Προβληματισμοί:
Ο καιρός της πολιτικής υπέρβασης*
Ο καιρός της πολιτικής υπέρβασης*
του Δημοσθένη Γ.
Γεωργοβασίλη
διδάκτορος Φιλοσοφίας
1. Η έννοια της υπέρβασης:
Αιφνιδιάζει τον πολίτη τον συνηθισμένο στη γλωσσική κοινοτυπία
της πολιτικής κενολογίας, η χρήση του φιλοσοφικού όρου
«υπέρβαση». Είναι βεβαίως αληθές ότι ο όρος αυτός έχει
κακοπαθήσει τόσον από φιλοσοφούντες όσο και από λοιπούς
διανοούμενους, αφού ο καθένας τον μεταχειρίζεται κατά το
δοκούν. Άλλοι τον χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν
εντυπώσεις εμβριθών στοχαστών. Άλλοι για να συσκοτίσουν την
έτσι κι αλλιώς θολερή σκέψη τους. Άλλοι για να χλευάσουν ως
«μυστικιστές» ή «μεταφυσικούς» ή «ουτοπιστές» τους χρήστες του
όρου. Άλλοι τέλος για να προβάλουν αντιστικτικά τη δική τους
θετικιστική, μαθηματικοποιημένη καταχνιά ως οπτικό πεδίο της
πραγματικότητας.
Ο όρος «υπέρβαση» οφθαλμοφανώς είναι
ελληνικός. Αρχικά γνωστός από τις ελεγείες του ποιητή Θέογνη,
ο οποίος τον χρησιμοποιεί μεταφορικά με την έννοια του
αμαρτήματος, της παράβασης, παίρνει αργότερα, στη γεωγραφική
περιήγηση του Στράβωνα την κυριολεκτική του σημασία, της
διάβασης επάνω από βουνά, ερήμους, ποταμούς, λίμνες. Στο
λεξικό του Ησυχίου ο όρος «υπέρβαση» απαντάται με τις εξής
σημασίες: αδικία, κόρος, αμαρτία, υπερηφανία, παράβασις όρκων.
Όμως η σύγχρονη σημασία του όρου
«υπέρβαση» προέρχεται από τη Φιλοσοφία. Με τον όρο αυτό
αποδόθηκε στη γλώσσα την ελληνική ο λατινικός όρος
transcendentia της Σχολαστικής Φιλοσοφίας, όπου σήμαινε το
επέκεινα του κόσμου, και κάποτε ήταν συνώνυμος του Θεού.
Ωστόσο όμως ο όρος αυτός στην εποχή μας χρησιμοποιείται από
κοινού τόσο από την ιδεαλιστική φιλοσοφία όσο και από την
θετικιστική κοσμολογία. Ήδη ο Φώυερμπαχ και ο Μαρξ
χρησιμοποιούν τον όρο «υπέρβαση» με την έννοια της
αυτοπαραγωγής του ανθρώπου και της μεταβολής του σε ένα
επέκεινα. Υπερβαίνω σημαίνει ξεπερνώ την άχαρη κατάστασή μου
και μεταβαίνω σε μιαν άλλη επιθυμητή, ονειρεμένη, ανώτερη
κατάσταση. Υπερβαίνω τα όρια, που μου τέθηκαν από τους άλλους,
και δημιουργώ τις δικές μου εμπειρίες, γράφω τη δική μου
ιστορία. Υπό την έννοια αυτή ο άνθρωπος είναι ένα μεταφυσικό,
υπερβατικό ον, το οποίο με την τόλμη του να υπερβεί τα όριά
του δημιουργεί νέες αξίες και καταξιώνει νέες μορφές ζωής. Άρα
η έννοια υπέρβαση είναι στενά συνυφασμένη με την έννοια
«πρόοδος».
2. Υπέρβαση και Κίνηση:
Είναι φανερό ότι η υπέρβαση ως πρόοδος, ως καινοτομία, ως
ρηξικέλευθη τόλμη έχει ως προϋπόθεσή της την κίνηση. Η κίνηση
είναι πράγματι η αναγκαία συνθήκη της υπέρβασης. Ωστόσο η
έννοια της κίνησης παραμένει, ακόμη και για τη Φυσική και για
τη Φιλοσοφία, ένα μεγάλο αίνιγμα. Ο Αριστοτέλης οδήγησε το
στοχασμό στην παραδοχή του «πρώτου», το οποίον είναι το
«κινοῦν ἀκίνητον». Δηλ. είναι μια ανώτατη αρχή, η οποία είναι
μεν καθεαυτήν ακίνητη, αλλά προκαλεί την κίνηση. Η εκδοχή αυτή
ερμηνεύει βεβαίως την έννοια της απόλυτης κίνησης, η οποία
προϋποθέτει ένα σταθερό σημείο μέσα στο σύμπαν. Αλλά το σημείο
αυτό κανείς δεν μπορεί να το προσδιορίσει, να αποδείξει την
ύπαρξή του. Γι’ αυτό παραμένει απλώς ένα αίτημα του καθαρού
λόγου.
Η πραγματική όμως κίνηση είναι
σχετική, δηλ. αναφέρεται σε ένα σημείο του διαστήματος, το
οποίο βρίσκεται σε σχετική αδράνεια ή σχετική κίνηση, όπως
υποστηρίζει η θεωρία της Σχετικότητας.
3. Κίνηση και χειραφέτηση:
Στην Πολιτική, κίνηση είναι οι αυθόρμητα δημιουργούμενες
πράξεις, που χαρακτηρίζουν μια προεπαναστατική κατάσταση.
Ευλόγως οι πράξεις αυτές είναι χαλαρά οργανωμένες, αφού στόχος
τους είναι η πολιτική χειραφέτηση των ατόμων, τα οποία
εμπλέκονται στις διαδικασίες αυτής της κίνησης. Ωστόσο η
κίνηση προχωρεί δημιουργώντας ανησυχίες και προβληματισμούς,
αφυπνίζει συνειδήσεις, ενεργοποιεί ναρκωμένες δυνάμεις,
λυτρώνει σκλάβους τόσο αποτελεσματικότερα, όσο οξύτερη
αντίδραση εκδηλώνεται απέναντί της. Η ένταση και η διάρκεια
της αντίδρασης είναι το μέτρο του δυναμισμού της πολιτικής
κίνησης, που επιχειρεί την υπέρβαση. Διακηρυσσόμενος στόχος
της πολιτικής κίνησης είναι η θέληση να διαμορφώσει ένα κράτος
δικαίου μέσω μιας πραγματικής κοινωνικής ζωής. Αυτή η
προσπάθεια εξελίσσει τον αυθορμητισμό της κίνησης και τον
διατηρεί όχι μόνο σε αμυντική επαγρύπνηση έναντι των επιθέσεων
της αντίδρασης, αλλά αποκρυσταλλώνει την κίνηση σε ζωντανό
οργανισμό. Και ενώ η πολιτική κίνηση αφορμάται από ένα κύκλο
προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς φιλίας
και ιδεολογικής συγγένειας, εντούτοις στη συνέχεια εξελίσσεται
δυναμικά σε μια μαζική οργάνωση με κοινή ιδεολογία, την
ιδεολογία της απελευθερωμένης κοινωνίας, την ιδεολογία του
ακηδεμόνευτου λαού, του χειραφετημένου έθνους.
4. Η αντίδραση ως άγος της
Δημοκρατίας: Δυστυχώς την έννοια της πολιτικής
κίνησης την εκμεταλλεύτηκαν και την διέφθειραν κατά τον 20ό
αιώνα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Αυτά είναι εκείνα, που
καταχράστηκαν και παραχάραξαν τη σημασία των πυρηνικών όρων
«αυτοκαθορισμός» και «ισότητα ευκαιριών», οι οποίοι αποτελούν
ουσιώδεις βαθμίδες στη διαδικασία της χειραφέτησης.
Τα καθεστώτα αυτά απέβλεψαν με
ιδιαίτερη έμφαση όχι στο σκοπό της κίνησης, αλλά στη δυναμική
της. Γιατί μόνο μέσα από τη «δυναμική» της δικαιώνεται μια
πολιτική κίνηση. Έτσι ολόκληρος ο κόσμος είδε τους
«δυναμικούς» ηγέτες του φασισμού, του ναζισμού, του
σταλινισμού, του μαοϊσμού να υπερτονίζουν τη ζωτικότητα της
κίνησης και να θεωρούν ως νομιμοποιημένη αντίδραση μόνο την
εξωπολιτική κίνηση, ενώ αντίθετα την κάθε εσωπολιτική τη
στιγμάτιζαν και την καταπολεμούσαν ως «υπονόμευση», ως
«δυναμιτισμό», ως «αποστασία», ως «προδοσία».
Όσοι αντιδρούν εσωπολιτικά πρέπει να
παραδίνονται στη μαινόμενη μάζα των νευρόσπαστων του
κομματικού φανατισμού και να υφίστανται τα επίχειρα του
λύντσειου νόμου! Ο νόμος του Λυντς ακόμη και μέσα στο
Κοινοβούλιο, αυτόν τον άχραντο ναό της Δημοκρατίας, δεν
λυντσάρει τους «άτακτους» βουλευτές, αλλά δολοφονεί την ίδια
τη Δημοκρατία!
5 . Η πόλωση ως Συμπληγάδες
της Κίνησης: Το σύγχρονο νόημα της «πολιτικής
κίνησης» είναι χειραφέτηση απέναντι στον αυταρχισμό της
καθεστηκυίας εξουσίας. Η σύγχρονη «πολιτική κίνηση» είναι
αντίθετη προς το δεσποτισμό και το αδιαφιλονίκητο κύρος της
αυθεντίας. Αντικειμενικός σκοπός της «πολιτικής κίνησης» είναι
η υπέρβαση της πολιτικής πόλωσης, την οποία συντηρούν εκ
κοινού συμφέροντος με σατανικούς μηχανισμούς της δημαγωγίας
εμφανώς δύο θανάσιμοι μονομάχοι, και παρά το ότι δεν έχουν
σημαντικές διαφορές στην πολιτική πραξιολογία τους, όμως
διχάζουν το εκλογικό σώμα σε «δικούς μας» και «αντιπάλους
μας», για να συνθλίβουν ευκολότερα με τον όγκο της
εγκλωβισμένης εκλογικής μάζας κάθε άλλη πολιτική κίνηση, που
στο όνομα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας,
θα τολμούσε να αμφισβητήσει το παπικό κύρος των, να
καταγγείλει τη συμπαιγνία των και να καλέσει τους εχέφρονες
πολίτες σε συναγερμό για τη χειραφέτηση, την πρόοδο, την
ανεξαρτησία, τον αυτοκαθορισμό, την εθνική ανάταση.
6. Η πολιτική κίνηση και το
όραμα: Αλλά από πού αντλεί τη δύναμή της η πολιτική
κίνηση, που ευαγγελίζεται την υπέρβαση; Είπαμε ότι τόσο η
απόλυτη όσο και η σχετική κίνηση νοούνται στη σχέση της προς
κάποιο σημείο μέσα στο διάστημα. Η πολιτική κίνηση -αν βέβαια
δεν είναι ψευδεπίγραφη, οπότε είναι Κίνημα, το οποίο με τη
δημαγωγική αγκύλωση των οπαδών του μέσα στο γύψο της κούφιας,
όσο και παραπλανητικής συνθηματολογίας εντάσσει τους έτσι
παγιδευμένους οπαδούς του ως μισθοφόρους-παράσιτα του κρατικού
προϋπολογισμού στη φρουρά του πολιτικού φεουδάρχη του
κινήματος- η πολιτική κίνηση λοιπόν αντλεί τη δύναμή της από
ένα όραμα. Είναι τo όραμα μιας κοινωνίας πολιτών ενεργών και
χειραφετημένων. Είναι το ιδεώδες ενός έθνους πολιτισμένου,
ένδοξου, υπερήφανου και ευτυχισμένου.
7. Ο ορίζοντας της υπέρβασης:
Kαι η πολιτική κίνηση τότε μόνο βρίσκεται στον ορθό δρόμο, ο
οποίος θα την οδηγήσει προς τους σκοπούς της, όταν κατορθώσει
να γίνει υπέρβαση. Η υπέρβαση του κατεστημένου των πολιτικών
μονομάχων και μονοπωλητών της εξουσίας. Υπέρβαση της
παλαιοντολογικής, αυτόχρημα δεινοσαυρικής πολιτικής, υπέρβαση
της εμπειρίας της κοινωνικής διαφθοράς, υπέρβαση της
οικονομικής ομηρίας, που ασκεί ένα κράτος-σατράπης, ένα
κράτος-εκμαυλιστής. Υπέρβαση των ορίων της Ιστορίας, η οποία
απέβη το στρατόπεδο συγκεντρώσεως των πολιτών, αυτών των
ομήρων της κομματικής πειθαρχίας και της στυγνής
προσωπολατρίας. Υπέρβαση του γνωστού προς το άγνωστο, υπέρβαση
του συνηθισμένου προς το αιφνίδιο και απροσδόκητο, υπέρβαση
της υπόθεσης προς το πείραμα, υπέρβαση της θεωρίας προς την
πράξη. Ο καιρός της υπέρβασης βεβαίως, επειδή υπέρβαση είναι
το κρισιμότερο σημείο μέσα στην εξέλιξη της κίνησης,
χρειάζεται να γίνει λόγος εδώ για το χρονικό σημείο, κατά το
οποίο γίνεται η υπέρβαση και πραγματώνεται το όραμα. Η λαϊκή
σοφία με την παροιμία «κάθε πράγμα στον καιρό του» πρόσεξε
ιδιαίτερα την κρισιμότητα της φάσης της υπέρβασης. «Καιρὸς
παντὶ πράγματι». Για να τελεσφορήσει κάθε κίνηση, για να
επιτύχει το στόχο της κάθε προσπάθεια, δεν αρκεί μόνον η
θέληση των αποφασισμένων για την υπέρβαση· χρειάζεται πάνω από
όλα ο κατάλληλος καιρός, κατά τόν οποίον πρέπει να γίνονται τα
επιμέρους ενεργήματα της κίνησης, που θα οδηγήσει στην
υπέρβαση, αν βέβαια αποσκοπείται με την κίνηση η επιτυχία μιας
επανάστασης.
8. Ο καιρός της υπέρβασης:
Ο όρος καιρός είναι φιλοσοφικός και ταυτίζεται με την έννοια
«φύσις» ή «θεότης», εκφράζεται δε ως μια ιδιαίτερη εύνοια, ως
μια ευνοϊκή συγκυρία μέσα στο χρόνο για το εγχείρημα της
υπέρβασης. Ιδιαίτερα για την πολιτική πραξιολογία η έννοια του
καιρού είναι άκρως σημαντική. Και είναι σημαντική όχι μόνο ως
η κατάλληλη ώρα για τη ρήξη προς το «κατεστημένο» και την
κήρυξη της επανάστασης, αλλά περισσότερο ως νόρμα στην τεχνική
της πειθούς, ώστε το εκλογικό σώμα όχι μόνο να στρέψει την
προσοχή του εκστατικά προς τη στιγμή της ρήξης, αλλά κυρίως να
προσηλώσει το πνεύμα του στο ιδεώδες της υπέρβασης. Οι θεατές
που αιφνιδιάζονται από τη ρήξη, όταν εκείνη γίνεται επάνω στην
ώρα της, και πείθονται ότι με την υπέρβαση εγκαταλείπεται τo
άμετρο, το ανίκανο, το φαύλο και επιζητείται το μέτριο, το
ικανό, το τέλειο. Ο αιφνιδιασμός επιτυγχάνεται μόνον, όταν η
πολιτική κίνηση ευνοηθεί από το χρόνο, όταν δηλ. έλθει το
πλήρωμα του χρόνου, ώστε να έχει ένα ευνοϊκό πότε σε κάθε
ενέργημα. Έτσι οι συγκυρίες των εξωτερικών γεγονότων αποτελούν
το χρονικό και τον τοπικό ορίζοντα, δηλ. το πότε και το πού
της υπέρβασης.
9 .Υπέρβαση και διάγνωση του
καιρού: Η πολιτική κίνηση δεν είναι δυνατόν να
σπουδάζει κανένα σύστημα προδιαγραφών των ευνοϊκών συμπτώσεων.
Δεν είναι νοητό ότι η εμβριθής μελέτη μιας σχετικής
σημειολογίας ή συμπτωματολογίας την καθιστά ικανή να
αιφνιδιάζει επάνω στον κατάλληλο καιρό με την τέλεση της
υπέρβασης και να επιτυγχάνει το σκοπό της. Γιατί; Διότι η μόνη
σταθερά μέσα στη διαδικασία της πολιτικής κίνησης είναι η
τύχη, το τυχαίο, η σύμπτωση.
Αλλά ας μη νομισθεί ότι εδώ
παραδίδομε τους τολμητίες της πολιτικής κίνησης στη σαγήνη του
σοφιστικού οπορτουνισμού, διότι η υπέρβαση είναι η αναγνώριση
του αναγκαίου μέσα στο τυχαίο. Και αυτό είναι τo ειδικό βάρος
της οντότητας του πολιτικού: η διάγνωση του καιρού. Με οξύνοια
αξιοθαύμαστη παρατήρησε πρώτος ο Δημόκριτος τούτο το σημείο,
το τόσης αποφασιστικής σημασίας για την υπέρβαση: «οἰκήιον
ἐλευθερίης παρρησίη, κίνδυνος δὲ ἡ τοῦ καιροῦ διάγνωσις». Δηλ.
ιδιαίτερο γνώρισμα του ελεύθερου φρονήματος είναι η τίμια
γλώσσα, αλλά ο κίνδυνος βρίσκεται στην εκτίμηση της κατάλληλης
στιγμής.
Γι’ αυτό μπορεί ίσως η τύχη να είναι
παράγων ανασφάλειας, όμως η καίρια κατόπτευση του αναγκαίου
διευκολύνει τη σκοποθεσία και καθορίζει το κρίσιμο πότε, τον
ορθό χρόνο, τον καιρό της υπέρβασης. Για τo λόγο αυτό και ο
καιρός της πράξης δημιουργεί την Ηθική του μέτρου. Έτσι λοιπόν
ο καιρός, η κατάλληλη στιγμή μεταφράζεται σε ευκαιρία, ενώ η
πρόωρη ή η παράκαιρη δράση καταδικάζεται σε ακαιρία.
11. Οι αντίπαλοι της
υπέρβασης: Στην πολιτική ζωή των ευρωπαϊκών λαών ο
τόπος μας είναι εκείνος, που για πρώτη φορά ένας φιλοσοφικός
όρος, η«υπέρβαση» χρησιμοποιείται ως σύνθημα προς δήλωση της
κρίσιμης στιγμής για το ξεπέρασμα του δοκιμασμένου, του
τετριμμένου, του αμαρτημένου. Οι αντίπαλοι της κίνησης αυτής
αποδίδουν σε τούτο το σύνθημα, που τώρα πολιτογραφείται στο
λεξικό της πολιτικής ορολογίας, την σημασία που ανευρίσκομε
στον ελεγειακό ποιητή Θέογνη, τον υμνητή της παιδεραστίας και
παρακλαυσίθυρο παιδαγωγό της αριστοκρατίας: υπέρβαση είναι
αμάρτημα, παράβαση, επιορκία, αθέτηση υπόσχεσης, αγνωμοσύνη,
αλαζονεία, προδοσία,
12. Οι φίλοι της υπέρβασης:
Οι φίλοι όμως και υποστηρικτές της καινοφανούς αυτής
πολιτικής κίνησης, η οποία οραματίζεται την υπέρβαση των
διαχωριστικών γραμμών της πολιτικής φεουδαρχίας και αναζητεί
την ενότητα μέσα στη λεωφόρο της προόδου και του
αυτοκαθορισμού, βλέπουν στον όρο «υπέρβαση» τις σημασίες, που
έδωσε ο περίφημος γεωγράφος Στράβων, ο Έλληνας του πρώτου
μεταχριστιανικού αιώνα, που περιηγήθηκε σπιθαμή προς σπιθαμή
το γνωστό τότε κόσμο και τον γεωγράφησε ως ενιαίο πανόραμα της
ταπεινωμένης από τη ρωμαιοκρατία ψυχής των Ελλήνων: διάβαση
επάνω από βουνά, ερήμους, ποταμούς, λίμνες. Τούτος ο συνειρμός
ανάγει στο εγχείρημα του μυθικού Περσέα, ο οποίος ιππεύοντας
το φτερωτό Πήγασο του Βελλερεφόντη πέρασε πάνω από τους
ωκεανούς και σκοτώνοντας το τέρας της Μέδουσας ελευθέρωσε την
πανέμορφη πριγκίπισσα, την Ανδρομέδα, για να την παντρευτεί
και να ζήσει μαζί της ευτυχισμένος.
13. Υπέρβαση και
θαυματουργία: Εάν θαύμα είναι η εισβολή του δυνατού
μέσα στο χώρο του αδύνατου, τότε και κάθε υπέρβαση είναι και
ένα θαύμα. Αν Πολιτική είναι η τέχνη του δυνατού, τότε με την
υπέρβαση η Πολιτική εγγράφεται μέσα στον κύκλο της
θαυματουργίας. Αλλά «τοῦτο τὸ γένος», δηλ. το θαύμα, «οὐκ
ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Η ορθή Πολιτική, η
Πολιτική της διάγνωσης του καιρού και η ώρα της μεγάλης
απόφασης είναι θαυματουργία. Και το θαύμα της νεοφανούς
κίνησης, που με νεανικό, ποιητικό ρεμβασμό αποκαλείται
«Πολιτική Άνοιξη», μπορεί να γίνει μόνο, αν στο προσκλητήριο
των πρώτων εκλεκτών ανταποκριθούν εκείνοι, που αντέχουν στους
μεγάλους δρόμους, στα υψηλά άλματα, στους ιλιγγιώδεις
μετεωρισμούς. Όσοι νιώθουν το αίμα τους να σφύζει και την
καρδιά τους να πάλλεται στο ρυθμό μιας δίκαιας, προοδευτικής,
υπερήφανης κοινωνίας. Όσοι νιώθουν την ψυχή τους να
πλημμυρίζει από το μεγαλείο μιας Ελλάδας δυνατής, όμορφης και
ευτυχισμένης. Γιατί το όραμα της υπέρβασης μπορεί να είναι
προϊόν μόνον της φαντασίας, να είναι μια πρόκληση μιας τόλμης
για το πήδημα του θανάτου, να είναι μια ακροβασία στις
ακρώρειες του ονείρου. Και ένα τέτοιο όραμα ζυμώνεται μόνο με
εκρηκτικό δυναμισμό. Είναι το καινούργιο κρασί, το νιώτικο.
«Καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς».
14. Θέλει αρετή και τόλμη η
ελευθερία: «Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου
αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι.·» γράφει ο Ανδρέας
Κάλβος. Η τόλμη, αν δεν συνοδεύεται από την αρετή, εξελίσσεται
σε απονενοημένο διάβημα, δηλ. γίνεται ισότιμη με την απόγνωση,
με την αυτοκτονία. Η λελογισμένη όμως τόλμη υποδεικνύει την
οδό της Αρετής ως τη μόνη οδό πραγμάτωσης του ανθρώπου και του
έθνους. Η Αρετή γίνεται ο συνεκτικός ιστός όλων των ιδεών και
συλλήψεων του ενάρετου τολμητία και οδηγεί στην
ενσάρκωση όλων των ανθρωποποιητικών ιδεών. Έτσι η
έννοια της Αρετής δεν έχει απλώς έναν ηθοπλαστικό χαρακτήρα,
αλλά παραπέμπει σε έναν ανώτερο σκοπό, σε μια ανώτερη μορφή
βίου, ήτοι στην οντολογική θεμελίωση της ύπαρξης ως
αγωνιστικής πραγμάτωσης της ελευθερίας, στη γενναιόφρονα
καθίδρυση και στερέωση της ζωής, που εμπνέει και συγκροτεί το
έσχατο Είναι μας.
15. Ενάρετη τόλμη:
Και αυτή η ενάρετη τόλμη απαντάται ενίοτε μόνο σε στοχαστικούς
νέους, οι οποίοι με την τόλμη τους πραγματώνουν το όραμά τους
μόνον με μιαν επανάσταση. Και η ώρα της επανάστασης για την
χειραφέτηση στο δρόμο προς την ελευθερία πρώτα αχρηστεύει τους
παλαιούς ασκούς, όλους τους φθαρμένους πολιτικούς
δεινοσαύρους, τους πολιτικούς φεουδάρχες, τους φανατισμένους
μονομάχους, οι οποίοι παραμερίζουν, για να παρελάσουν μετά τα
ματωμένα όνειρα του χιλιοπικραμένου έθνους! Να περάσουν οι
οργοτόμοι ενός αλλιώτικου αμπελιού, που δεν θα είναι ούτε
ξέφραγο ούτε χερσωμένο. Αλπινιστές μιας χώρας των ονείρων του
λαού ανατρανίζονται, για να της φέρουν από τα βουνά μια
καινούργια Άνοιξη. Ας προσευχηθούμε για το πείραμά τους κι ας
τους ευχηθούμε «ώρα καλή σας, παιδιά!». Όμως όλοι εσείς, οι
επαγγελματίες της πολιτικής μιζέριας, όλοι εσείς οι πιασμένοι
στα δόκανα του κομματικού φανατισμού και της ιδιοτέλειας,
«είστε έτοιμοι ή δεν είστε να δεχτείτε μια τέτοιαν Άνοιξη;»
(Σικελιανός).
Γιατί, αν η ματαιοδοξία αποδείξει
φρούδα την τόλμη των επαναστατών, τότε θα ακολουθήσει όχι μόνο
η γελοιοποίηση της πολιτικής πραξιολογίας, αλλά και το χάος
στις κοινωνικές σχέσεις, αφού η ματαιοδοξία αφοπλίζει ηθικά
και απαξιώνει κάθε αντίσταση.
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης
-------------------
*Δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό “Πολιτικά Θέματα” 17-23 Σεπτεμβρίου 1993