Προβληματισμοί:
Ο Άρειος Πάγος και η Κάθαρση*
Ο Άρειος Πάγος και η Κάθαρση*
του Δημοσθένη Γ.
Γεωργοβασίλη
διδάκτορος Φιλοσοφίας
1. Ο Άρειος Πάγος των Αθηναίων ως
σωσίβιο της Δημοκρατίας: Ο
Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όντας
το ίδιο η καρδιά εκείνης της δημοκρατίας, παρέμεινε για ολόκληρο τον
πέμπτο, αλλά και για τον τέταρτο αιώνα στην καρδιά των Αθηναίων
πολιτών ως το σύμβολο και η πλέον αξιόπιστη εγγύηση της δημοκρατίας.
Αδικήματα, που δίκαζε ο Άρειος Πάγος, ήταν η ανθρωποκτονία, η σωματική
βλάβη, ο εμπρησμός, η καταστροφή των ιερών δένδρων και κυρίως το
έγκλημα των εγκλημάτων, το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, η ανατροπή
της δημοκρατίας. Το αδίκημα αυτό και η εγκαθίδρυση τυραννίας ήταν το
κεφαλαιωδέστερο έγκλημα. Το αδίκημα τούτο ήταν κατάφωρο, και το
δικαστήριο του Αρείου Πάγου είχε την αρμοδιότητα να αποφασίζει
αυτεπάγγελτα, χωρίς να δεσμεύεται από ακροαματικές διαδικασίες, από
καταγγελίες, από μαρτυρίες ή τους υπερασπιστικούς αγώνες των
παραγόντων της δίκης, οι οποίοι συνήθως μάχονταν με σκοπό την
παραπλάνηση των δικαστών.
Ο ρήτορας Αισχίνης στο λόγο του «Κατά
Τιμάρχου» κατηγόρησε τον πολιτικό Τίμαρχο, ότι ως πρώην ερωτικώς
εκδιδόμενος (πόρνος) δεν είχε κατά το νόμο το δικαίωμα να παρουσιασθεί
και να αγορεύσει ενώπιον της Βουλής ή του δικαστηρίου. Και το
δικαστήριο καταδίκασε τον Τίμαρχο με στέρηση των πολιτικών του
δικαιωμάτων. Το βασικό επιχείρημα του Αισχίνη ήταν τούτο: Οι
Αρεοπαγίτες «οὐκ ἐκ τοῦ λόγου μόνον οὐδ’ ἐκ τῶν μαρτυριῶν, ἀλλ’ ἐξ
ὧν αὐτοὶ συνίσασι καὶ ἐξητάκασι φέρουσι τὴν ψῆφον". Οι Αρεοπαγίτες
δηλ. δεν «ετεροχρονίζουν» τη συνείδησή τους, ώστε ως αξιογέλαστοι
δικολάβοι να διαιρούν την κρίση τους σε κρίση εξ αναμνήσεως και σε
ετυμηγορία εκ των συνθηκών του παρόντος. Δηλαδή οι αρεοπαγίτες
δικάζουν το έγκλημα περιορίζοντάς το αποκλειστικά στο πλαίσιο του
νόμου, ο οποίος ως νόμος οφείλει να έχει την ίδια ισχύ ανεξάρτητα από
τις εκάστοτε κυριαρχούσες περιστάσεις.
Ο Άρειος Πάγος δίκασε το συνταρακτικό
σκάνδαλο του Αρπάλου, εκείνου του τυχοδιώκτη ταμία του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, ο οποίος, αφού άρπαξε το θησαυρό του ταμείου, αυτομόλησε
προς τους Αθηναίους, τους οποίους δωροδόκησε, για να τού διαφυλάξουν
το θησαυρό. Εκείνοι, αφού εναπέθεσαν στον Παρθενώνα το θησαυρό,
έκλεισαν στη φυλακή τoν «ευεργέτη» τους. Αυτός όμως με την
ακαταγώνιστη δύναμη και βαρβαρική τέχνη της δωροδοκίας κατόρθωσε να
δραπετεύσει από τη φυλακή. Αλλά τότε στο ταμείο της Ακρόπολης βρέθηκαν
τα μισά από τα εφτακόσια τάλαντα, που είχε παραδώσει ο Άρπαλος.
Επόμενο ήταν να ξεσπάσει μέγα σκάνδαλο, ότι με τα εξαφανισθέντα
χρήματα δωροδοκήθηκαν οι πολιτικοί του κυβερνώντος κόμματος,
επικεφαλής του οποίου ήταν ο περίφημος Δημοσθένης! Ο Άρειος Πάγος δεν
χρονοτρίβησε: εισήγαγε σε δίκη εκείνον τον πρωθυπουργό (324/3), τον
οποίο εγκάλεσε για δωροληψία είκοσι ταλάντων. Ο Δημοσθένης όχι μόνον
αρνήθηκε την κατηγορία, αλλά συγχρόνως κατέθεσε και ψήφισμα στην
Εκκλησία, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να εξουσιοδοτηθεί ο Άρειος Πάγος,
να ερευνήσει σε βάθος την υπόθεση του σκανδάλου, ώστε σ’ όποιον
ευρεθεί ένοχος για δωροληψία από τον Άρπαλο, να επιβληθεί η ποινή του
θανάτου. Η χειρονομία αυτή του μεγάλου εκείνου πολιτικού ανδρός ήταν
μέγα τεκμήριο αθωότητας, αλλά και ειλικρινούς βουλήσεως για τις
διαδικασίες και τo αποτελέσματα της κάθαρσης.
2. Η κάθαρση έργον του Αρείου
Πάγου: Αλλά η δωροδοκία μελών
της Εκκλησίας του Δήμου ή της Βουλής ή του δικαστηρίου, προκειμένου να
πεισθούν για να ψηφίσουν ευνοϊκά υπέρ κάποιας μη σύννομης και μη
δίκαιας υπόθεσης, αποτελούσε σε σοβαρότατο είδος διαφθοράς.
Και ευλόγως ήταν δύσκολο να δωροδοκήσει
κάποιος μεγάλο αριθμό πολιτικών ή δικαστών. Ωστόσο το δαιμόνιο του
διεφθαρμένου πολιτικού Ανύτου, ενός των τριών κατηγόρων του Σωκράτη,
εφεύρε ακόμη και μέθοδο για την επίλυση αυτού του προβλήματος: Όταν ο
Άνυτος, μετά την αποτυχία του στην Πύλο, επειδή δεν κατόρθωσε να
εμποδίσει τους Σπαρτιάτες να την κυριεύσουν (409), δικαζόταν για την
ανικανότητά του εκείνη, κατάφερε να «δεκάσει» τα μέλη της Ηλιαίας,
έχοντας παράλληλα συγκροτήσει και οργάνωση έτοιμη να ανατρέψει τη
δημοκρατία (Αριστοτ. Ἀθηναίων Πολιτεία, 27, 5).
* * *
Ο σύγχρονος Άρειος Πάγος, αυτό το
βαρύτιμο συμβούλιο των γερόντων της Δικαιοσύνης, δεν φαίνεται να έχει
παρόμοιες, σωστικές για τη δημοκρατία, αρμοδιότητες· διότι αλλιώς δεν
θα χρειαζόταν την δια της ψήφου της Βουλής παραπομπή πολιτικών, των
υπόπτων για σκάνδαλα, πολύ δε περισσότερο δεν θα ήταν ανάγκη να
συσταθεί «Ειδικό Δικαστήριο» για την εκδίκαση εγκλημάτων, τα οποία όχι
μόνον αποπνικτική δυσοσμία σκανδάλων αποπνέουν, αλλά συνιστούν και
κλίμα διαφθοράς, η οποία δεν ανατρέπει απλώς, αλλά αποσυνθέτει το εξ
ιδικής της συμβολής «σεσηπὀς καὶ εὐρωτιῶν» σώμα της Δημοκρατίας.
Ποιοι κυβερνούσαν κατά το χρόνο, που
δημιουργήθηκαν και αποκαλύφθηκαν τα διαβόητα σκάνδαλα; Είχαν ή δεν
είχαν την αποκλειστική ευθύνη να επαγρυπνούν και να εξελέγχουν, ώστε
όχι μόνο να μη συνεργούν, αλλά και να παραπέμπουν αυθωρεί στη
Δικαιοσύνη τα σκάνδαλα; Γιατί τάχα η εκδίκαση των σκανδάλων να
αποτελεί «σκευωρία» ή «δίωξη των πολιτικών αντιπάλων»; Ποιος
καταδιώκει ποιόν; Τα πολιτικά κόμματα άσκησαν την ποινική δίωξη ή οι
βουλευτές του Κοινοβουλίου, που πλειοψήφησαν υπέρ της παραπομπής στο
Ειδικό Δικαστήριο των ενεχομένων στα σκάνδαλα; Και πρέπει να είναι
τάχα σεβαστή ως κρηπίδωμα της Δημοκρατίας η αρχή της πλειονοψηφίας;
Και δεν θα πρέπει τάχα να είναι όλοι οι πολίτες μιας δημοκρατούμενης
χώρας ίσοι απέναντι του νόμου; Οι ιδρυτές της Δημοκρατίας, της οποίας
κατά κάποια ειρωνεία της τύχης γιορτάζονται εφέτος τα 2500 έτη, είχαν
νόμο σχετικά με την «εὔθυνα», την υποχρέωση δηλ. του κάθε πολίτη, που
διαχειρίσθηκε δημόσιο λειτούργημα για ένα έτος, μετά την παρέλευση του
έτους, να υποβάλλεται σε έλεγχο για τον τρόπο, κατά τον οποίο
διαχειρίσθηκε το αξίωμά του. Ο δημόσιος εκείνος άνδρας όφελε να
ελέγχεται, να λογοδοτεί, για να αποδείχνει ότι καλώς εξυπηρέτησε τις
υποθέσεις του κράτους.
3. Η ανομία των πολιτικών και ο
Άρειος Πάγος: Σήμερα όχι
μόνον δεν εφαρμόζεται παρόμοιος νόμος, αλλά και όταν ακόμη συμβαίνει
να ζητούν οι δικαστικές αρχές την άρση της βουλευτικής ασυλίας κάποιων
βουλευτών, προκειμένου εκείνοι να εγκληθούν, για να λογοδοτήσουν
ενώπιον του νόμου της πατρίδας τους για κάποιες σοβαρές και αξιόποινες
πράξεις τους, όλοι οι βουλευτές συσπειρώνονται γύρω από τους «ύποπτους
συναδέλφους» τους και ομοθυμαδόν απορρίπτουν την αίτηση της δικαστικής
εξουσίας!
Αλλά πού οδηγεί η αντιδημοκρατική αυτή
«αλληλεγγύη»; Οδηγεί ευθέως στον πολιτικό χουλιγκανισμό, στον
αυταρχισμό των βουλευτών, από τους οποίους ευάριθμοι εμβολιάζουν στο
δημόσιο βίο με ήθη περιφρόνησης των νόμων και των φορέων της εξουσίας·
διότι τι άλλο από μίσος εναντίον της δημοκρατίας συνιστά η συμπεριφορά
των πολιτικών αυτών, που, ενώ έχουν παραπεμφθεί, για να δικαστούν,
εκείνοι περιφρονούν το δικαστήριο, εφόσον η Βουλή δεν έχει άρει τη
βουλευτική τους ασυλία; Θα ήταν άραγε τόσο «παλικαράς» ο δικαζόμενος
βουλευτής, ώστε να εξυβρίζει, να απειλεί και να θέλει να
κατατρομοκρατήσει τους δικαστές - λες και μόνοι τους οι δικαστές
συνέστησαν τη λειτουργία του δικαστηρίου τους- αν δεν ήταν
θωρακισμένος ως θερβαντικός «Ιππότης ελεεινής μορφής» μέσα στο
αλεξίσφαιρο σκάφανδρο της βουλευτικής ασυλίας; Και θα είχε ίσως τον
αέρα της επαρχιώτικης ψευτοπαλικαριάς, να βρυχάται ο θρασύδειλος δίκην
λέοντος προπηλακίζοντας καθημερινά τους δικαστές, αν τυχόν τού είχε
αφαιρεθεί η λεοντή της βουλευτικής ασυλίας; Εάν ο κατηγορούμενος δεν
τύχαινε να προστατεύεται από τον θώρακα της βουλευτικής ιδιότητας, θα
είχε τάχα την ασυδοσία να αλωνίζει κυριολεκτικά μέσα στην αίθουσα του
δικαστηρίου, δηλ. να μπαίνει και να βγαίνει όποτε θέλει, να διακόπτει
τη διαδικασία και να συμπεριφέρεται ως αμφιτρύων του οίκου, να
αμετροεπεί περί αέρων και υδάτων και τόπων, καίτοι είναι πρόσωπο, το
οποίο κατά το νόμο «δεν δικαιούται να ομιλεί» παρά μόνο για τα θέματα,
για τα οποία κατηγορείται ο ίδιος; Θα ήταν τότε δυνατόν να μη
αναλαμβάνεται εναντίον του κάποια νομική δράση; Θα ήταν δυνατόν να μην
εισάγεται καθημερινά ως κατηγορούμενος σε έκτακτες «παρεμπίπτουσες
δίκες;»
Αλλά τέτοια θρασυδειλία, που
χαρακτηρίζει χαμερπείς αχυρανθρώπους, τους οποίους κινούν ως
νευρόσπαστα αθέατοι παντοκράτορες, επαινείται και θαυμάζεται δυστυχώς
από το λαό, τον δεκασθέντα και εξαγορασμένο με το τίμημα της
διαφθοράς! Και αυτό είναι και τo πιο ανεξιλέωτο έγκλημα των
αμοραλιστών πολιτικών, ότι διέφθειραν το λαό!
Τί άλλο από επιθετικότητα κατά των
θεσμών της δημοκρατίας εκφράζει η απόφαση των ιθυνόντων του πολιτικού
κόμματος, του οποίου κάποιοι παράγοντες έχουν εισαχθεί σε δίκη, όταν
καθυβρίζουν κι απειλούν με λαοκρατικές κυρώσεις τους αντιπάλους ως
υπαιτίους της παραπομπής των ενεχομένων στα εκδικαζόμενα σκάνδαλα, ενώ
ταυτόχρονα λησμονούν ότι και δικοί τους βουλευτές είχαν ψηφίσει υπέρ
της παραπομπής των ενόχων με σκοπό την κάθαρση του πολιτικού βίου της
χώρας; Είναι ή δεν είναι ψυχολογική βία, που ασκείται μάλιστα
όχι μόνο κατά των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και κατά του λαού, όταν
Κεντρική Επιτροπή Κόμματος παίρνει απόφαση να κατατρομοκρατήσει τους
Αρεοπαγίτες, αλλά και ολόκληρο το λαό με σχέδια εθνικού διχασμού,
βίαιων καταλήψεων, λαϊκού αιματοκυλίσματος και εμφυλίου σπαραγμού;
Και, δυστυχώς, είναι ολοφάνερο ότι τέτοιες ολέθριες αποφάσεις
αποτελούν αυτόχρημα απονενοημένα διαβήματα, όσο κι αν στηρίζονται
επάνω στη μάταια αναμονή της συμπαράστασης του λαού. Τέτοιες αποφάσεις
αποτελούν κραυγαλέα ομολογία παραδοχής των κατηγοριών, που βαρύνουν
τους κατηγορούμενους, οι οποίοι πανικόβλητοι αναζητούν εναγωνίως τη
σωτηρία τους σ’ αυτές τις μεθόδους. Διότι το έγκλημα της διαφθοράς,
για να μη περιορισθεί στους πρωταγωνιστές, οπότε οι άμοιροι εκείνοι θα
ήταν αναγκασμένοι να στηθούν ως ολόγυμνοι πρωτόπλαστοι απέναντι του
δικαιοκρίτη νόμου, επεκτάθηκε και σε μεγάλο αριθμό οπαδών. Και η
μέθοδος για μια τέτοια συμμετοχή των πολλών στα σκάνδαλα διαφθοράς των
ολίγων είναι ευρεσιτεχνία του αρχαίου εκείνου Αθηναίου Ανύτου, του
εφευρέτη της τέχνης του «δεκάζειν». Πώς δεκάστηκαν οι οπαδοί
της σπείρας των διεφθαρμένων πολιτικών; Δεκάστηκαν με αθρόα συμμετοχή
στο διαμοιρασμό της λείας, του δημοσίου χρήματος. Διορισμοί σε
υπηρεσίες του Δημοσίου, ανάθεση αξιωμάτων σε αχρείους και παντελώς
ανάξιους, χορήγηση υψηλών και χαριστικών δανείων, ανάθεση εργολαβιών
σε ημέτερους, χορήγηση συντάξεων, επιδομάτων, αύξηση μισθών και
ημερομισθίων, κατάργηση αξιολογήσεως και ελέγχου αποδόσεως, διανομή
χρημάτων για γιορτές και πανηγύρια του γάμου του καραγκιόζη. Και
δυστυχώς ουδείς από εκείνους τους πανευτυχείς θνητούς δε διανοήθηκε να
διερωτηθεί αφελώς: Αφού η παραγωγή και η παραγωγικότητα της οικονομίας
μηδενίζεται, αφού η φοροδιαφυγή θριαμβεύει, αφού η παραοικονομία
οργιάζει, αφού το χρήμα με την άνοδο των επιτοκίων ακριβαίνει, αφού οι
δαπάνες για μη παραγωγικές επενδύσεις αυξάνονται, από πού τέλος πάντων
εξευρίσκονται οι πακτωλοί του χρυσίου, που κατασπαταλώνται για
δημαγωγικούς και μόνον σκοπούς;
4. Ο Άρειος Πάγος και n
αυτεπάγγελτη δίωξη: Αλλά και όταν αποδείχνεται
ότι το χρυσίο εκείνο προέρχεται από χορηγήσεις εκ μέρους των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή από κρατικά δάνεια, τα οποία υποθηκεύουν το
μέλλον του λαού και την αυτοκυριαρχία της χώρας του, οι πανευδαίμονες
οπαδοί του ληστρικού κόμματος θαυμάζουν ακόμη περισσότερο τον
ταχυδακτυλουργό και χρυσοκάνθαρο κυβερνήτη τους, τον πανάγαθο ευεργέτη
τους, ο οποίος -μπράβο του!- έχει το ταλέντο να βαλαντιοτομεί
ημεδαπούς και αλλοδαπούς και με τα προϊόντα να μεταβάλλει τους οπαδούς
του σε συβαριτικούς κηφήνες. Και αυτό ακριβώς είναι και το έγκλημα
εκείνο, το οποίο οι Αθηναίοι ονόμαζαν «υπονόμευση του λαού» και
τo οποίον ο Άρειος Πάγος δίκαζε αυτεπάγγελτα.
Ο Αισχίνης στο λόγο του «Κατά
Τίμαρχου», απευθυνόμενος προς τους δικαστές, επιχειρηματολογεί: «Ας
μη δώσετε μεγαλύτερη πίστη σε τίποτε άλλο (δηλ. ούτε στις μαρτυρικές
καταθέσεις, ούτε στις αγορεύσεις των συνηγόρων, ούτε στις προτάσεις
των κατηγόρων) παρά σ’ όσα σεις οι ίδιοι συνειδητοποιήσατε και έχετε
πεισθεί σχετικά με τούτον εδώ τον Τίμαρχο. Επίσης ας βγάλετε την
απόφασή σας όχι επηρεαζόμενοι από τις σημερινές συγκυρίες, αλλά από τα
στοιχεία της κατηγορίας, όπως αυτά συνέβησαν στο παρελθόν. Διότι όσες
κατηγορίες διατυπώθηκαν εναντίον του Τιμάρχου κατά το παρελθόν,
διατυπώθηκαν για την αλήθεια, ενώ όσα πρόκειται να λεχθούν σήμερα θα
λεχθούν για να επηρεάσουν την κρίση σας, δηλ. για να σας παραπλανήσουν»
(92 - 93). Και πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι ο Τίμαρχος είχε υπάρξει
πόρνος, δηλ. ήταν ένας από εκείνους τους πολίτες, οι οποίοι με τη
διαγωγή τους είχαν θέσει τους εαυτούς των εκτός νόμου, και γι’ αυτό
δεν είχαν το δικαίωμα όχι μόνον να ασκήσουν δημόσιο αξίωμα, αλλά ούτε
καν να εκφωνήσουν ενώπιον του δικαστηρίου λόγο! Ενώ αντίθετα, στη
σύγχρονη Ελλάδα τέτοιοι πολιτικοί υμνούνται και δοξάζονται από τον
υπονομευμένο και αλλοτριωμένο λαό!
5. Η υπονόμευση του λαού:
Η δίκη των Αλκμαιωνιδών για το «κυλώνειον ἄγος», η οποία ήταν
δίκη εναντίον μιας κορυφαίας οικογένειας από την τάξη των
αριστοκρατικών, που έγινε με αιματοχυσία ή τυραννία, δεν κατέληξε μόνο
σε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ἀτιμία») όλων των μελών
της οικογενείας, αλλά και σε ψήφιση ειδικού νόμου, δυνάμει του οποίου
ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου η αυτεπάγγελτη δίωξη
κάθε ύποπτου για «ὑπονόμευσιν τοῦ δήμου». Και δεν είναι τάχα
έγκλημα «υπονόμευσης του λαού», όταν ένας κυβερνήτης εισάγει το
λαϊκισμό ως μηχανισμό εξανδραποδισμού του απλού και αφελούς πολίτη;
Όταν τον αγκυλώνει εργασιακά και πολιτισμικά μέσα στο γύψο του
φανατισμού; Όταν τον μεταβάλλει σε πέμπτη φάλαγγα των έκνομων σχεδίων
του; Όταν ιδρύει κυβέρνηση αχυρανθρώπων; Όταν εξαγοράζει τους
κονδυλοφόρους των δημοσιογράφων, τα δυναμικά στελέχη του αντιπάλων
του, τις παραδοσιακές εφημερίδες του συντηρητικού χώρου, τους
ραδιοφωνικούς και τους τηλεοπτικούς σταθμούς των ανταγωνιστών του;
Όταν εφαρμόζει σχέδια ιδεολογικής άλωσης των ψηφοφόρων του αντιπάλου
κόμματος; Όταν καταχράται τις αποταμιευμένες σε ιδρύματα πίστεως
οικονομίες του λαού του; Όταν συγχρωτίζεται με λαθρεμπόρους όπλων και
ναρκωτικών; Όταν, τέλος, στην πραγματικότητα είναι έκνομος και
τυραννικός, και παρ’ ότι πιστεύεται πως ευνοεί ομάδα στυγερών
δολοφόνων, αυτός υποδύεται ταυτόχρονα το θεάρεστο ρόλο του ευαγγελιστή
της ειρήνης, αυτοχειροτονείται σε αρχιερέα των μυστηρίων του
ανθρωπισμού! και αποτολμά -ω της ιεροσυλίας του!- να υποκαταστήσει
ακόμη και τον Ιησού Χριστό στο κήρυγμα της παγκόσμιας αγάπης και της
φιλίας!
Αλήθεια, ποια απόφαση τάχα θα μπορούσε
να βγάλει ο σύγχρονος Άρειος Πάγος για τέτοια απερίγραπτα εγκλήματα;
Μήπως θα πρέπει να αναμένεται η επέμβαση της θεάς Αθηνάς, για να ρίξει
τελικά εκείνη την ψήφο της; Γιατί σε αντίθετη περίπτωση ποια κρατική
εξουσία θα είχε την τόλμη να αντιμετωπίσει το συμπαγές μέτωπο
επιθετικότητας και ψυχολογικού καταναγκασμού, στο οποίο στρατολογείται
ο κάθε εξαγορασμένος «ψηφοφόρος»; Και είναι δημοκρατία αυτή, όπου ο
λαός από υπέρμαχος της έννομης τάξης, όπως πρέπει να είναι κατά το
Σύνταγμα, μετατρέπεται σε όχλο καθολικού τρόμου και βίας κατά των
δικαστών; Άπαγε της βλασφημίας! Ο θεουργικός φενακιστής του λαού, ο
σύγχρονος δημαγωγός Κλέωνας, βυσσοδομεί και πάλι κατά της Δημοκρατίας.
Φτάνει πια!
-------------------
*Δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό “Πολιτικά Θέματα” μια εβδομάδα πριν εκδοθεί το
αποτέλεσμα του Ειδικού Δικαστηρίου