
Κατοχικά κάλαντα 24 Δεκεμβρίου 1942
"Η ΠΤΩΣΗ, Ή ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑ"
Του Βαγγέλη Κρικοχωρίτη
Οι δυο σπόροι τ’ αγγόνια μου πέντε κι επτά χρονών ζαρκαδάκια, οι δυο μεγάλες αγάπες μου και τα δυο μικρά βασανάκια μου, ήρθαν και φέτος ετοιμασμένα μετά και από τα σχετικά τηλεφωνήματα που είχαν προηγηθεί για τη μεγάλη έξοδο, να ψάλουμε τα κάλαντα, με όργανα, φέτος κιθάρα ο μεγάλος, τρίγωνο ο μικρός, κι εγώ με μια φυσαρμόνικα «πίκολο» απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Είχαν γλυκαθεί κι απ’ το παραδάκι που κονόμησαν πέρσι (αξία που τη μετρούν και την εκτιμούν απ’ τα γεννοφάσκια τους) και κατέφθασαν προπαραμονιάτικα στη μικρή μας πολιτεία να χριστουγεννιάσουν στα πατρογονικά.
Με παλιόκαιρο, κρύο τσουχτερό και χιονόνερο το πρωί παραμονής, δεν ήταν για έξοδο, αλλά όταν μιλάει η ψυχή και του παππού η λίγη τρέλα κι όταν λέει «μην τάξεις ποτέ σε μικρό κλπ».
Το πρωί (χωρίς δεύτερο πρωί) με τα χρονάκια μου, τα πονοβασανάκια μου μισόκρυφα από γιαγιαδομανάδες τα ‘σπρωξα στο παλιό NISSAN με τα όργανα και τα σέα μας και πέσαμε στην τρελή περιπέτεια. Περάσαμε μέσα απ’ τη πήχτρα και το κυκλοφοριακό τραλαλά και καταφέραμε να τα πούμε σε κάποιους φίλους και συγγενείς περιφερειακά. Μετά γυρίσαμε στη γειτονιά μας και τα ‘παμε στο φούρνο, στο Μίνι Μάρκετ στο χασάπη μας, στο μανάβη μέχρι και στον Πέτρο με το Γαλακτοπωλείο φθάσαμε στην Παπαστράτου.
Ανεβήκαμε και δυο τρία γειτονικά μας σπίτια, ακόμα και στην κυρά Μαρία στο περίπτερο που πήγαμε και για γαριδάκια, τα ψάλαμε τα κάλαντα.
Η κυρά Μαρία μας άνοιξε την πόρτα απ’ το περίπτερο που βλέπει στην οδό Παπαστράτου και ‘μεις κατεβήκαμε μπροστά στην πόρτα για να τ’ ακούει καλά η κυρά Μαρία. Ούτε καταλάβαμε μέσα στον οίστρο μας πως φτιάξαμε κυκλοφοριακό έμφραγμα.
Οι φωνές και οι ήχοι μας χάνονταν μέσα στις κόρνες, τις κραυγές, τα μαρσαρίσματα και στην οχλοβοή της παραμονής. Εμείς όμως επιμονή να τα πούμε όλα τα λόγια όπως παλιά. Να τα πούμε σωστά κι ωραία μελωδικά. Γιατί εμείς έχουμε και ωραίες φωνές, μουσικό οικογενειακό κύτταρο. Η κυρά Μαρία το καταχάρηκε γιατί μας φίλεψε εκτός από τζάμπα τα γαριδάκια κι ένα ολοκαίνουριο χάρτινο πεντευρώ.
Στο τέλος κάναμε ταμείο. Έγινε κανονικά και δίκαια η διανομή μπήκαν στις τσέπες (Αμάν πόσες τσέπες έχουν αυτά τα καινούρια παιδικά ρούχα) κλείστηκαν τα φερμουάρ, αφήσαμε τα όργανα στο σπίτι και κατεβήκαμε στο κέντρο στο Ζαχαροπλαστείο του Ζυγούρη το παλιό «ΕΛΒΕΤΙΚΟ» που φτιάχνει από παλιά τους καλύτερους λουκουμάδες.
Ο πάντα ευχάριστος και πρόθυμος Γιάννης μας σερβίρισε σε λίγο τους υπέροχους λαχταριστούς καλοψημένους λουκουμάδες. Μια ολίγους στον παππού και δύο ολόκληρες μερίδες στα παιδιά.
Τέλειωσα γρήγορα τους δικούς μου όταν πρόσεξα ότι οι νεαροί δεν είχαν καν αρχίσει τους δικούς τους. Μετρούσαν πάλι τις εισπράξεις.
-Παιδιά τελειώνετε. Θα κρυώσουν. Οι λουκουμάδες δεν τρώγονται ποτέ κρύοι. Ο μεγάλος έπιασε ανόρεχτα το πιρουνάκι του πιλάτεψε μια και με χίλια ζόρια κατάφερε, αφού προηγουμένως την καθάρισε από μέλι και καρύδια να την βάλει στο στόμα. Ο μικρός ήταν απ’ την αρχή αρνητικός.
-Αφού σου είπα δεν μ’ αρέσουν οι λουκουμάδες. Κι άρχισε πάλι να ξαναμετρά τα λεπτά του. Επέμενα άλλη μια φορά αλλά… τζίφος. Εννιά ολοζώντανοι εξαιρετικά μοσχοβολιασμένοι αφράτοι λουκουμάδες βρισκόταν μπροστά μου σαν να με κοιτούσαν με παράπονο για την περιφρόνηση που δέχτηκαν απ’ τα εγγόνια μου. Παρορμητικά τεμάχισα τον ένα, και μετά στοπ. Οκτώ ακόμη λουκουμάδες βρίσκονταν στα πιάτα μας άθικτοι… για τα σκουπίδια.
-Γιάννη, μας βάζεις αυτούς τους λουκουμάδες σ’ ένα κουτί; Θα τους πάρω για το σπίτι. Του φώναξα σχεδόν χωρίς καμιά συστολή.
-Παππού πότε θα μας πας στο ΜΠΑΛΟΥΝ;
Μέσα στο στενό Κακαβιά, (Διαλέτη νομίζω πώς το λένε σήμερα) στο κέντρο, εκεί που ήταν κάποτε η περίφημη ταβέρνα Σπανού βρίσκεται σήμερα η σύγχρονη κλειστή παιδική αλάνα. Το επονομαζόμενο ΜΠΑΛΟΥΝ.
Πάρκαρα τους νεοσσούς για το πληρωμένο ξεσάλωμα. Ταυρομαχία με μεγάλα φουσκωμένα μπαλόνια, κάθισα στο μπαρ και παρήγγειλα καφέ.
-Θέλετε να βάλω το κουτί με τα γλυκά στο ψυγείο;
Εξυπηρετική η κυρία του Μπαλούν.
Της αρνήθηκα ευγενικά. Παγωμένες λουκουμάδες δεν θα έτρωγε ούτε παιδί στην Κατοχή…
Στην εφημερίδα που άνοιξα, κάπου πίσω στα ψιλά ξεπρόβαλαν κάποια παιδάκια, χιλιάδες εκατομμύρια παιδιά στην Αφρική, στην Ασία αλλά και στην Ευρώπη και Αμερική μακριά αλλά και τόσο κοντά, να με κοιτάζουν κατάματα μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι ερωτηματικό, ΓΙΑΤΙ; Γιατί πεινάμε, γιατί διψάμε, γιατί υποφέρουμε, γιατί πεθαίνουμε χιλιάδες κάθε μέρα; Γιατί;
Ανεπαισθήτως άνοιξα το κουτί με τους λουκουμάδες που ήταν πάνω στο τραπέζι μου, κι οι μεγάλες στρόγγυλες καλοψημένες λουκουμάδες σαν βολβοί ματιών με κοιτούσαν επίμονα στα μάτια. Λουκουμάδες αλλά ανακατωμένοι τώρα με χοντρά μεγάλα μακαροτσίνια, λουκουμάδες με μακαροτσίνια με σάλτσα και μέλι, ένα γλυκό – μαγείρεμα γιαχνιστό και κρύο μαζί να κοχλάζει εκεί μπροστά μου και πότε ν’ ανεβαίνουν πάνω απ’ τη σάλτσα μέλι οι λουκουμάδες, πότε τα μακαροτσίνια ολόγυμνα άσπρα προκλητικά σαν τη νεανική γυναικεία σάρκα μόνο με τον αραχνοΰφαντο αισθήτα της κόκκινης σάλτσας.
-Παππού θέλω γαριδάκια.
Τη μυαλομνημοθύελλα μου διέκοψε ο μικρός. Άρπαξε το σακουλάκι με τα γαριδάκια, το άνοιξε, έψαξε μέσα, βρήκε, το πλαστικό αγαλματάκι ρόμποκοπ, πέταξε τη σακουλίτσα την γεμάτη με γαριδάκια στα σκουπίδια και όρμησε πάλι με ιαχές στον εχθρό, τα φουσκωμένα μπαλόνια!
Γύρισα πάλι στις παλιές μου θύμησες στα παιδικά μου πρώτα κάλαντα και στο πρώτο μεγάλο μου αμάρτημα.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 24 του Δεκέμβρη 1942
Πόλεμος, κατοχή, φόβος, πόνος, στέρηση. Η μαύρη Ναζιστική καταχνιά που σκέπαζε και τη δική μας πολιτεία βάραινε πιότερο κι απ’ τη σκληράδα του κρύου και παγερού εκείνου χειμώνα. Είχα τότε τα χρόνια του μεγάλου. Επτά χρονών. Λιγνό παιδάκι, με την ψιλή το κουρεμένο κεφαλάκι, με κοντό τρίλινο παντελόνι που δεν έφτανε να σκεπάσει τα αιματώματα που έμοιαζαν σαν στάμπες πάνω λιανοποδαράκια μου με κάμποσα σημαδάκια που άφησαν στο πρόσωπο και στα γόνατα οι πολλές μου οι ζωηράδες. Παπούτσια και καλτσάκια παλιά προπολεμικά. Το παλτουδάκι όμως που με προφύλαγε από το τσουχτερό κρύο εκείνου του άγριου χειμώνα θυμάμαι ήταν έργο της μάνας μου που μεταποίησε ένα παλιό μάλλινο δικό της.
Πρέπει να ήταν τα πρώτα μου κάλαντα. Ο Νικάκης ο φίλος μου το γειτονόπουλο απέναντι ορφανό από πατέρα, ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου. Μ’ αυτόν θα ψέλναμε τα κάλαντα.
Εκείνο το πρωί δεν έβρεχε αλλά είχε μια παγωνιά, ένα ψοφόκρυο που περόνιαζε ως το κόκαλο, έκοβε την ανάσα. Ο Νικάκης όμως είχε και φυσαρμόνικα και με τις χούφτες του στο στόμα φυλάγονταν λίγο. Εγώ, θυμάμαι δεν μπορούσα να ολοκληρώσω ούτε τον πρώτο στίχο. Μετά το «καλήν ημέρα άρχοντες» και λίγο πιο κάτω και η φωνή χανόταν στην παγωνιά.
Η πρώτη και καλύτερή μας επίσκεψη ήταν στη θειά – Κατίνα, πέρα στη Ντούτσαγα, αυτή ήταν αδελφή του πατέρα μου, ήταν «πλούσια» και μ’ αγαπούσε πολύ γιατί είχα το όνομα του πατέρα της. Ο Μπαρμπαθόδωρος ο άντρας της είχε ταμπάκικο κι έφτιαχνε δέρματα που τα έκανε ανταλλαγή με καλαμπόκι, λάδι, μέλι ακόμα και στάρι έφερναν οι χωριάτες στους Σαραμπαλαίους. Δεν θυμάμαι με τι μας φίλεψε η θειά Κατίνα. Χρήματα δεν υπήρχαν τότε. Το πιθανότερο ήταν από μια φέτα ψωμί σταρένιο που έφτιαξε λόγω των γιορτών ή λίγα μύγδαλα ή καμιά ξερή σκομαΐδα. Μετά τη θειά Κατίνα πήγαμε, περνώντας ανάμεσα κι από γερμανικά μπλόκα, στη πλατεία Χατζοπούλου, στη θειά Τασία στην άλλη αδελφή του πατέρα μου.
Εκείνη μας έβαλε μέσα στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και αφού μας έβαλε από δυό κουταλιές κουρκούτι, που ετοίμαζε για τα παιδιά της που κοιμόταν ακόμα στο πάτωμα μας μάλωσε στοργικά.
-Μωρέ καλιακούδικα, εσείς τρέμετε. Θα αρρωστήσετε παιδιά μ’. Φάτε την κουρκούτ’ και γυρίστε σπίτια σας.
Τις θυμάμαι και τις νείρομαι ακόμα εκείνες τις δυό κουταλιές ζεστό χυλό που τις έφαγε όλες ο Νικάκης, εκείνο το κρύο πρωινό μέσα στο μαγειριό της θειάς Τασίας. Ήταν όμως εντολή της μαμάς. Εγώ δεν έπρεπε τίποτε να φάω ή να πιω μέχρι να κοινωνήσω και έπρεπε να μεταλάβω σήμερα γιατί αύριο θα μεταλάβαιναν μόνο οι μεγάλοι. Γυρίσαμε στη γειτονιά μας, περάσαμε απ’ το σπίτι του μπάρμπα Ντίνου του Μανιάκη αλλά δεν χτυπήσαμε την πόρτα γιατί από πάνω της κρεμόταν το μαύρο πανί του πένθους. Σ’ όποιο σπίτι πενθούσαν δεν λέγανε τα κάλαντα. Στου Δημάδη το αρχοντικό το μεγάλο δίπατο σπίτι που ήταν κοντά στο δικό μου, είχαν πολλά φώτα μέσα, αλλά δεν θυμάμαι γιατί δεν πηγαίναμε ποτέ να ψάλλουμε κάλαντα. Ίσως από ντροπή ή από φόβο άρνησης να μας δεχθούν. Αυτοί ήταν άλλοι άρχοντες! Στην κυρία Βέτα αφήσαμε να πάμε τελευταία. Το σπίτι της κυρίας Βέτας ήταν δίπλα στο δικό μας. Ένας κήπος μας χώριζε από την πίσω αυλή που η κυρία Βέτα έβγαινε πολλές φορές με την κατακόκκινη μακριά ρόμπα της τα πασούμια της και με το τσιγάρο πολλές φορές στα βαμμένα πάντα κόκκινα χείλια της. Εγώ μια φορά που είχα πάει στο σπίτι της κυρίας Βέτας, για να της πάω το φόρεμα που της έραψε η μάνα μου, είδα πώς εκτός από τα χείλια της, η κυρία Βέτα έβαφε και τα νύχια των χεριών της, ακόμα και τα νύχια των ποδιών της, νομίζω πώς ήταν βαμμένα. Ο Νικάκης όμως δεν με πίστευε. Η κυρία Βέτα ήταν πολύ όμορφη γυναίκα με ωραία μαύρα μακριά μαλλιά, με άσπρο λαιμό, ψιλή και πάντα καλοντυμένη.
Στην γειτονιά την έλεγαν «παστρικιά» και «Μαντάμ» επειδή το βράδυ πήγαιναν γερμανοί αξιωματικοί στο σπίτι της και γλεντούσαν.
Αλλά η μαμά κι εγώ ξέραμε πόσο καλή ήταν η κυρία Βέτα και πόσο μας βοηθούσε όταν μας έδινε κρυφά ξερές γαλέτες, κονσέρβες πανιότα (κουραμάνα με σιταρένιο ψωμί).
Εμένα μια φορά που της πήγα πάνω στο τεντωμένο δεξί μου χέρι το καλοσιδερωμένο φόρεμα που της έραψε η μητέρα μου, μου έδωσε για σερδενέ ακόμα και σοκολάτα. Αλλά την κυρία Βέτα θα τη θυμάμαι πάντα που βοήθησε τον πατέρα μου να γλιτώσει από το μεγάλο χαλασμό της μεγάλης Παρασκευής του 1944 όταν ψιθυριστά στη μάνα μου είπε το βράδυ της Μ. Τρίτης:
-Πες στο Θανάση να φύγει απ’ το Αγρίνιο αυτές τις μέρες…
την κυρία Βέτα όμως την αφήσαμε τελευταία γιατί δεν έπρεπε να την ενοχλήσουμε πρωί. Όταν όμως πλησιάσαμε το σπίτι, ένα τσούρμο παιδιά ήταν κλαρωμένα έξω απ’ την πόρτα της. Η απογοήτευσή μας ήταν μεγάλη όταν ο Μίμης ο Γιωργάδης συνομήλικό μας γειτονόπουλο, μας είπε ότι το μεγάλο φίλεμα απ’ την κυρά Βέτα το πήρε ο έξαρχος που πήγε πρώτος πρωί – πρωί κι ήταν μάλιστα σπουδαίο, ένα κουτί ξερά δαμάσκηνα. Μετά η κυρά Βέτα όλη μέρα δεν ξανάνοιξε για άλλον την πόρτα.
Ο Νικάκης με τη βραχνή φάλτσα φυσαρμόνικα δεν είχε κανένα γνωστό ή συγγενή να επισκεφθούμε.
Έτσι έκλεισε ο κύκλος των επισκέψεων μας σε εκείνη την παγερή παραμονή των Χριστουγέννων του 1942.
Όταν επέστρεψα σπίτι η μάνα μ’ έστειλε αμέσως να προφθάσω να μεταλάβω στον Αϊ Δημήτρη. Έφυγα βιαστικά. Σχεδόν τρέχοντας όταν λαχανιασμένος στάθηκα έξω από τη μάντρα του πρώτου Δημοτικού Σχολείου όταν ένα μπουλούκι από ξυπόλητα, ξεπαγιασμένα ρακένδυτα παιδιά, τα μισά γυφτάκια, βαστώντας αυτοσχέδιες καραβάνες στριμώχνονταν σε ένα άνοιγμα του τοίχου για μια κουτάλα μακαροτσίνια με σάλτσα που τους μοίραζε ένας Ιταλός μάγειρας μέσα από τον περίβολο του Σχολείου. Όταν πλησίασα, δυο τρία είχαν αδειάσει κιόλας την πρώτη δόση και ξαναζητούσαν. Ο Ιταλός Λαντζέρης ξαναγέμισε και εγώ δεν είχα αγγείο τίποτε για να μετάσχω στην ξαφνική ευκαιρία που έτυχε μπροστά μου. Έβλεπα την κόκκινη αχνιστή νοστιμιά, τα σπάνια χοντρά μακαροτσίνια να πλέουν στην σάλτσα και σκίρτησα. Εκεί ήταν που ξέχασα τη νηστεία μου, ή η νηστεία μ’ έσπρωξε και έχωσα το παγωμένο μου χέρι στην πρώτη καραβάνα με το ονειρεμένο φαγητό και κατάπια σχεδόν αμάσητα τα λιγοστά μακαροτσίνια που έπιασε η χούφτα μου ενώ, η σάλτσα έτρεχε σαν αίμα απ’ τα δάχτυλά μου. Σαν σημάδια της αμαρτίας μου κάνα δυο μεγάλοι λεκέδες έμειναν απ’ τη κόκκινη σάλτσα στα πέτα του καφετιού πανωφοριού μου.
Ο Παπαγιώργης στον Αϊ Δημήτρη μόλις και μεταλάβαινε το τελευταίο παιδάκι που κρατούσε μια γυναίκα στην αγκαλιά της και ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο ιερό με το δισκοπότηρο σκεπασμένο στα χέρια του όταν με είδε να μπαίνω τρέχοντας στο ναό.
-Βαγγελάκη, άλλη φορά δεν θα σε μεταλάβω χωρίς να είσαι στη λειτουργία. Νήστεψες όλη τη βδομάδα;
Με ρώτησε, με τη μπάσα φωνή του σκύβοντας για να με κοινωνήσει.
-Ναι, παππούλη μου, ψιθύρισα και δεν ξέρω αν η φωνή βγήκε απ’ τα χείλη μου. Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον.
-Και σήμερα μην αρτηθείς γιατί είναι παραμονή. Αύριο φάε ότι θες…
Όταν γύρισα σπίτι η μάνα όπως κάθε μέρα ήταν σκυμμένη στην παλιά χειροκίνητη ραπτομηχανή της. Με φώναξε κοντά της με φίλησε, μου ευχήθηκε βοήθειά σου, και μου έδωσε ένα μεγάλο μάτσο χαρτονομίσματα, «μπάφες» τα λέγανε, που γέμισε την μικρή χούφτα μου και μ’ έστειλε στο φούρνο του Αγγέλη στο σιντριβάνι να αγοράσω ένα μικρό κομματάκι «μπλατσάρα» που γινόταν από καλαμποκάλευρο και άγρια χόρτα.
Αυτό το φαγητό ήταν όλο κι όλο εκείνη τη μέρα για μένα επειδή μετάλαβα. Η λοιπή οικογένεια, μαμά, πατέρας, γιαγιά, παππούς και η μικρή αδελφή μου δε θυμάμαι αν έφαγαν εκείνη την παραμονή Χριστούγεννα του ’42.
Ντιριτιτίμ μπαμ μπαμ, τιρίτιτιμ μπιμ μπιμ. Τούτο το μικρό τρελαμένο δαιμονικό σύνεργο που χόρευε πάνω στο τραπέζι μου σε ρυθμό μαρς, με έβγαλε απ’ το βυθό των πονεμένων και γκρίζων παιδικών μου αναμνήσεων. Ντιριτίμ μπαμ μπαμ. Τιριτιτιμ μπιμ μπιμ… Το ‘πιασα όταν έφτασε στην άκρη του τραπεζιού.
-Έλα, ναι, μην φωνάζεις στο ΜΠΑΛΟΥΝ είμαστε. Δεν θέλουν να φύγουν ακόμα. Ναι, ναι, θα τα φέρω αμέσως να ΦΑΝΕ. 12 Δεκέμβρη 2005 Β. ΚΡΙΣ
|