Κώστα Σαρδελή*:

H Aιτωλοακαρνανία στο Δημοτικό τραγούδι

    Ένας ευπατρίδης Αιτωλοακαρνάν είναι μεταξύ των Ελλήνων που βοήθησαν τον Φωριέλ (1772-1844) - το πλήρες όνομά του Κλαύδιος-Κάρολος Κλώντ Σάρλ - να συλλέξει ελληνικά δημοτικά τραγούδια τα οποία, όπως είναι γνωστό, εξέδωσε το 1824-1825 στο Παρίσι, βιβλίο που είχε μεγάλη επιτυχία αλλά και απήχηση στον πνευματικό κόσμο της Ευρώπης, με αγαθές συνέπειες για την Επανάσταση. Είναι η πρώτη συλλογή δημοτικών τραγουδιών που κυκλοφόρησε. Πρίν, πάντως, από τον Φωριέλ έχουμε και έναν Έλληνα, τον Θεόδωρο Μανούση, που είχε συγκεντρώσει δημοτικά τραγούδια στο τέλος του 18ου αιώνα, χωρίς να μπορέσει να τα τυπώσει.

Πρόκειται για το Νικόλαο Μαυρομάτη, μέλος της γνωστής μεγάλης και επιφανούς οικογένειας των Μαυροματαίων1 της Κατούνας του Ξηρομέρου. Τό όνομά του - το επώνυμο μόνο - αναφέρει ο ίδιος ο Φωριέλ στον πρόλογο του βιβλίου του μεταξύ εκείνων που τον βοήθησαν στή συλλογή των «Δημοτικών Τραγουδιών της Νέας Ελλάδος», όπως είναι ο τίτλος της συλλογής. Γράφει σχετικά: «Διά να αναφέρω όλους τους Έλληνας οι οποίοι με εβοήθησαν με τας συμβουλάς των και τας οδηγίας των, θα έπρεπε να αναφέρω όλους όσους γνωρίζω και είχον την καλήν τύχην να συναντήσω, αφ’ ότου ασχολούμαι με την παρούσαν συλλογήν, διότι από όλους εδιδάχθην κάτι και από όλους απεκόμισα ή μπόρεσα να αποκομίσω κάποιαν ωφέλειαν. Αλλά μπορώ να μη κατονομάσω τουλάχιστον τούς: Κλωνάρην, Μακρήν, Μαυρομάτην και Τριανταφύλλου, οί. οποίοι ιδιατέρως με ενεθάρρυναν και με εβοήθησαν εις την εργασίαν μου. Διά της βοήθειας των, διά των συμβουλών των ή διά της επιδοκιμασίας των κατενόησα διώρθωσα και ηρμήνευσα τό κείμενον της παρούσης συγγραφής και προσεπάθησα να εξηγήσω κάποια άγνωστα σημεία της ιστορίας και των ηθών της συγχρόνου Ελλάδος. Εάν δεν υπελόγιζον επί της ιδικής των πείρας, δεν θα ανελάμβανον να δώσω εις την δημοσιότητα την παρούσαν συλλογήν ή θα είχα άδικον εάν το επιχειρούσα»2.

Το όνομα Μακρής δεν έχει καμιά σχέση με την Αιτωλοακαρνανία. Ετούτος ο Μακρής, Ιωάννης του Γεωργίου, ήταν από τα Αμπελάκια του Κισσάβου.

Με το επώνυμο Μαυρομάτης υπάρχουν δύο Νικόλαοι, ο πρώτος 1771-1817 και ο δεύτερος 1790-1878 και οι δύο από τούς Μαυροματαίους της Κατούνας Ξηρομέρου. Ο πρώτος σπούδασε στά Πανεπιστήμια Βολωνίας και Παταβίου Ιατρική, Μαθηματικά και Φιλοσοφία, και διορίστηκε καθηγητής των Μαθηματικών στήν Κέρκυρα και ο δεύτερος, μετά τον διωγμό της οικογένειάς του από τον Αλή Πασά, κατέφυγε στήν Κέρκυρα κι έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του Καποδίστρια, τον οποίο και ακολούθησε στη Ρωσία. Έλαβε μέρος στήν Επανάσταση και έφερε σέ πέρας διάφορες αποστολές. Από τον Καποδίστρια διορίστηκε γενικός διοικητής του στρατοπέδου της Δυτικής Ελλάδας (1818-1829) και κατόπιν διοικητής Άργους.

Ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης, γνωστός της εποχής μας μελετητής του Δημοτικού Τραγουδιού και όλης της περιπέτειας - γιατί περιπέτεια ήταν - του Φωριέλ, του σπουδαίου αυτού Γάλλου φιλολόγου και ιστορικού, να συλλέξει τα ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, γράφει ότι ο Μαυρομάτης του Φωριέλ είναι ο Νικόλαος Γεωργίου Μαυρομάτης3, ο γραμματέας του Καποδίστρια, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν στο Παρίσι4.

Νά σημειώσουμε ότι ο Φωριέλ που ήταν γλωσσομαθέστατος εγνώριζε και Ελληνικά. Καί επίσης ότι ποτέ δεν επισκέφτηκε την Ελλάδα. Ηταν όμως ειλικρινής φιλέλλην και με τή συλλογή δημοτικών τραγουδιών βοήθησε τους Έλληνες. Ο Φωριέλ, λοιπόν, μάς εισάγει στο θέμα μας κατά τον πιο εντυπωσιακό τρόπο και διότι η συλλογή του αρχίζει με το γνωστό δημοτικό τραγούδι Χρήστος Μηλιώνης. Καί ο διάσημος αυτός κλέφτης ήταν Ακαρνάν, όπως μάς πληροφορεί και ο ίδιος Φωριέλ, ο οποίος, όπως σέ όλα τα δημοτικά τραγούδια της συλλογής του προτάσσει ενημερωτικό σημείωμα. Άλλοι όμως νεότεροι θέλουν τον Μηλιώνη Δωριέα αλλά δράσαντα στήν Ακαρνανία. Αυτό συμβαίνει με πολλούς. Από αλλού κατάγονται και αλλού ανέπτυξαν δραστηριότητα. Νά σπεύσω να θυμίσω ότι το δημοτικό αυτό τραγούδι ενέπνευσε τον Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο ιστορικό του διήγημα5, με το οποίο εγκαταλείπει το μυθιστόρημα και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο διήγημα.

Τό ιστορικό του δημοτικού αυτού τραγουδιού είναι γνωστό- πρόκειται για την απαγωγή από το Χρήστο Μηλιώνη του καδή και δύο άγάδων της Άρτας, μετά από ξαφνική επιδρομή του φοβερού αυτού Κλέφτη.

Κατά τον Φωριέλ, από το Χρήστο Μηλιώνη «αρχίζει η μακρά σειρά των περίφημων Κλεφτών των Αγράφων»6. Και πάλι ο Φωριέλ μάς συνδέει με τους Μαυροματαίους, στο εισαγωγικό, στο τραγούδι, σημείωμά του διότι γράφει: «Ο Μουσελίμης, που ανησύχησε ζωηρά για το τόλμημα του Μηλιώνη, ανέθεσε εις τον προεστόν Μαυρομάτην και τον δερβέναγα Μουχτάρ Κλεισούρα να του φέρουν τον Χρήστο νεκρό ή ζωντανό...»7.

Άν υποθέσουμε ότι το δημοτικό αυτό τραγούδι προέρχεται από τον Νικόλαο Γεωργίου Μαυρομάτη, νομίζω ότι δεν θα βρισκόμαστε μακριά από την αλήθεια. Αλλά ο Μουχτάρ προτίμησε το δόλο διά του Σουλεϊμάν, ο οποίος συνδεόταν με φιλία με τον Μηλιώνη. Η φιλία όμως νίκησε το δόλο και ο Τουρκαλβανός αποκαλύπτει στο Μηλιώνη το μυστικό της αποστολής του. Αποφάσισαν δέ να μονομαχήσουν και κατά τή μονομαχία αυτή σκοτώνονται και οι δύο. Τό τραγούδι καταλήγει:

«Μέ τα τουφέκια έτρεξαν ο ένας πρός τον άλλον

φωτιάν εδώσαν στήν φωτιάν κ’ έπεσαν εις τον τόπον».

Τέλος ηρώων αρχαίας τραγωδίας.

Και τα επόμενα τρία τραγούδια, κατά τον Φωριέλ, ανήκουν σε Αιτωλοακαρνάνες. Είναι του Μπουκουβάλα, του Γιάννη Σταθά και του Γυφτάκη. Ο Γιάννης Σταθάς ήταν γαμπρός του Μπουκουβάλα.

«Εγώ μ’ ο Ιάνης ο Σταθάς γαμπρός του Μπουκουβάλα»

Ο Φωριέλ θεωρεί τον Μπουκουβάλα ώς τον αρχαιότερο μετά τον Χρήστο Μηλιώνη, καταγόταν δε κι αυτός από την Ακαρνανία όπως και ο Γυφτάκης. Το τραγούδι του Μπουκουβάλα τραγουδιόταν ακόμα στά χρόνια της Επανάστασης και είχε «μεγάλην διάδοσιν εις όλην την ηπειρωτικήν Ελλάδα εκτός της Πελοποννήσου. Καί τα διάφορα αντίγραφα τα οποία δυνάμεθα να συλλέξωμεν εις τούς διαφόρους τόπους, όπου είναι γνωστόν, παρουσιάζουν πολλάς παραλλαγάς»8.

Θά μπώ και πάλι στον πειρασμό να πώ ότι και σ’ αυτά ο Νικόλαος Γεωργίου Μαυρομάτης έβαλε το χέρι του.

«Τ’ είν ’ ο αχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη,
μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν
κι ουδέ βουβάλια σφάζονται κι ουδέ θεριά μαλώνουν.

Ο Μπουκουβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους
στήν μέσην το Κεράσοβον και “ς την Καινούργιαν χώραν.

Πάφε Ίάνη τον πόλεμον, πάφε και τα τουφέκια,
νά κατακάτσ’ ο κουρνιαχτός να σηκωθ’ η αντάρα...».

Ο γιος του Γιώργος ήταν πεθερός του Γεωργίου Νικολού Βαρνακιώτη. Το δημοτικό τραγούδι του Ολύμπου που αρχίζει με τούς γνωστούς στίχους «Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυό βουνά μαλλώνουν...» και έχει ώς θέμα του το θάνατο κάποιου άγνωστου Κλέφτη, συνδέει και τη Μακεδονία με το Ξηρόμερο, με την Αιτωλοακαρνανία και έχει σημασία αυτό, γιατί μάς δείχνει το εύρος του αγωνιστικού χώρου των Κλεφτών όταν αυτό το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Καί ο άγνωστος εκείνος Κλέφτης, μεταξύ των άλλων, ξεκινώντας:

«..Στον Λούρον, σ’ το Ξηρόμερον αρματολός εστάθην,
στά Χάσια και στον ’Όλυμπον δώδεκα χρόνους κλέφτης...»

Τό γνωστό επίσης - και ποιό δεν είναι γνωστό άλλωστε - «Κάτω στού Βάλτου τα χωριά /Ξηρόμερον και Άγραφα /Και στα πέντε βιλαέτια...» ο Φωριέλ γράφει ότι «εστιχουργήθη εις Ακαρνανίαν...»9. Καί είναι και σήμερα από τα διασημότερα, αναφέρεται δέ σέ περιστατικό που έγινε στήν Ακαρνανία. Τό τραγούδι αυτό δεν είναι παλαιότερο των μέσων του 18ου αιώνα10.

Στά «πέντε βιλαέτια» λοιπόν, όπου «είν’ οι κλέφτες οι πολλοί/όλ’ ενδεδυμένοι στο φλουρί/ κάθονται και τρών και πίνουν/και την Άρτα φοβερίζουν /πιάνουν και γράφουν μια γραφή /χέζουν τα γένια του Κατή...».

Όπως σ’ όλα τα δημοτικά τραγούδια τίποτε κι εδώ δέ λέγεται τυχαία, αλλά διωγμένοι οι Κλέφτες ενώνονται, γίνονται έτσι ισχυρότεροι και τολμούν και απειλούν, φοβερίζουν την Άρτα, ένα μεγάλο κέντρο οθωμανικής ισχύος. Τί ζητάνε; Μάς το λένε οι δυό τελευταίοι στίχοι «...Γλίγορα τ’ αρματολίκι / οτ’ ερχόμαστε σαν λύκοι».

Η οικογένεια Σκυλοδήμου ήταν μιά από τίς αρχαιότερες των αρματολών της Ακαρνανίας. Ο Σπύρος Σκυλοδήμος πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά το 1806 και κλείνεται στη φυλακή, από την οποία μετά από μήνες, τη νύχτα του Μπαϊραμιού, κατόρθωσε να δραπετεύσει και να γυρίσει στήν Ακαρνανία. Το δημοτικό τραγούδι του Σκυλοδήμου έχει θέμα αυτή τή συναρπαστική περιπέτεια: «..Νύχτα τα χέρια μ ’ έλυσα κι έσπασα τις κλάπες/κι εσύντριψα τη σιδεριάν κι επήδησα στον βάλτον. /Κι ηύρα ένα μονόξυλον κι επέρασα τη λίμνην /Προψές τα Ιάννιν ’ άφησα και τα βουνά επήρα».

Στην Ακαρνανία έγινε και το τραγούδι του Δίπλα. Γράφει ο Φωριέλ11: «Ο Δίπλας είναι ζωντανός πόλεμον δεν αφήνει / έχει λεβέντες διαλεχτούς όλοι, Κατσαντωναίους / τρών την μπαρούτιν σάν ψωμί τα βόλια σάν προσφάγι /και σφάζουν Τούρκους σάν τραγιά, αγάδες σάν κριάρια».

Ο Φωριέλ δημοσιεύει ένα τραγούδι στιχουργημένο και με ιδιαίτερο, όπως γράφει, μέτρο, του οποίου δεν εγνώριζε άλλο παράδειγμα. Κάθε δίστιχο αποτελείται από δύο άνισους στίχους, ένα δεκασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο και στο μέσο του πρώτου υποχρεωτικά παρεμβάλλεται το όνομα του Δήμου που είναι και ο τίτλος του. Τραγουδιόταν στην Αιτωλία καιτή Θεσσαλία. Είναι μικρό και το παραθέτω ολόκληρο: «Αυτά τα μάτια Δήμο τα 'μορφα, τα φριύδια τα γραμμένα / αυτά με κάνουν Δήμο κι αρρωστώ με κάνουν και πεθαίνω /Εβγαλε Δήμο το σπαθάκι σου και κόψε το λαιμό μου /και μάσε Δήμο και το  αίμα μου σ’ ένα χρυσόν μαντήλι. /Σύρε το Δήμο στά εννιά χωριά στα δέκα βιλαέτια. /Κι αν σε ρωτήσουν, Δήμο τ’ είν’ αυτό, το αίμα της αγάπης»12. Τα εννέα χωριά και τα δέκα βιλαέτια ήταν προφανώς στη δικαιοδοσία των Αρματολών και των Κλεφτών.

Πολλών τραγουδιών υπάρχουν, όπως ξέρουμε, παραλλαγές και προβλήματα μεταξύ των αυτών τραγουδιών των διαφόρων συλλογών που δεν είναι και λίγες, άν και συχνά οι συλλογείς αντιγράφουν αλλήλους. Επίσης λόγιες επιρροές σέ πολλά δημοτικά τραγούδια κλπ. Εδώ, λόγω χρόνου, δεν θα ασχοληθούμε με όλ’ αυτά, αλλά θα περιοριστούμε σέ χαρακτηριστικά τραγούδια που έχουν σχέση με το θέμα μας, σημειώνοντας ότι ο όρος «Αιτωλοακαρνανία» του τίτλου της εισηγήσεώς μας είναι σχετικός, διότι άλλη ήταν διοικητική διαίρεση της περιοχής επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Πολλά - τα περισσότερα - από τα τραγούδια του Φωριέλ αναφέρονται - συχνά και σέ διάφορες παραλλαγές - και από άλλους μεταγενέστερους. Από τή συλλογή Ιατρίδη (1859) αναφέρω το «Ο Κατσαντώνης, ο Λεπενιώτης και ο Τσόγκας»13, «τραγώδιον του χορού», όπως σημειώνεται: «Πατήσανε τη Λεπενού, Αντώνη, Αντώνη /την κάνανε ντερβένι, Τσόγκα μήν είχες γέννη /Πήραν άσπρα πήραν φλωριά, Αντώνη, Αντώνη /πήραν μαργαριτάρι Τσόγκα και Λεπενιώτη /Πήραν τή Νικολάκαινα, Αντώνη, Αντώνη /πρώτη Κοτσαμπασίνα Τσόγκα Λεπενιώτη...».

Ο Ιατρίδης καταγράφει και το σχετικό με την «Εκστρατεία του Κιουταχή κατά του ηρωικού Μεσολογγίου...». «Δέν κλαίτε χώραις και χωριά, χωριά και βιλαέτια /δεν κλαίς καημένη Ρούμελη, σύ δόλιο Μεσολόγγι! /Μάς ήρθε πρώΐμα Τουρκιά, μάς ηύρε πεινασμένους / ο πρώτος είν’ ο Κιουταχής, απ’ τη μεγάλη Πόρτα /Ξεκίνησε καί διάβηκε Ξηρόμερο και Βάλτο»14.

Η πολιορκία του Μεσολογγίου και η ηρωική Έξοδος ενέπνευσαν, όπως είναι γνωστό πολλά δημοτικά τραγούδια. Ο Δημήτρης Σταμέλος, στο βιβλίο του «Τό Εικοσιένα και το δημοτικό μας τραγούδι» αναφέρει 7 σύν 3 για το Ανατολικό, από τα οποία τα δύο για το Γρηγόρη Λιακατά, με χρονολογίες: το πρώτο 1823, το δεύτερο 1826 και το τρίτο 1825-1826. Η ενότητα αυτή, που έχει ώς κέντρο την Πολιορκία και την Εξοδο, έχω τή γνώμη ότι παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία αλλά και παραλλαγές διαφόρων τραγουδιών, όπως εκείνο: «Εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά του Ξηρομέρου» στον Κ.Σ. Κώνστα, γίνεται: «Εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά τ’ Ασπροποτάμου» στή συλλογή Σταμέλου. Καί οι δύο βέβαια το τό πήραν από παλαιότερους. Ο Κώνστας κάνει πλήρη υπομνηματισμό των τραγουδιών του με σημαντικότατες ιστορικές και άλλες πληροφορίες. Τό τραγούδι είναι σύντομο:

«Ν’ εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά του Ξηρομέρου
   βαστάξτε να βαστάξωμε τον φετινό χειμώνα.

Ν’ ο Βάλτος επροσκύνησε όλο το Ξηρομέρι,

το Μεσολόγγι το μικρό, το Μεσολόγγι τ’ άξιο,

αυτό δεν ρίχνει τ’ άρματα, πασά δεν προσκυνάει,

αυτό γυρεύει πόλεμο, γυρεύει ανταρσία

γιατ’ είναι ο Μάρκο Μπότσαρης στο κάστρο του κλεισμένος

εκεί είν’ τα παλληκάρια του κι άλλοι Καπεταναίοι».

Ο Κώνστας σημειώνει ότι θεωρείται στήν Κατοχή ώς κατ’ εξοχήν τοπικό.

Από τή συλλογή Π.Μ. Μπερερή επισημαίνω το αφιερωμένο στο Θεοδωράκη Γρίβα:

«Τ’ είν’ το κακό που γίνεται κ’ η ταραχή η μεγάλη,
στό Βάλτο, στο Ξηρόμερο, στην Κατοχή, τη Χώρα;

Τον Θεοδωράκη κλείσανε πέντ’-έξι βιλαέτια.

Ήταν Μακρής απ’ το Ζυγό και Τσόγκας απ’ το Βάλτο
κι ο Δίπλας απ’ τον Πλάτανο με τούς Καρατασαίους
και πήγαν και τον κλείσαμε μέσα στο Μεσολόγγι.

-Παιδιάμ’ νατό βαστάξουμε το μαύρο Μεσολόγγι,
όσο ναρθούν οι στρατηγοί κι αυτοί οι καπεταναίοι».

Κι επίσης δυό με τον τίτλο «Μεσολόγγι»15. Τό πρώτο:

«Τρεις σταυραετοί ροβόλαγαν απ’ τ’ Άγραφα σταλμένοι,
είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα,
είχαν και στα κεφάλια τους μαντήλια λερωμένα.

Ένας πάει στο Αιτωλικό κι άλλος στο Βασιλάδι
κι ο τρίτος ο γεροντότερος πάει στο Μεσολόγγι
,
πάει να βρει τον Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη
μαζί να κουβεντιάσουνε το πόθε θέ να φύγουν».

Καί το δεύτερο:

«Ένα Σαββάτο το πρωί μιά μέρα του Λαζάρου
πέρασα από το Αιτωλικό κι από το Μεσολόγγι
κι άκουσα γυναικώνε κλάματα κι αντρίκια μοιρολόγια.

Κλαίγανε οι μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες
κλαίγαν αδέρφια γι’ αδερφές και αδερφές γι’ αδέρφια.

Θρήνος μεγάλος γίνεται. Τό Μεσολόγγι χάνεται».

Ο γνωστός σε όλους ποιητής Θανάσης Παπαθανασόπουλος, μέσα στην πολυδύναμη δραστηριότητά του θα εντάξει και τα δημοτικά τραγούδια της Ρούμελης16, στά οποία περιλαμβάνει όλες τίς κατηγορίες των δημοτικών τραγουδιών. Εδώ θα βρούμε του Μεσολογγιού ένα ακόμη τραγούδι: «Από πού ήρθες Κιουταχή εδώ στ’ ακροθαλάσσι; / Εδώ το λένε Κάρλελι, το λένε Μεσολόγγι / που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσια /που πολεμάει η Τζαβέλαινα με το σπαθί στο χέρι...» καθώς και παραλλαγές άλλων. Επίσης του Μάρκου Μπότσαρη: «Εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά του Ξηρομέρου /βαστάτε να βαστάξουμε το φετινό χειμώνα. /Ο Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι /το Μεσολόγγι το μικρό δεν προσκυνάει πασάδες...».

Στόν Παπαθανασόπουλο βρίσκουμε άλλα τρία τραγούδια του «Μάρκου Μπότσαρη» σέ σχέση πάντοτε με το Μεσολόγγι. Όπως και εκείνο που αρχίζει με τούς στίχους: «Οταν έβαλαν τή βουλή οι Μεσολογγίτες να πάν να λειτουργήσουνε έξω στον Αϊ-Θανάση...». Καί ένα άλλο: του «Γρηγόρη Λιακατά»: «Τρεις σταυραϊτοίροβόλαγαν απ ’ τ’Αγραφα σταλμένοι /ο ένας πάει στο Αίντελικό, στο Βασιλάδι ο άλλος / κι ο τρίτος ο καλύτερος στο Μεσολόγγι μπήκε...». «Του Μεσολογγιού είναι κι άλλα. Τά γνωρίζετε όλα. Είναι άλλωστε και σήμερα πολύ γνωστά και πολλά τραγουδιούνται και χορεύονται.

Ο λαϊκός ποιητής ήταν η συνείδηση του λαού, καταλαμβάνεται από θεϊκή έξαρση, θεϊκό οίστρο, μπροστά στήν αποθέωση της Ιερής Πόλης. Τίποτε άλλο δεν τον εμπνέει παρά το Μεσολόγγι. Καί πάρα πολύ αμφιβάλλω αν μετά το Μεσολόγγι η δημοτική μας ποίηση δημιούργησε αισθητικής αρτιότητας τραγούδια, όπως μερικά τουλάχιστον από αυτά του Μεσολογγιού.

Μιλώντας σ’ ένα συνέδριο στή Φλώρινα με θέμα «Το δημοτικό τραγούδι και ο Μακεδονικός Αγώνας», σε μιά αποστροφή του λόγου μου είπα ότι το δημοτικό τραγούδι το σκότωσε η ελευθερία και το ακροατήριο πάγωσε. Διότι πώς είναι δυνατό το δημοτικό τραγούδι που γέννησε, που τραγούδησε την ελευθερία να σκοτωθεί από αυτή; Καί όμως, έτσι είναι. Με την ελευθερία παύουν να υπάρχουν οι λόγοι που το δημιούργησαν και οι αντιστάσεις αδυνατίζουν, χαλαρώνουν, άν δεν εξαφανίζονται. Αλλά εδώ φτάνουμε στα όρια ελευθερίας και ευθύνης, που συνεπάγεται η ύπαρξη της αληθινής ελευθερίας δηλαδή του ολοκληρωμένου συνειδητού πολίτη. Κάπου εδώ, μεταξύ και ευθύνης, άς αναζητήσουμε και τα προβλήματα που ταλανίζουν – και κάποιες φορές πολύ επικίνδυνα - τον τόπο μας. Οι πρόγονοί μας εκείνοι ήταν ελεύθεροι εν δουλεία. Μήπως εμείς είμαστε δούλοι εν ελευθερία;

____________________________________________

 *Σημείωση: Το κείμενο που καταχωρείται ανωτέρω αποτελεί εισήγηση του Κώστα Σαρδελή στο Λογοτεχνικό Συνέδριο που οργάνωσε η "Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία (ΑΙ.ΠΟ.Ε)" στο Μεσολόγγι το Νοέμβριο του 2004 με τίτλο "Η Αιτωλοακαρνανία στη Νεοελληνική Λογοτεχνία" , τα πρακτικά του οποίου δημοσιεύτηκαν από την διοργανώτρια εταιρεία το 2005.