόσκουν στα πλάγια του τα γίδια. Και θάσαι σκυμμένη
στον ώμο μου σαν τότες, και το χέρι μου θ αγκαλιάζει την ολόθερμη
δαχτυλιδένια μέση σου.
Πέρα από τα αμπέλια μόλις θα φαίνονται μες απ τα
κλαριά τα τσαπιά των αργατών λαμποκοπώντας στην ήλιο, που θα σκάφτουν τη
γής , μόλις θα φτάνουν τα τραγούδια τους. Θα στεκόμαστε να τα ακούμε
λιγάκι τα ευτυχισμένα αυτά τραγούδια των φτωχών αυτών δουλευτών, και
θαρχίζουμε πάλι το δρόμο μας τον άσωτο και μεθυστικό.
Τα βουνά θα ξανοίγουν κι αυτά κάπου κάπου με τα
καθάρια, γαλάζια έλατά τους με τα καμπυλογραμμένα πλάγια τους
πλημμυρισμένα στον ξανθό ήλιο που θα λιώνει τα χιόνια τους, και θάνε
τόσο μικρά, τα μεγάλα και περήφανα αυτά βουνά, μπροστά στην τόση αγάπη
και ευτυχία μας.
Κι όσο θα τραβούμε μπροστά, τα δέντρα θα γίνονται
πυκνότερα, τα φύλλα τους χοντρή μάζα, που δεν θα την περνά ο ήλιος, το
χορτάρι πυκνό ως το γόνα. Και θ ανασηκώσεις τότε το φορεματάκι σου με τα
αριστερό σου χεράκι, και μέσα στο μυστήριο
και στη βαθειά σιγαλιά του δάσους θα φανεί πιο μεθυστική και πιο
καλοπλασμένη η στρογγυλή σου γάμπα με την μεταξωτή μαύρη κάλτσα σου.
Θα μου χαμογελάσεις τότες πιο σκανδαλιάρα και
αθώα μαζί και τρελός θα σου πάρω τότες το πρώτο φίλημα απ τα ζεστά σου
χείλη, και θα χαμηλώσεις τα μεγάλα μαύρα μάτια σου και τα κατάμαυρα
μεταξένια ματοβλέφαρά σου και τα φαρδιά τους καγκελωτά φρύδια.
Και μέσα στην καρδιά του δάσους του μεγάλου,
κατάμεσα στη φύση που θ αναγεννάται ολάκερη, και που θα κάνει την αγάπη,
μέσα στον έρωτα των αγριολουλουδιών και στην δροσιά των χορταριών, μέσα
στο μεθύσι των ψηλών βελανιδιών, και στο μισοφωτισμένο βάθος του
ανοιξιάτικου δάσους, θα μ ανοίξεις την αγκαλιά σου, ωραία άνοιξή μου, σε
….
Πόσες άνοιξες πέρασαν και πόσες θα περάσουν ακόμα
όμορφες, σαν τότε, και σύ δεν θάρθεις πια στο κάλεσμα της ψυχής μου.
ΔΗΜ. ΧΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Στην
εφημερίδα "Το φως" 19-3-1933: "Ανοιξη" (χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου)...