Πρόσωπα και Πράγματα:
"Νεκύσια"*
Σχόλια της φιλολόγου Μαρίας Τσαμπάζη - Χατζή για τις σελίδες ημερολογίου και ποιημάτων του Αλέκου Κ. Μαγκλάρα που, μεταθανάτια, κυκλοφορήθηκαν πρόσφατα
Μέσα στη δεκαετία του '40, στη διάρκεια μιας
πικρής εφηβείας, ο Αλέκος Μαγκλάρας προσπαθεί να
ξεφύγει το ζόφο της εποχής με τις λέξεις.
Ένας νέος δεκαοχτώ χρονών γράφει στίχους για να παρηγορηθεί και να παρηγορήσει· γιατί τα λόγια των ποιητών δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα δώρο που μας χαρίζεται για να ελαφρώσουμε το βάρος της ύπαρξης.
Οι λέξεις τους αποκτούν ένα νόημα πέρα από το σημαινόμενο και παύουν να είναι μόνο χρηστικές της καθημερινότητας.
Οι λέξεις του ποιητή ξαναγεννιούνται από την οδύνη και την αγωνία του να εκφράσει αυτό που είναι ανείπωτο, και ασφαλώς δεν μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Την ίδια στιγμή μιλάει για όλους όσοι μοιράζονται την αγρύπνια του.
Στις λιγοστές σελίδες των ημερολογίων του, που έχουν διασωθεί, διαπιστώνει κανείς ότι, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είναι μόνο 21 ετών, στις 14 Φλεβάρη του 1948, γράφει:
«...Ας μη μας συνεπαίρνει ο αόριστος δεσμός της ιστορίας.
... Ας μη μας συνέχει πάντα αυτός ο δεσμός,
εμάς τους ανθρώπους του 1948.
... Κι ας φτιάξουμε έτσι δειλά
τον κύκλο της ιστορικής συνείδησης.
... Παρασταθήκαμε σε τραγικά γεγονότα...
Τι θα φτιάνουμε για το μέλλον;»
Έχει δηλαδή κατανοήσει ότι το μέλλον χτίζεται πρώτα μέσα στη συνείδηση του καθενός μας και ακολουθεί η συλλογική δράση. Τα γραφτά του προδίδουν έναν ανήσυχο άνθρωπο, ανήσυχο για τον κόσμο, ανήσυχο για τη δική του πνευματική πορεία. Είναι ταγμένος στη σκέψη και το λόγο - ποίηση, δοκίμιο, κριτική. Όλα τον ενδιαφέρουν, φαίνεται, όμως, πως τον κερδίζει η ποίηση, ενώ έχει τα μάτια του ανοιχτά στην κοινωνία.
Τα ποιήματα που διασώθηκαν χρονολογούνται από το 1945 και ήδη διακρίνει κανείς ένα καινούργιο κοίταγμα των πραγμάτων. Τα ερωτικά του ποιήματα κινούνται μέσα στο κλίμα της εποχής με την υπαινικτικότητα των συναισθημάτων, χωρίς όμως να τους λείπει το πάθος και πολύ πιο τολμηρά να αγγίζουν αλήθειες κοινωνικά αποσιωπημένες:
«Θε μου, τι πέλαγα μπρος μου ξανοίγεις!
Πνίγουμαι 'δω, μα όε γυρίζω στις στεργιές!...»
Και αλλού:
«Γυναίκες με μικρά παιδιά,
με πόνο στην καρδιά, γεμάτες πόθο,
που σέρναν πάνω τη βαρυθυμιά,
την πλήξη απ' το συζυγικό κόρο.»
Η γραφή του, ήδη από το 1949, εξελίσσεται και ως προς τα εκφραστικά του μέσα και ως προς τα νοήματα, και σε ηλικία 21 ετών έχει κατακτήσει μια ποιητική γλώσσα που συνομιλεί με τα καινούργια ρεύματα της ποίησης - και όχι μόνο.
Θα σταθώ στο ποίημα του με τον τίτλο «28 Οκτωβρίου 1940», γραμμένο τον Απρίλη του '48.
Στο ποίημα του αυτό δεν διαβάζουμε ηρωικούς στίχους. Ο πόλεμος έχει τελειωθεί, με την έννοια ότι έχουν σιγήσει τα όπλα, η τραγωδία, όμως, δεν έχει φτάσει στην κάθαρση.
Ο ποιητής μας αναστοχάζεται το ανθρώπινο δράμα και γράφει:
«... Όχι, φωνάζαμε.
Όχι, κλαίγαμε.
Όχι, ικετεύαμε.
Μόνοι μας ακούγαμε τις φωνές μας..
…………………………………….
Ύστερα κουραστήκαμε με τον εαυτό μας
και παίρναμε απόφαση με χείλια σφιγμένα».
Ένα τριπλό ΟΧΙ αντιηρωικό, ένα ΟΧΙ κραυγή απόγνωσης απέναντι στη θηριωδία.
Ένα χρόνο πριν, Μάρτιος 1947, ο Γιώργος Σεφέρης έχει. δημοσιεύσει στο περιοδικό «Τετράδιο» το ποίημα του «Τελευταίος σταθμός» από το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'» και τελειώνει με τους στίχους:
«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε,
στα σκοτεινά προχωρούμε,
οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»,
Πικρός απολογισμός μιας εποχής που σημάδεψε τη νιότη του ποιητή μας. Ίσως μέσα στα διαβάσματα του συνομίλησα με τους στίχους του Γ. Σεφέρη.
Στην ίδια αντίληψη και το ποίημα «Λάφυρα», γραμμένο τον Απρίλη του '48:
«Μηχανοκίνητες άρρωστες διμοιρίες
………………………………………..
Κουράστηκαν τώρα στα βαλτονέρια
και τις στροφές,
και λιάζουνται παράμερα σε μια λάκα
Όλο ξεραΐλα και στουρνάρι
μες στη σιωπή.»
Εικόνα που παραπέμπει στη μάταιη σφαγή και την αθωότητα των θυμάτων, όπως επισημαίνει παρακάτω:
«Δεν ξέραμε όμως που παίζαν με το αίμα μας
για το αίμα μας...»
Πολλά από τα ποιήματα του Αλέκου Μαγκλάρα μαρτυρούν μιαν αγάπη για τη φύση που πολλές φορές είναι σκηνικό, αλλά και η καρδιά του ποιήματος. Αρκετά, νομίζω, επηρεασμένος από τον αγαπημένο του ποιητή Αγγελο Σικελιανό:
«Μαρμάρωσεν το δειλινό φθινόπωρο από χρώμα,
θάλασσες κόκκινες, μαβιές, κυλάνε μες τα πλατιά
τα ουράνια'..,»
Ο «οίνοψ πόντος» του Ομήρου ταξιδεύει στους αιώνες.
Η μεγάλη ποίηση ξεκινάει από την ακρογιαλιά του.
Διαβάζοντας τους στίχους του ποιητή και έχοντας πάντοτε στο νου την ηλικία του και τον χρόνο της γραφής, ξαφνιάζεται από την τόλμη της έκφρασης του:
«Ήρθε η Άνοιξη τσιμπολογώντας στα πεζοδρόμια...»
Και πιο κάτω:
«Ξαποσταμένα τα σύννεφα μιλάνε ατή λευκή γλώσσα τους το τραγούδι της ζωγραφιάς.»
(Απρίλης του '49)
Δυστυχώς δεν το ξέρουμε, αλλά μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, παρακολουθώντας την εξέλιξη της γραφής του, ότι είχε έλθει σε επαφή με τα καινούργια, για την εποχή, ρεύματα στην ποίηση και εννοώ, κυρίως, τον υπερρεαλισμό, όπως αυτός ήλθε στην Ελλάδα. Ήδη η λεγόμενη γενιά του '30, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος -για να σταθούμε στους μεγαλύτερους ποιητές μας-, είχαν φέρει μιαν άλλη αισθητική στον ποιητικό λόγο.
• Είναι παραπάνω από σίγουρο, ότι ο Αλέκος Μαγκλάρας όχι μόνο είχε γνωρίσει, αλλά και είχε κατακτήσει ως ένα βαθμό, νέα εκφραστικά μέσα. Δυστυχώς δεν ξέρουμε τι έγραψε μετά το 1951 έως τον πρόωρο θάνατο του.
• Πέρα από τη μοναδική αξία του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, χάσαμε νωρίς κι ένα σπουδαίο ποιητή. Ένα στοχαστικό άνθρωπο, μια ευγενική φυσική παρουσία, όπως δείχνει η φωτογραφία του. Οι ποιητές, όμως, δεν χάνονται· «μας μιλούν μέσα από τους τάφους τους», για να παραφράσω τη φράση του Τ.Σ. Έλιοτ για τους αγίους.
• Κοντά στους άλλους Αγρινιώτες ποιητές, προστέθηκε ένας καινούργιος. Μας ήρθε από μακριά, άλλωστε μάλλον δεν του άρεσε ο κόσμος μας:
«θέλω να φύγω πέρα απ' τις κόκκινες μέρες
μακριά από τον ήλιο...»
Είναι λόγια δικά του, ειπωμένα πολύ νωρίς. Ίσως έφυγε απαρηγόρητος, όπως όλοι οι ποιητές που μένουν απαρηγόρητοι για «το λίγο τον κόσμου»**, αλλά μέσα στο ζόφο του καιρού μας ο λόγος τους είναι το καταφύγιο μας.
• Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Βασίλη Μαγκλάρα, που μου εμπιστεύθηκε ό,τι σώθηκε από την πνευματική κληρονομιά του αδελφού του. Ήταν για μένα ξεχωριστή τιμή και πνευματική απόλαυση η επαφή μου μ' έναν αγέραστο ποιητικό λόγο.
Αγρίνιο, 6-7-2012
Μαρία Τσαμπάζη-Χατζή
________________
* «Νεκύσια» = Προσφορά προς τιμήν των νεκρών (νέκυς – νέκυος = νεκρός).
* *«Το λίγο τον κόσμου» — Τίτλος ποιητικής συλλογής της ποιήτριας Κικής Δημουλά, Εκδόσεις «Στιγμή», 1990.