Προβληματισμοί:
Η Γεωγραφία των εκλογέων και η απόφαση
Η Γεωγραφία των εκλογέων και η απόφαση
του Δημοσθένη Γ.
Γεωργοβασίλη
διδάκτορος Φιλοσοφίας
1. Η στιγμή της απόφασης:
Το κρισιμότερο χρονικό σημείο κατά τη λειτουργία της βούλησης
είναι η στιγμή της απόφασης. Πολλές δυνατότητες, ως
σχέδια πράξης, πολιορκούν τη συνείδηση του ανθρώπου, ο οποίος
θέλει -ή είναι αναγκασμένος- να εκλέξει μια απ' αυτές
και να την κάμει πράξη. Μέσα από τις συγκρούσεις, τις
ανασφάλειες, τις αντιφάσεις, τα διλήμματα (τα τριλήμματα ή και
τα πολυλήμματα), όπου πελαγώνει συνήθως άθελά του, είναι
υποχρεωμένος κάθε φορά να διαλέξει μια διέξοδο, για να
ελευθερωθεί από την πίεση, που ασκούν επάνω στη συνείδησή του
όλες οι δυνατότητες προς πράξη.
2. Η προαίρεση ως προϋπόθεση
της ελευθερίας: Επειδή όμως ο πράττων έχει να
αντιμετωπίσει, κατά την εκτέλεση της απόφασής του, όχι μόνο
τις συνθήκες και τους περιορισμούς του χώρου, δηλαδή επειδή
έχει να ακολουθήσει τις κατηγορίες της Αισθητικής, αλλά
αναγκάζεται πάντοτε να στηρίζεται και επάνω στους κανόνες και
τις νόρμες της Ηθικής -εφόσον καμιά πράξη του ανθρώπου δεν
μένει χωρίς κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες-, γι’ αυτό
χρειάζεται να αγκιστρώνει την απόφασή του από κάποια αρχή.
Από τον Αριστοτέλη ονομάστηκε η αρχή αυτή
«προαίρεσις» ως προϋπόθεση της προσωπικής ελευθερίας και
ακολούθως ορίστηκε ως «βουλευτική ὄρεξις τῶν ἐφ’ ἡμῖν»,
δηλ. ως επιθυμία- με βάση τον ορθό λόγο- για κάτι, που
βρίσκεται μέσα στις δικές μας δυνάμεις και δυνατότητες («Ηθικά
Νικομάχεια» ΙΙΙ 3 a10).
3. Στοιχεία της προαίρεσης:
Τα στοιχεία λοιπόν αυτής της αρχής είναι η φρόνηση
και η αυτογνωσία. Και η μεν φρόνηση εξασφαλίζει στον
άνθρωπο την πυξίδα για την πάλη του μέσα στο αχανές πέλαγος
των κινδύνων, που συνεπάγεται η αγωνία για τη λήψη της
απόφασης. Η αυτογνωσία όμως από την άλλη μεριά είναι το
σκάφος, από του οποίου τη στερεότητα και την αντοχή θα
εξαρτηθεί η ποιότητα και η εν γένει διεξαγωγή της πάλης του
ανθρώπου, που επιμένει να θέλει να αποφασίζει ελεύθερα.
4. Τα κριτήρια της
προαίρεσης: Σύμφωνα με τα παραπάνω, το
κεντρικό πρόβλημα για τη λήψη μιας απόφασης είναι το να βρει
κανείς και να παρουσιάσει ασφαλή κριτήρια για την
καλύτερη και λογικότερη εκλογή εναλλακτικών λύσεων, κάθε φορά
που τυχαίνει να βρίσκεται μέσα σε κρίσιμες καταστάσεις, οι
οποίες τον υποχρεώνουν να αποφασίζει.
Για να γίνουν σαφέστερα τα όσα θέλουμε να ισχυρισθούμε εδώ, ας λάβουμε ένα παράδειγμα: Ένα άτομο ή και μια ομάδα ατόμων υπόθεσε ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση σύγχυσης από τον προεκλογικό πυρετό, όπου ο καθένας υποψήφιος με όλα τα μέσα (κάποτε ακόμη και με αθέμιτα) επιδιώκει τη βέβαιη υπερψήφισή του. Ο εκλογεύς χωρίς να έχει στην κατοχή του τον πλήρη έλεγχο των παραγόντων της εκλογής, (δηλαδή, χωρίς να γνωρίζει με ακρίβεια, ώστε να μπορεί να λάβει κριτική θέση), χωρίς να γνωρίζει τα προγράμματα των διαφόρων πολιτικών κομμάτων, ούτε την ποιότητα των ψηφοφόρων ως ατόμων και πολιτών, ούτε ποσώς την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και γενικά τη γεωγραφία των εκλογών, παρά βομβαρδιζόμενος συνεχώς από κάθε πλευρά με συνθήματα και θεάματα, τα οποία εξευτελίζουν τον άνθρωπο ως πολιτικό και κοινωνικό ον, παρά ταύτα καλείται κάποια Κυριακή των εκλογών να ρίξει την ψήφο του στην κάλπη. Εκτός αυτών το αποτέλεσμα των εκλογών προσδιορίζεται σε σημαντικό βαθμό από το είδος και τις μεθοδείες του εκλογικού νόμου ή και από τις κρυφές συμφωνίες και τις αποσκοπούμενες μετεκλογικές συμπράξεις των διαγωνιζομένων για την εξασφάλιση υπερψήφισής τους.
5. Η ανεκδήλωτη προαίρεση:
Ωστόσο πέρα από όλες αυτές και άλλες
παρόμοιες δυσκολίες υπάρχει και ο αστάθμητος παράγοντας του
υψηλού εκείνου ποσοστού των υπεύθυνα σκεπτόμενων ψηφοφόρων, οι
οποίοι στις περιπτώσεις, που ο προεκλογικός αναβρασμός
αναδεικνύει συνειδητή πάλη των μεγάλων κομμάτων για
δημιουργία παραπειστικού κλίματος, τότε (εκείνοι) απέχουν,
σιωπούν και περιμένουν, χωρίς να εκφράζουν ούτε την προαίρεση
τους ούτε τα προγνωστικά τους για την ενδεχόμενη έκβαση της
εκλογικής αναμέτρησης.
6. Πολιτική Οικολογία:
Πρόκειται για το λεγόμενο «κόμμα της σιωπηλής πλειοψηφίας» ή
αλλιώς, για το «κόμμα των ανένταχτων» ή των «αναποφάσιστων».
Και η ύπαρξη αυτής ακριβώς της κατηγορίας των ψηφοφόρων είναι
το αίτιο, που αποδεικνύει όλα τα είδη των μεθόδων για την
έρευνα της Κοινής Γνώμης, δηλ. τις δημοσκοπήσεις (γκάλοπ), ως
επισφαλείς, ως υποκειμενικές και συνήθως ως μέσα παραπλάνησης
των αστόχαστων μαζών, οι οποίες, επειδή ζουν άκριτα και
ανεύθυνα, αφήνονται να παρασύρονται χωρίς καμιά αντίσταση από
την ένταση των όπως-όπως διαμορφούμενων εκλογικών ρευμάτων.
Έτσι ένας κλάδος της Πολιτικής Κοινωνιολογίας, η Πολιτική
Οικολογία, αποδεικνύει ότι μόνο τις δύο τελευταίες ημέρες προ
των εκλογών ένα ποσοστό (μέχρι 25%) εκλογέων, όχι πάντως
«αναποφάσιστων», αφού περιέλθει μέσα στη δίνη των αντιφατικών
επιδράσεων, τις οποίες εξαπολύουν σφοδρότατα -ανάλογα με τη
δύναμή τους- τα κόμματα κατά την τελευταία προ των εκλογών
εβδομάδα, κλονίζεται κατά τις τελευταίες ώρες και παραδομένο
στην ένταση των επιδράσεων, που ασκούνται καταθλιπτικά επάνω
στη συνείδησή του, ζαλίζεται. Ποιος θα τους κερδίσει τώρα
αυτούς τους «θολωμένους»; θα τους κερδίσει ίσως εκείνος, που
ξέρει να εκμεταλλεύεται προς όφελός του τη συμπεριφορά των
εκλογέων; Θα παραμείνουν ίσως μέχρι τέλους στη μοίρα του
«εκλογικού υλικού», του κατάλληλου για κάθε χρήση;
7. Παράγοντες συμπεριφοράς
εκλογέων: Ήδη και στη χώρα μας, κυρίως μετά
την τελευταία αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο παράγοντας
«Συμπεριφορά των εκλογέων» κερδίζει ολοένα και στερεότερο
έδαφος μέσα στην εκλογική στρατηγική των κομμάτων. Η
συμπεριφορά των εκλογέων είναι συνάρτηση τριών παραγόντων: 1)
της γνώσης και της ικανότητας, που διαθέτουν σχετικά με την
άσκηση της εξουσίας εκείνοι οι πολιτικοί, που την διεκδικούν.
Οι άνθρωποι αυτοί τυχαίνει τάχα να είναι πολιτικά,
οικονομολογικά, κοινωνιολογικά ή φιλοσοφικά μορφωμένοι; Ή
τυχαίνει να είναι απλώς παράγοντες του κόμματος και αυλόδουλα
είδωλα των ισχυρών της κομματικής νομενκλατούρας; 2) της
θεμελιώδους γνώσης της επιστήμης, που λέγεται Πολιτική
Κοινωνιολογία, που είναι απαραίτητη για καθένα σύγχρονο
πολιτικό. Λογαριάζουν τάχα οι υποψήφιοι τη δύναμη της
επιστήμης αυτής ή επιμένουν να λειτουργούν ακόμη με τα
συναλλακτικά ήθη του «βλαχοδήμαρχου» και του «κομματάρχη»; 3)
της γνώσης της ωμής πραγματικότητας, με την οποία ασχολείται
εν γένει η Κοινωνιολογία. Συμμετέχουν άραγε αδιάλειπτα οι
πολιτικοί στη ζωή των εκλογέων τους ή τους θυμούνται μόνο κατά
τις παραμονές των εκλογών;
8. Κοινωνιολογία και
Ψυχολογία για την κατανόηση της συμπεριφοράς των εκλογέων:
Ο τρίτος παράγοντας παίζει προφανώς και τον σπουδαιότερο ρόλο
για τη διαμόρφωση της εκλογικής απόφασης, διότι, μόνον αν ο
πολιτικός ζημιώνεται μέσα στα κοινωνικά στρώματα των ψηφοφόρων
του, και επομένως γνωρίζει καλά όχι μόνο τα προβλήματά τους,
αλλά κυρίως βιώνει την ψυχολογία τους, τότε μόνο είναι δυνατόν
να οικοδομήσει τις αναγκαίες γέφυρες εμπιστοσύνης και
αφοσίωσης, οι οποίες θα του προμηθεύσουν την πολυπόθητη επαρκή
εκλογική πελατεία. Έτσι, για τη διαμόρφωση ευνοϊκού εκλογικού
κλίματος το κόμμα θα πρέπει να ζητεί βοήθεια από την Κοινωνική
Ψυχολογία, από την Πειραματική Ψυχολογία, καθώς και από την
Ψυχολογία του Βάθους. Διότι μόνο με τη βοήθεια της Ψυχολογίας
μπορούν να προβλέπονται οι ενδεχόμενες οδυνηρές εκπλήξεις, που
επιφυλάσσουν κάποτε οι εκλογές. Δηλαδή, ενώ όλα τα προγνωστικά
καθώς και το ογκούμενο ρεύμα των ψηφοφόρων προοιωνίζονται
θριαμβευτική νίκη του τάδε κόμματος, ξαφνικά εξέρχονται από
τις κάλπες τερατώδεις εκπλήξεις, τις οποίες η μετεκλογική
πολιτική ανάλυση τις αποδίδει σε δυνάμεις ανορθολογικών ορμών
του πλήθους.
9. Εκλογές και ταξική συνείδηση: Και δεν είναι πάντοτε ασφαλής η προσδοκία, η οποία στηρίζεται βέβαια στη θεωρία των Παυλώφ για τα εξαρτημένα ανακλαστικά, ότι οι έτσι φανατισμένοι ψηφοφόροι θα εκλέξουν σε κάθε περίπτωση τους ταξικούς συντρόφους τους. Αφού και στις περιπτώσεις, που κάποια κόμματα τονίζουν εμφαντικά τις κοσμοθεωρητικές και ιδεολογικές τους ιδιαιτερότητες ως σωστικές λέμβους για την κοινωνική ανέλκυση των ναυαγισμένων ταξικών τους φίλων, και όπου λογικά θα ανέμενε ο απροκατάληπτος παρατηρητής, το αποτέλεσμα της ψηφομέτρησης του εκλογικού σώματος να συμφωνεί με τις ταξικές διαφορές των εκλογέων, και εκεί κάποτε οι εκπλήξεις είναι εκθαμβωτικές. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η έννοια της κοινωνιολογικής κατηγορίας «τάξη», μέσα στη βιομηχανική και υπερκαταναλωτική κοινωνία, έχει χάσει το αρχικό περιεχόμενο, με το οποίο την είχαν αρχικά προικίσει οι πρωτοπόροι της κοινωνιολογικής σκέψης.
10. Η ψευδωνυμία των
πολιτικών προγραμμάτων: Έτσι π.χ. ενώ το
κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» βάλλεται από τους αντιπάλους του
ως προμαχώνας της οικονομικής ολιγαρχίας κ.λπ., έχει ωστόσο
στην πράξη αποδειχθεί ότι το κόμμα αυτό, το οποίο έχει την
υπομονή να διαθέτει ακόμη και σοσιαλιστικό λεξιλόγιο και
φιλολαϊκό προσωπείο, έχει αφομοιώσει και εφαρμόσει
παραχαραγμένο πρόγραμμα καπιταλιστικής κοινωνίας τόσο, ώστε ο
απλός ψηφοφόρος να μη μπορεί να βρει σοβαρές διαφορές ανάμεσα
στα προγράμματα και των μεγάλων κομμάτων. Αλλά και οι
ιδεολογικές αρχές των μικρότερων κομμάτων έχουν διαφοροποιηθεί
ριζικά τόσο, ώστε ένας ορθόδοξος σοσιαλιστής, ας πούμε, να
δυσκολεύεται αφάνταστα να βρει μια σχετική θέση ανάμεσα στα
προγράμματα των κομμάτων, που αυτοαποκαλούνται ψευδωνύμως
«σοσιαλιστικά».
11. Η πλάνη των
δημοσκοπήσεων: Εξάλλου έχει διαπιστωθεί από
μελέτες γύρω από τον εκλογικό αγώνα, ότι παρά τα αποτελέσματα,
που αποδίδει η μέθοδος των επανειλημμένων δημοσκοπήσεων επάνω
στους ίδιους πληθυσμούς κατά τακτά χρονικά διαστήματα (panel),
τελικά ανεβαίνει το ποσοστό εκείνων των εκλογέων, οι οποίοι
κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων σφυγμομετρήσεων της
Κοινής Γνώμης έδιναν την προτίμησή τους -και μάλιστα φανατικά-
σε ένα κόμμα. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, από
όπου προέρχεται και η σχετικά πρόσφατη έρευνα, ή μετατόπιση
των ψηφοφόρων αυτών κατά τις τελευταίες ημέρες προ των εκλογών
συμβαίνει να προσεγγίζει το ποσοστό 25%.
12. Τα ψηφοδέλτια της
εκδίκησης: Αλλά τί λογής άνθρωποι είναι
αυτοί, που την τελευταία στιγμή αλλάζουν εκλογικές
προτιμήσεις; Είναι συνήθως πρόσωπα, τα οποία
βρίσκονται κάτω από τη δύναμη αντιφατικών επιδράσεων. Τέτοιοι
είναι π.χ. οι πολίτες εκείνοι, οι οποίοι ως τακτικοί μεν
αναγνώστες διαβάζουν με ευχαρίστηση -και μάλιστα
υπερθεματίζουν αγωνιστικά- εφημερίδες, που αντιμάχονται με
οξύτατη πολεμική την Κυβέρνηση- ως εργαζόμενοι όμως, είναι
πολιτικά δεσμευμένοι στον εργοδότη τους, που ίσως τούς έχει
τοποθετήσει ακόμη και σε μια μόνιμη και επίφθονα προσοδοφόρα
θέση εργασίας, οπότε οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να
δείχνουν ότι πειθαρχούν στις κομματικές εντολές και να
προσφέρονται για το ρόλο του «φανατισμένου οπαδού», του
«κεκράχτη» και «σημαιοσείστη», που μεταφέρεται ως «εκλογικό
υλικό» από πόλη σε πόλη, για τον διάκοσμο των «μεγαλειωδών»
πολιτικών συγκεντρώσεων του κόμματος. Οι άνθρωποι αυτοί
προσερχόμενοι την Κυριακή στις κάλπες «δαγκώνουν» το
ψηφοδέλτιο της «ευγνωμοσύνης» τους προς όλους εκείνους τους
μεγαλόψυχους «σωτήρες» και «ευεργέτες» του λαού, και
ρίχνουν μέσα στον ψηφοδόχο της μαύρης τους εκδίκησης τη
συναλλαγματική. Οι αδίστακτοι παραχαράκτες της λαϊκής
ετυμηγορίας, οι κιβδηλοποιοί του δημοκρατικού φρονήματος, οι
τοκογλύφοι της τιμής του άνεργου και αναγκεμένου πολίτη, οι
οποίοι βάναυσα λήστεψαν τη ψυχή του και τού αφαίρεσαν κάθε
ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ας εισπράξουν επιτέλους τώρα
την τιμωρία, που τους αξίζει!
13. «Δαγκωτά» ψηφοδέλτια:
Όσο καταπιεστικότερη είναι η μεταχείριση
μερικών εκλογέων ως «εκλογικού υλικού» ή ως εξευτελισμένων
οφειλετών ρουσφετολογικών συναλλαγματικών, τόσο υψηλότερο
είναι και το ποσοστό των «δαγκωμένων» ψηφοδελτίων της
εκδίκησης. Επειδή η απάνθρωπη αυτή εκμετάλλευση, που
γίνεται εις βάρος ψηφοφόρων, καθώς και η κατάχρηση του
δικαιώματος να έχουν ελεύθερη βούληση, τούς εμποδίζουν να
διαμορφώσουν ένα διάφανο και υπεύθυνο ρόλο μέσα στο εκλογικό
σώμα, αφού οι κομματικοί καταναγκασμοί διασύρουν τον εκλογέα
ως οικτρό θέαμα της αμοραλιστικής λογικής, που απορρέει από
την ιδεολογία του «συμφέροντος του κρείττονος», γι’ αυτό οι
άνθρωποι αυτοί παραμένουν χωρίς κάποια ενότητα μεταξύ τους,
αλλά δεν κατορθώνουν να αποκρύπτουν την γεμάτη αντιφάσεις
συμπεριφορά τους.
13. Η μετακίνηση των
ψηφοφόρων: Έτσι εξηγείται και το φαινόμενο το
παράξενο, κατά το οποίο ευσεβέστατοι χριστιανοί δεν ψηφίζουν
το κόμμα της θρησκευτικής τους ομολογίας ή ορκισμένοι και
ποικιλότροπα βασανισμένοι ιδεολογικοί αγωνιστές ψηφίζουν το
κόμμα των παλιών βασανιστών τους! Ο Γερμανός πολιτολόγος Ε. Κ.
Scheuch
διαμόρφωσε το εξής μοντέλο, βάσει του οποίου μπορούν να
ερμηνεύονται τα φαινόμενα της μετακίνησης ψηφοφόρων προ της
ψηφοφορίας:
1. Οι κομματικές προτιμήσεις,
που δημιουργήθηκαν κατά το παρελθόν, μπορούν σήμερα να
λειτουργήσουν ως κωλύματα για την εκδήλωση της εκλογικής
απόφασης. Ένα παραδοσιακό κόμμα δεν ψηφίζεται, αν οι εκλογικοί
του σκηνοθέτες φρόντισαν να το στιλβώσουν για να το
παρουσιάσουν εκτυφλωτικότερο, όπως γανώνουν οι γύφτοι τα παλιά
τζοβαϊρικά για να τα πουλήσουν σαν καινούργια.
2. Εάν το κόμμα έχει
δημιουργήσει -με τη στρατηγική και με την τεχνική του-
παράδοση αντιφατικού ήθους, τότε οι παραδοσιακοί του εκλογείς
περιέρχονται σε σύγχυση και, υπερνικώντας τα συναισθηματικά ή
και άλλα εμπόδια, βρίσκουν το θάρρος να καταψηφίσουν το κόμμα
τους.
3. Ενώ προπαγανδίζεται και
πιεστικά επιβάλλεται στενότερη συσπείρωση και
αρραγής ενότητα του εκλογικού σώματος, αντίθετα
λειτουργούν αποτρεπτικά από την τυφλή κομματική αφοσίωση οι
ενδεχόμενες ηθικές και πολιτικές κρίσεις, που τυχόν
χειμάζουν το κόμμα, καθώς και οι γνώμες επιφανών
πολιτικών, οι οποίοι γι' αυτόν ή εκείνο το λόγο
αποφασίζουν να «βγάλουν φωνή», έστω και την τελευταία στιγμή,
και ξεσκεπάζουν ανηλεώς όχι μόνο την έκταση, αλλά και τους
αληθινούς υπεύθυνους των κρίσεων.
4. Οι μεταβολές αυτές στη
συμπεριφορά των εκλογέων στην αρχή είναι ασταθείς, καθώς
όμως πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, γίνονται ταχύτερες και
καταλήγουν κάποτε να δρουν ως καταλυτικές χιονοστιβάδες,
οι οποίες προκαλούν και τις πιο συνταρακτικές εκπλήξεις.
15. Ο ηρωισμός της απόφασης:
Λέγεται ότι στην πολιτική -όπως και σε κάθε ποδοσφαιρικό
ντέρμπυ- κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Όμως, μέσα τη
Γεωγραφία των εκλογών, όπως έως τώρα την είδαμε, από
την οποία εξαρτάται τόσο η τεχνική του εκλογικού αγώνα
όσο και η Πολιτική Οικολογία, δηλαδή η
συμπεριφορά των εκλογέων, ο νόμος των πιθανοτήτων παραχωρεί
κάποτε τη θέση του στον ηρωισμό της απόφασης. Αυτός,
που αποφασίζει έτσι, δημιουργεί και τη δική του ουσία και την
ιστορική του συνέχεια. Αποφασίζοντας αδέσμευτα πίσω από το
παραβάν του εκλογικού κέντρου και πράττοντας αυτόνομα γίνεται
ο καθένας η απαρχή της δικής του ουσίας, γίνεται ο εαυτός του.
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης