Προβληματισμοί:
Πολιτική Εγκληματικότητα
Πολιτική Εγκληματικότητα
του Δημοσθένη Γ.
Γεωργοβασίλη
διδάκτορος Φιλοσοφίας
1. Το έγκλημα ως δομικό στοιχείο της κοινωνίας:
Όπως το λάθος είναι η άλλη όψη της αλήθειας, στην οποία
κανείς δεν φθάνει, αν προηγουμένως δεν διαπράξει λάθη κατά τις ερευνητικές
περιπλανήσεις του, έτσι και το έγκλημα είναι η άλλη πλευρά της
νομιμότητας, η οποία δεν επιβάλλεται μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία, αν
πρωτίστως η κοινωνική εγκληματικότητα δε δημιουργήσει την ανάγκη ψηφίσεως
νόμων και εφαρμογής των για την πρόληψη ή την καταστολή της
εγκληματικότητας. Έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά και ύστερα από μια
φασματοσκοπική ανάλυση του φαινομένου, ότι η εγκληματικότητα χρονικά
προηγείται της νομοθέτησης και είναι δομικό στοιχείο της όποιας κοινωνίας,
όποιο κοινοβουλευτικό σύστημα και αν εφαρμοστεί.
2. Το έγκλημα ως υποκατάστατο της
εργασίας: Η κοινωνία είναι οργανωμένη,
όταν εντός της εφαρμόζεται ένα συγκεκριμένο πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, το
οποίο σκοπό έχει αφενός μεν να ικανοποιεί τις βιοτικές ανάγκες των ατόμων,
αφετέρου δε να τα βοηθάει στην ανάπτυξη των σωματικών και πνευματικών
ικανοτήτων τους, δηλ. στη διάπλαση της προσωπικότητάς τους. Το κοινωνικό
σύστημα περιέχει νόμους και κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν την κοινωνική
συμπεριφορά των ατόμων, τα οποία, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους,
πρέπει να εργάζονται. Η εργασία τους είναι χρήσιμη και σε άλλους
ανθρώπους, οι οποίοι γι’ αυτό αμείβουν εκείνους, που τούς την προσφέρουν.
Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι σε κάθε κοινωνία, οι οποίοι δεν προτιμούν την
εργασία ως τρόπο και μέθοδο εκπτύξεως των ικανοτήτων τους, αλλά
καταφεύγουν στο έγκλημα, κοινό ή πολιτικό. Επειδή όμως το έγκλημα προξενεί
βλάβη σε άλλους ανθρώπους, γι’ αυτό πρέπει να κολάζεται και να τιμωρείται
δια των νόμων.
3. Το έγκλημα και η ευημερούσα
κοινωνία: Αλλά το έγκλημα δεν παρουσιάζεται μόνο μέσα
σε κοινωνίες, που πάσχουν από έλλειψη υλικών αγαθών, όπου βέβαια ο νόμος
γι’ αυτό μπορεί να επιδεικνύει και την επιείκειά του. Το κοινό έγκλημα,
όπως δείχνει η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα των οικονομικά
ανεπτυγμένων κοινωνιών, παρουσιάζεται και μέσα σ’ αυτές και μάλιστα με
οξύτητα και επιθετικότητα, την οποία δυσκολεύεται ακόμη και η
ψυχοπαθολογία να ερμηνεύσει. Το φαινόμενο κλοπής και διάρρηξης, των
ληστεύσεων οικιών, καταστημάτων, χρηματαποστολών ή τραπεζών, των
δολοφονιών, των απαγωγών, έχει μέσα στις κοινωνίες της υλικής αφθονίας ως
αυτουργούς συχνά και γόνους εύπορων οικογενειών. Στις περιπτώσεις αυτές
ενδιαφέρουσα είναι η στάση της πλειονότητας των πολιτών, οι οποίοι όχι
μόνο δεν αποδείχνουν τον αποτροπιασμό τους για τους εγκληματίες, αλλά
ενίοτε δεν αποκρύπτουν ούτε τη συμπάθειά τους ή και δεν συγκαλύπτουν τον
έκδηλο θαυμασμό τους γι’ αυτούς τους εγκληματίες!
4. Η βιομηχανία του εγκλήματος:
Και όπως άλλοτε οι εγκληματίες συνιστούσαν συμμορίες με τη
μορφή των συντεχνιών, ώστε να μπορούν να ισχυρίζονται ότι ασκούσαν το
έγκλημα με επαγγελματική ευσυνειδησία, έτσι και στη βιομηχανική μας εποχή
μπορούμε να ομιλούμε για βιομηχανία του εγκλήματος. Γιατί πράγματι σήμερα
το κοινό έγκλημα αναπαράγεται με ταχύτητα και τελειότητα αντίστοιχη προς
την ταχύτητα και την τελειότητα, που διαθέτει η ανεπτυγμένη τεχνολογία.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η οργάνωση και η εκτέλεση του εγκλήματος είναι
συνάρτηση των οργανωτικών δομών της οικονομίας κάθε εποχής.
Εικόνα τελειοποίησης των μεθόδων του δομικού
κοινωνικού εγκλήματος προσφέρουν σήμερα οι μεγαλουπόλεις των οικονομικά
ανεπτυγμένων κρατών. Τα τελειότερα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως
είναι τα συστήματα υποκλοπής και διαβιβάσεως των πληροφοριών, τα σχήματα
μεταφοράς και διαφυγής, τα όπλα και οι εκρηκτικές ύλες, οι χημικές ουσίες
και τα φάρμακα, χρησιμοποιούνται αφειδέστερα και επιδεξιότερα από τους
εγκληματίες παρά από τις δυνάμεις διώξεως του εγκλήματος.
Η κοινωνική εγκληματικότητα είναι λοιπόν
αναπόσπαστο δομικό στοιχείο της κοινωνίας και μάλιστα αναπτύσσεται ως
εξαρτημένη μεταβλητή του κοινωνικού συστήματος, το οποίο πάλι εξαρτάται
από το εφαρμοζόμενο οικονομικό σύστημα.
* * *
5. Το έγκλημα ως δομικό στοιχείο του
πολιτικού συστήματος: Αλλά και κάθε πολιτικό σύστημα
συνοδεύεται από μιαν αντίστοιχη πολιτική εγκληματικότητα, η οποία, επειδή
εμφανίζεται και λειτουργεί σε συνάρτηση με τις δομές του πολιτικού
συστήματος, είναι και αυτή δομική εγκληματικότητα. Δεν ήταν μόνον οι
μονάρχες και οι δικτάτορες εκείνοι, που «γιατί έτσι τους αρέσει»
διαπράττουν εγκλήματα, που συχνά καταλήγουν και σε διεξαγωγή ολέθριων
πολέμων, αλλά είναι και οι αιρετοί, οι δημοκρατικοί ηγέτες των
συνταγματικών πολιτευμάτων του λεγόμενου «Δυτικού Κόσμου», που τα
εγκλήματά τους τα ανάγουν σε «κρατικά καθήκοντα». Τα «γουώτερ γκέιτ», η
λαθρεμπορία όπλων, η διακίνηση ναρκωτικών, η σύσταση τρομοκρατικών
συμμοριών, η συντήρηση ομάδων στυγερών εκτελεστών-δολοφόνων, η παραγωγή
αχυρανθρώπων για την καταλήστευση του δημοσίου χρήματος ή των
αποταμιεύσεων του λαού. Και αν τύχει και αποκαλυφτούν αυτά τα εγκλήματα,
τότε μεταβαπτίζονται σε «σκάνδαλα τραπεζιτών» ή «σκευωρίες» κάποιων
αντιπάλων. Και πάλι, αν τύχει και συρθούν στο καθαρτήριο πυρ των «ειδικών»
ή των ποινικών δικαστηρίων, η απαλλαγή ή η αθώωση των κατηγορούμενων ως
αυτουργών είναι βεβαία. Έτσι «διαλάμπει» η εντιμότητά τους, η οποία
κατασυκοφαντήθηκε δήθεν μόνο και μόνο από «πολιτική αντιπαλότητα». Και
τότε το αποτέλεσμα είναι ο «θρίαμβος της δικαιοσύνης» και ο λαϊκός
αφηρωισμός των εγκληματιών. Κι έπειτα ποιος λογαριάζει τις πολυδάπανες
διαδικασίες και την κατασπατάληση πολλαπλάσιου δημόσιου χρήματος, εκείνου
δηλ. που δεν έχουν προλάβει να καταβροχθίσουν!
6. Ο εθισμός των πολιτών στο πολιτικό
έγκλημα: Έτσι οι μεν πολίτες εθίζονται στη συμβίωσή
τους με το πολιτικό έγκλημα, το οποίο μάλιστα ευνοούν, αφού άλλωστε
βλέπουν να το υπερασπίζονται ενίοτε και νομικοί παράγοντες του
συνταγματικού κράτους. Αυτοί λοιπόν οι πολίτες, με αμβλυμμένα τα
ανακλαστικά της ηθικής τους συνείδησης, κατά τις αρχαιρεσίες υπερψηφίζουν
με θαυμασμό τους «τολμηρούς» εκείνους πολιτικούς παράγοντες, οι οποίοι όχι
μόνο εξαθλίωσαν την οικονομία της χώρας τους «χάριν του λαού» και
υποθήκευσαν το μέλλον αυτού του λαού στις ισχυρές οικονομίες ξένων κρατών,
αλλά διδάσκουν τους πολίτες πώς να τους θαυμάζουν και να τους αποθεώνουν
ως μάγους του εγκλήματος!
7. Εγκλήματα των νόμων:
Και δεν είναι μόνο τα οικονομικά σκάνδαλα ως τα βαρύτερα
πολιτικά εγκλήματα. Απείρως πιο ασύγγνωστα είναι τα εγκλήματα, που
διαπράττονται με εργαλεία τους νόμους, όπως π.χ. είναι ο νόμος, που
εκάστοτε «μεταρρυθμίζει» το σύστημα της εκπαίδευσης και μεταβάλλει το
μαθητή σε ισότιμο και ισοδύναμο με το δάσκαλο, αναγορεύει το φοιτητή σε
εργοδότη και ευεργέτη του καθηγητή, μεταδομεί το σχολείο σε εκδοτήριο
τίτλων αμαθείας, το πανεπιστήμιο σε ενδιαίτημα των αναρχικών, τις δημόσιες
υπηρεσίες σε ευαγή ιδρύματα, όπου σιτίζονται τα μίσθαρνα και τυφλά όργανα
του κόμματος. Εγκλήματα απροσμέτρητης ενοχής είναι, και μάλιστα δυνάμει
των νόμων, εκείνα της διάλυσης των σωμάτων ασφαλείας, εσωτερικής και
εξωτερικής, εκείνα της κομματικοποίησης του συνδικαλισμού. Εγκλήματα
πολιτικά είναι η υπό των πολιτικών υπόθαλψη εγκληματιών του κοινού
Ποινικού Δικαίου, η υποκίνηση των εργαζομένων σε πολιτικές απεργίες.
Εγκλήματα είναι εκείνα των καταλήψεων των εργοστασίων και της εκ τούτου
χρεοκοπίας των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Πρόκειται πράγματι περί
εγκλημάτων, που ο χαρακτηρισμός τους με τους βαρείς τίτλους «των
εγκλημάτων εσχάτης προδοσίας» ή «καθοσιώσεως» να φαίνεται λίαν επιεικής.
Οι βουλευτές ψηφίζουν τους νόμους και οι ίδιοι τους καταπατούν!
8. Εγκλήματα κατά του Συντάγματος:
Γιατί ποια αξία έχει το Σύνταγμα, όταν οι πολιτικοί εγκληματίες δε
στρέφονται μεν ευθέως και εμφανώς εναντίον του, ώστε εύκολα να διαφεύγουν
από τη λαβίδα του νόμου, κατασκυβαλίζουν όμως και αχρηστεύουν το Σύνταγμα
της δημοκρατικής πολιτείας; Και πώς γίνεται αυτό; Όταν με τους μηχανισμούς
του λαϊκισμού και του φανατισμού διαφθείρουν το λαό και τον χειροτονούν σε
δύναμη υπέρτερη του Συντάγματος, σε δικαστή των νόμων, σε τρομοκράτη του
εαυτού του, αυτό δεν είναι κορυφαία διαφθορά; Έπειτα είναι ή όχι
τρομοκρατική πράξη η εξώθηση σε αδιέξοδη απεργία, σε αποκλεισμό των
εθνικών οδών και σε παρακώλυση της συγκοινωνίας, σε καταλήψεις των
αεροδρομίων, σε μεταφορά στους δρόμους πυροβόλων από τους απεργούς των
πολεμικών εργοστασίων; Όταν με την ανοχή, και συχνά με την υποκίνησή τους,
εκ μέρους πολιτικών η μία συντεχνία τρομοκρατεί την άλλη και παραβλάπτει
τα συμφέροντά της, ενώ το κράτος δεν θέλει ή δεν μπορεί να παρέμβει: Και
το φρικώδες: χάριν μικροκομματικών συμφερόντων όχι μόνο δεν φροντίζουν να
αναπτυχθεί η οικονομία, αλλά παίρνοντας τεράστια και υψηλότοκα δάνεια από
ξένες χώρες προκαλούν στο επιθυμητικό του λαού ορμές για κατανάλωση
πολυτελών, και μάλιστα με αθρόα εισαγωγή αλλοδαπών, προϊόντων. Ώστε όχι
μόνον η εγχώρια παραγωγή να αχρηστεύεται, αλλά και η κρατική οντότητα της
χώρας να υποθηκεύεται και να τίθεται υπό κηδεμονία - και μάλιστα με
κηδεμόνες τους δανειστές της! – και έτσι να διασύρεται ως διεθνής
περίγελος, να πληγώνεται ανελέητα το θαυμάσιο ελληνικό φιλότιμο. Κι όλα
αυτά για ποιο σκοπό; Μόνο και μόνο για να δικαιολογεί το κυβερνών κόμμα τη
νομή της εξουσίας. Μήπως τέτοιοι πολιτικοί είναι ανθέλληνες και μίσθαρνα
όργανα των «σκοτεινών δυνάμεων» του μαμμωνά;
Όλα αυτά δε συνιστούν τάχα πολιτικά, και
μάλιστα εγκλήματα βαρύτατης μορφής, και δε στρέφονται ευθέως κατά του
κύρους, της ακεραιότητας και των συμφερόντων της χώρας; Και ομολογουμένως
ποτέ λαϊκές μάζες δεν ξεσηκώνονται αυτομάτως, αλλά με πρωτοστασία και
κάλυψή τους εκ μέρους πολιτικών παραγόντων. Όταν όμως τρωθεί βαθιά το
φιλότιμο του κυρίαρχου λαού, εκείνος ξεσηκώνεται, ανταριάζεται και
θεριεύει. Και αυτόν το ξεσηκωμό του τον επιτάσσει το ίδιο το Σύνταγμά του.
9. Η πολιτική εγκληματικότητα εναντίον
της πατρίδας: Πολιτική εγκληματικότητα είναι επίσης
κάθε πράξη και συμπεριφορά, με την οποία προδίδεται η πατρίδα. Και
προδίδεται η πατρίδα όχι απλώς με τις δραστηριότητες κατασκόπων ή εγχώριων
πρακτόρων ξένων και αντιπάλων κρατών. Η πατρίδα προδίδεται και αδικείται
πολλαπλασίως, όταν πολιτικοί υποκλέπτουν κρατικά μυστικά και σε συμπαιγνία
τα παραδίδουν στον αχαλίνωτο τύπο. Η πατρίδα προδίδεται με την μετατροπή
των οργάνων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών σε ραδιούργους ή καταδότες
του κόμματος, όταν διορίζονται υπηρεσιακά όργανα, για να παρακολουθούν τις
κινήσεις των πολιτικών αντιπάλων, να υποκλέπτουν τις τηλεφωνικές τους
συνδιαλέξεις και να καταπατούν θεμελιώδεις νόμους του Συντάγματος της
χώρας. Η πατρίδα προδίδεται, όταν παιδιά της την κατασυκοφαντούν προς
ξένες δυνάμεις, που ενδεχομένως εκείνες να μεταβληθούν αύριο σε εχθρούς
της. Η πατρίδα προδίδεται με τον εθισμό των πολιτών στην υπερκατανάλωση
αγαθών, σε κατανάλωση ξένων προϊόντων και σε παράλληλη περιφρόνηση των
εγχωρίων.
10. Το πολιτικό έγκλημα και η
βουλευτική ασυλία: Διαρκές πολιτικό έγκλημα
τελεσιουργείται, όταν οι βουλευτές δεν ελέγχονται και δε συμμετέχουν στις
συνεδριάσεις της Βουλής, αλλά ασχολούνται με αλλότρια, διευκολύνοντας έτσι
την μετάλλαξη του Κοινοβουλίου σε χαλκείο εργαλείων παρανομίας. Η πατρίδα
προδίδεται, όταν οι βουλευτές με απροκάλυπτη βουλιμία αποφασίζουν για το
ύψος των αμοιβών τους, καταχρώνται τη βουλευτική τους ασυλία και
μετατρέπονται σε τηλεοπτικούς τραμπούκους ή δημόσιους τρομοκράτες και
υβριστές των δικαστών. Η πατρίδα προδίδεται, όταν με ενέργειες των
βουλευτών καταπατούνται οι αξίες του λαϊκού της πολιτισμού ή νοθεύονται με
τους εξανδραποδιστικούς μηχανισμούς του λαϊκισμού ή υποκαθίστανται με
προϊόντα εισαγόμενης υποκουλτούρας περιθωριακών και εξτρεμιστικών
στοιχείων. Και συντελείται αυτή η αλλοτρίωση δήθεν χάριν εκσυγχρονισμού
και προόδου!
Αλλά, όταν η ανεκτικότητα του οργανωμένου
κράτους υπερβαίνει τα όρια της πολιτικής ανοχής και καρτερίας, που κάθε
φιλελεύθερη δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να επιδεικνύει, και με τις
πολλαπλές παραβιάσεις των νόμων και των αρχών του Συντάγματος δοκιμάζεται
η αντοχή του, τότε η ανεκτικότητα αυτή αποτελεί κατά της πατρίδας
εγκληματικότητα χείριστης μορφής. Πότε ελέγχθηκε δικαστικώς και τελικά
κλείστηκε στη φυλακή βουλευτής υπουργός ή και πρωθυπουργός για τα μεγάλα
εγκλήματά τους; Σπανίως ή μάλλον άπαξ. Η ασυλία λειτουργεί ως άτρωτη
πανοπλία!
* * *
11. Ο
εξτρεμισμός ως κορύφωση της πολιτικής εγκληματικότητας:
Τέλος, η πολιτική εγκληματικότητα κορυφώνεται με τον πολιτικό
εξτρεμισμό. Και πολιτικός εξτρεμισμός υπάρχει, όταν πολίτες της χώρας,
είτε οργανωμένοι σε πολιτικο-κομματικούς σχηματισμούς είτε και με ατομικές
πρωτοβουλίες, αλλά πάντοτε με πολιτική κάλυψη, στρέφονται με βία και
αυθαιρεσία κατά της δικαιοκρατικής εξουσίας, κατά του κύρους και κατά της
ισχύος του Συντάγματος ή τμήματος αυτού, είτε όταν απαιτούν την κατάργησή
του. Οι εξτρεμιστές δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, και κυρίως το
δικαίωμα του πολίτη για ζωή, για εργασία, για ανάπτυξη της προσωπικότητάς
του, το δικαίωμα για επικοινωνία και πληροφόρηση. Αδικοπραγούν, όταν δεν
ευλαβούνται την ευθύνη της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης του κράτους, όταν
απορρίπτουν την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή πρέπει να διέπει τη
συμπεριφορά κάθε πολίτη, όταν δεν αναγνωρίζουν: την ανεξαρτησία της
δικαιοσύνης, την αρχή του πολυκομματισμού, την ισότητα ευκαιριών για όλα
τα πολιτικά κόμματα, το δικαίωμα για τον σχηματισμό και τη λειτουργία της
αντιπολίτευσης. Εξτρεμιστές είναι οι πολιτικοί εκείνοι, που δε σέβονται
-και ενεργούν να καταργηθούν βίαια- μια ή περισσότερες από τις αρχές αυτές
του Συντάγματος! Ή και πετυχαίνουν να μη βελτιωθεί προς εκσυγχρονισμό
κάποιο άρθρο του.
12. Το
πολιτικό έγκλημα και η Δικαιοσύνη: Τι κάνει όμως μια
αξιοσέβαστη πολιτεία απέναντι στους εξτρεμιστές πολιτικούς; Πώς αντιδρά
μια ανεξίκακη και υπομονητική δημοκρατική κυβέρνηση, όταν ακόμη και μέλη
του κοινοβουλίου της χώρας δρουν όχι μόνο εξτρεμιστικά αλλά και προδοτικά;
όταν διακηρύσσουν ως σκοπό της πάλης τους ακόμα και απόσπαση μέρους της
χώρας και την προσάρτησή του σ’ άλλη γειτονική χώρα; Ο μόνος τρόπος
αντιμετώπισης των εξτρεμιστών αυτών είναι η μέσω της Δικαιοσύνης παραπομπή
τους στη χλεύη του λαού. Όμως μια τέτοια παραπομπή πολιτικών στη διάκριση
της δικαιοσύνης και στις αμφιθυμίες του ευμετάβολου λαού είναι πικρό
ποτήρι για τον κυβερνήτη μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αλλά όσο πικρό κι
αν είναι, είναι αναγκαίο κακό, είναι η ratio
ultima της ορθής Πολιτικής. Διότι οποιαδήποτε επιείκεια εκ
μέρους του υπεύθυνου κυβερνήτη απέναντι σε εξτρεμιστές πολιτικούς συνιστά
αυτόχρημα βαριά εγκληματική συμπεριφορά του. Και επομένως η λειτουργία
αδέκαστης δικαιοσύνης απομένει ως ο μοναδικός τρόπος άμυνας της πολιτείας
κατά των εξτρεμιστών αυτών, και μάλιστα όταν εκείνοι βάναυσα περιφρονούν
τις απαγορεύσεις του νόμου και προκλητικά τάσσονται υπέρ των τρομοκρατικών
οργανώσεων, τις οποίες ενισχύουν ηθικά. Όταν ευνοούν τη δημοσίευση
προκηρύξεών τους ή καλλιεργούν στην κοινή γνώμη ευνοϊκό κλίμα για τους
τρομοκράτες και τους πολιτικούς εγκληματίες. Και τότε συχνά οι πολιτικοί
δένουν τα χέρια της Δικαιοσύνης.
13. Η στρατηγική και η τακτική του
εξτρεμισμού: Τον εξτρεμισμό επέλεξαν ως στρατηγική
πολιτικής αντιπαράθεσης και αντικοινωνικής δράσης όλες οι αποκλίνουσες από
το νόμο αντιδημοκρατικές ιδεολογίες, αριστερές ή δεξιές. Τέτοιες
ιδεολογίες είναι ο ριζοσπαστικός σοσιαλισμός, ο προλεταριακός
κομμουνισμός, ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός και γενικά κάθε ολοκληρωτική
απόκλιση από την πολιτική της φιλελεύθερης και δικαιοκρατικής δημοκρατίας.
Ωστόσο η πολιτική εγκληματικότητα, όταν επιλέγει την χρήση εξτρεμιστικής
στρατηγικής ως μέθοδο πολιτικής σύγκρουσης προς το κράτος του νόμου,
υπερβαίνει τα όρια της βίας και μετέρχεται κάθε μορφή τρομοκρατίας. Και η
τρομοκρατία των εξτρεμιστών προβιβάζεται σε συλλογική τρομοκρατία
επαναστατικών μαζών. Αυτές οι μάζες επιζητούν να ανατρέψουν την νόμιμη
κυβέρνηση, να καταργήσουν το κράτος και να επιβάλουν την ταξική τους
κυριαρχία ως εξουσία της βίας. Οι αστόχαστες αυτές μάζες ταυτίζουν τον
εαυτό τους με την καθαγιασμένη από τους ιερούς αγώνες έννοια «λαός» και με
τη στρατηγικότητα της τρομοκρατίας δημιουργούν μια ψευδοεπαναστατική, αλλά
εκρηκτική κατάσταση, η οποία παρουσιάζει προς το εσωτερικό και προς το
εξωτερικό την κρατική μηχανή ως παντελώς ανίκανη να λειτουργήσει.
Με το πρόσχημα της «Αλλαγής» ή της «Προόδου»
-μολονότι οι εξτρεμιστικές μάζες δεν είναι ικανές για κανενός είδους
κοινωνικές μεταρρυθμίσεις- γκρεμίζουν θεσμούς, καταστρέφουν δομές,
καταρρακώνουν αξίες, γελοιοποιούν μορφές και ιδέες, βομβαρδίζουν την
παράδοση, ανατινάζουν τους βωμούς της πατρώας πίστης και αυτοαναγορεύονται
σε τιμητές του αμαρτωλού παρελθόντος ενός «κράτους προνοίας». Κατά τη
γνώμη των εξτρεμιστών οι κυβερνώντες «δεν έχουν δικαίωμα να ομιλούν»,
είναι ένοχοι για την ηθικοκοινωνική οπισθοδρόμηση του λαού, φταίνε για
ό,τι κακό και ανάποδο βαρύνει την ιστορία της χώρας από καταβολής της.
Διαβάλλουν το κράτος του νόμου και της τάξης ως «αστυνομικό», ως
«φασιστικό». Ταξινομούν τους πολίτες σε «προοδευτικούς» και
«κουλτουριάρηδες», σε πατριώτες και ξενόδουλους, σε ανθρώπους και
υπανθρώπους. Επινοούν χλευαστικούς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς
(«μπάτσοι», «γουρούνια», «δολοφόνοι» κ.λπ.) για τους αστυνομικούς,
δολοφονούν δικαστικούς, πολιτικούς και αστυνομικούς, απάγουν μέλη των
οικογενειών τους και εκτελούν εν ψυχρώ επιφανείς πολίτες, ακόμα και παιδιά
του λαού.
14. Το πολιτικό έγκλημα και η νεολαία:
Όλα αυτά τα ενεργήματα ως μέθοδοι εξτρεμιστικής
δράσης φέρουν τα γνωρίσματα κάποιας ψευδοαριστερής ιδεολογίας, η οποία
κερδίζει κοπάδια ανεγκέφαλων συμπαθούντων και επιβάλλει το έγκλημα (με τη
μορφή της δολοφονίας, της ληστείας, της κλοπής, της απαγωγής, του
εκβιασμού κ.λπ.) ως μόνη διέξοδο στις επαναστατικές ενορμήσεις της
ανυπόμονης νεολαίας. Γιατί κάθε νεολαία είναι φυσικό να διαφλέγεται από το
όραμα ενός καλύτερου κόσμου, μιας ανθρωπινότερης κοινωνίας. Και το
περίεργο είναι ότι οι νέοι αυτοί, που επιστρατεύονται ως πρωτοστάτες του
εξτρεμισμού από τούς στρατολόγους του πολιτικού εγκλήματος, είναι κάποτε
γόνοι και αστών, μεγαλοαστών ή και φιλοτρομοκρατικών πολιτικών!
Έτσι παγιδεύονται πολλοί νέοι, ακόμα και
φοιτητές, από τα δελεαστικά συνθήματα μιας ψευδοεπαναστατικής αλλαγής και,
δυστυχώς, καταλήγουν σε πνευματικά αδιέξοδα, τα οποία τους εμποδίζουν να
δουν ότι ο δρόμος της εγκληματικότητας, στον οποίον έχουν στρατολογηθεί,
υποσκάπτει την ευημερία και την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Διότι η
ενδημούσα τρομοκρατία ως υποκατάστατο της επανάστασης δεν έχει ως
πραγματικό της σκοπό τη βίαια ανατροπή του κράτους και την κατάργηση του
ισχύοντος πολιτικού συστήματος, αλλά τις διαλυτικές επιπτώσεις της
εγκληματικής δράσης των εξτρεμιστών επάνω στην κοινωνικά οργανωμένη ζωή,
στα νόμιμα αγαθά και στην ελευθερία των πολιτών.
15. Η πολιτική εγκληματικότητα πλήττει
τον απλό πολίτη: Οι εμπρησμοί και οι ανατινάξεις
καταστημάτων, οι πολυειδείς βανδαλισμοί στους δημόσιους χώρους και τα
δημόσια καταστήματα, η διατάραξη του ρυθμού της κοινωνικής ζωής ασφαλώς,
όταν κατευθύνονται, ή έστω δεν καταδικάζονται, από όλα τα πολιτικά κόμματα
και όλους τους βουλευτές, δεν πλήττουν άμεσα τo
κράτος όσο βλάπτουν ευθέως και βαρύτατα τους απλούς πολίτες. Γνωρίζουν
καλά οι οπαδοί της πολιτικής εγκληματικότητας ότι οι αποτρόπαιες πράξεις
τους, σ’ οποιοδήποτε ψευδοπολιτικό κίνητρο κι αν χρεώνονται, δεν παύουν να
είναι χυδαία και στυγερά εγκλήματα, που βέβαια δεν τραυματίζουν καιρίως
την πολιτεία δικαίου, αλλά σημαδεύουν κατάκαρδα τον απλό πολίτη. Κι όμως η
υποκρισία τους, η αναρχική αυθάδειά τους οδηγεί μέχρι του σημείου να
εγκολπώνονται ως σύμβολο πίστεως την επικατάρατη αρχή των πολεμοκαπήλων:
«Η τρομοκρατία είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Έτσι
ερμηνεύεται και το φαινόμενο, το οποίο δεν είναι άγνωστο ούτε στην
πολιτική πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, όπου ακόμη και πολιτικά
κόμματα έχουν ενστερνιστεί το σύνθημα τούτο ως μέτρο αγώνα, πάλης και
προοπτικής.
16. Συμβίωση δημοκρατίας και
εγκληματικότητας; Μία όμως είναι η κατακλείδια
διαπίστωση: τo ευρύτατο φάσμα του
κοινού και ιδιαίτερα του πολιτικού εγκλήματος είναι δομικό στοιχείο του
πολιτεύματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αντιδιαμετρικά σύστοιχο προς το
βαθμό της αντοχής και της ακμής της. Η δημοκρατία αυτή, που δυστυχώς
ευνοεί τη συσσώρευση του παραγόμενου πλούτου στα ταμεία των ολίγων, αν δεν
διαθέτει τη δύναμη και την τόλμη να αχρηστεύει τα πλοκάμια του πολιτικού
αναρχισμού και της πλουτοκρατικής τρομοκρατίας και ως φιλάνθρωπο κοινωνικό
κράτος να διανέμει παραγωγικά τον πλούτο στους πολλούς, καθώς και ως άλλος
Ηρακλής να κατακαίει τα κεφάλια της λερναίας ύδρας του εξτρεμισμού, δεν
έχει άλλη επιλογή παρά να είναι αναγκασμένη να εθίζεται στη συμβίωσή της
με τo πολιτικό έγκλημα, παρόμοια
όπως είναι αναγκασμένοι και οι Ιάπωνες να συζούν με τους τεκτονικούς
σεισμούς της σεισμοβριθούς χώρας τους. Μπορεί όμως ένα τέτοιο πολίτευμα να
είναι υγιής και βιώσιμη δημοκρατία; Διότι ο εθισμός στο μιθριδατισμό του
πολιτικού εγκλήματος διαφθείρει, φθείρει και απεργάζεται το τέλος της
όποιας δημοκρατίας.
Επομένως μήπως θα πρέπει να δοκιμαστεί ένα
άλλο είδος δημοκρατίας, που να διαθέτει ικανή δύναμη πρόληψης ή
ανοσοποιητική αντοχή απέναντι στη λύμη της διαφθοράς και κυρίως στις
επιδημίες του πολιτικού εγκλήματος;