Ιωάννη Γρ. Διονυσάτου:

Η επιδρομή του Ομέρ Βρυώνη στην πεδιάδα Αγρινίου

Στις 10 Ιουνίου του 1824 ο Βρυώνης με δύναμη 5 χιλιάδων στρατιωτών αποφάσισε να επιτεθεί κατά της Ακαρνανίας. Για τον σκοπό αυτό άρχισε τις πολεμικές προετοιμασίες στο Κομπότι Αρτας. Το τούρκικο ασκέρι κατέβηκε το Μακρυνόρος και χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση από τους Ελληνες εισήλθε θριαμβευτικά στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία). Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, γενικός Διοικητής Δυτικής Στερεάς Ελλάδος ερχόμενος από το Μεσολόγγι μαζί με τους οπλαρχηγούς Αλέξακη Βλαχόπουλο (1787-1865), Δημήτριο Μακρή, Αναγν. Καραγιάννη και Βαλτινό ήρθε στο Λιγοβίτσι Ξηρομέρου (πήρε το όνομά του επειδή χρησιμοποιούσαν και λίγο το βίτζι για να κατορθώσουν να στεριώσουν τα κελιά του μοναστηριού και την εκκλησία που υπήρχε στη κορυφή του βουνού), όπου η ομώνυμη μονή, που βρίσκεται 20 χιλιόμετρα δυτικά του Βραχωρίου και πάνω από την λίμνη του Οζερού σε υψόμετρο 522 μέτρων και εκεί στρατοπέδευσε.

Στη θέση «ΑΓΡΑΠΙΔΙΑ» της πεδιάδος της Αμβρακίας είχαν στρατοπεδεύσει οι καπεταναίοι Σιαδήμας, Ράγκος και Καραΐσκος ή Ίσκος. Στις 5 Αυγούστου 1824 μικρή ελληνική ομάδα από τους στρατοπεδεύσαντες στο Λιγοβίτσι μπήκε στον Καρβασαρά και λεηλάτησε το τούρκικο στρατόπεδο. Οι Τούρκοι θέλησαν να εκδικηθούν γι’ αυτό και κυνήγησαν τους επιδρομείς. Οι Έλληνες όμως τους είχαν στήσει φονική ενέδρα και τους αποδεκάτισαν με αποτέλεσμα να τους τρέψουν σε φυγή από το Καρβασαρά. Πληροφορήθηκαν από ένα αιχμάλωτο, ότι ο Βρυώνης στόχευε να εισβάλει στη Ναυπακτία, ενώ για να δελεάσει τους άνδρες του ασκεριού του τους υποσχέθηκε 5 μισθούς προκαταβολικά. Ο Χιλίαρχος του Βλοχού Κώστας Βλαχόπουλος πήρε διαταγή από τον Μαυροκορδάτο να στρατοπεδεύσει στην Θέση «ΝΤΟΥΓΡΗ» που βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της λίμνης Τριχωνίδας. Οι έριδες όμως των Ελλήνων δεν απούσιαζαν ούτε και στις μεγάλες αυτές στιγμές του Έθνους. Ο Στάμος Στάικος, αφού εκμεταλλεύτηκε την απουσία των Βλαχοπουλαίων, υποχρέωσε τους προκρίτους της περιοχής του Βραχωρίου και υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο τον έχριζαν καπετάνιο του Βλοχού (περιελάμβανε περίπου την σημερινή επαρχία Τριχωνίδας).

Ο Μαυροκορδάτος δεν αναγνώρισε ως έγκυρο το έγγραφο αυτό και διέταξε τον Στάμο Στάικο να πάει με την δύναμή του σε ένα από τα στρατόπεδα Ντουγρής ή Λιγοβιτσίου. Ο Στάικος κατέφτασε με όλη του τη δύναμη στο στρατόπεδο Λιγοβιτσίου. Οι κάτοικοι του Βραχωρίου με αναφορά τους στις 16 Αυγούστου 1824 προς τον Μαυροκορδάτο, ενώ ο Στάμος Στάικος απούσιαζε από το Βραχώρι, ζητούσαν χρηστή διοίκηση απ’ αυτόν για να ηρεμήσει ο λαός της Δυτικής Στερεός Ελλάδας από τις ατελείωτες αντεκδικήσεις των Βλαχοπουλαίων και των Σταικαίων, που στόχευαν να αναγνωριστούν με τους Ντοκαίους ως καπετάνιοι του Βλοχού. Ο Μαυροκορδάτος για να θέσει τέρμα οριστικά στις διενέξεις αυτές μεταξύ των Βλαχοπουλαίων και των Σταικαίων εξέδωσε την με αριθμό 226/1824 διαταγή του με την οποία υποχρέωνε τον Βλαχόπουλο να έλθει στο στρατόπεδο Λιγοβιτσίου με την δύναμή του και να αποφύγει με κάθε τρόπο την πρόκληση διενέξεων. Στις 26 Αυγούστου 1824 τουρκική δύναμη με αφετηρία την Αμφιλοχία εκστράτευσε κατά του οπλαρχηγού Τσόγκα που στρατοπέδευε στον Αετό Ξηρομέρου. Ο Τσόγκας ζήτησε και έλαβε ενισχύσεις από το στρατόπεδο των Ελλήνων στο Λιγοβίτσι. Οι Τούρκοι παραπλάνησαν με τις κινήσεις τους αυτές τους Έλληνες του Λιγοβιτσίου, που άφησαν ανέλεγκτο το πέρασμα του ποταμού Αχελώου, το οποίο βρίσκεται νοτιοανατολικά του Λιγοβιτσίου και σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων με αποτέλεσμα δύναμη 1000 περίπου ιππέων του Ομέρ Βρυώνη πέρασε τον πόρο Καρασινάκη και επέδραμε στον κάμπο του Βραχωρίου.

Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής έχοντας το αίσθημα της προστασία τους από ελληνικές δυνάμεις του Λιγοβιτσίου αιφνιδιάστηκε. Το αλλόθρησκο ασκέρι στο φονικό διάβα του λεηλάτησε το λίγο βιός των ραγιάδων, έσφαξε και αιχμαλώτισε γυναικόπαιδα. Το σκοτάδι της νύχτας ευνόησε τις κινήσεις του εχθρού και «συμμάχισε» με τον επιδρομέα. Η νύχτα αυτή έμεινε ως μία από τις αποτρόπαιες στιγμές της περιοχής στον επτάχρονο αγώνα της απελευθέρωσης της περιοχής από τον οθωμανικό ζυγό. Ο επιδρομέας πήρε μαζί του κατά την αποχώρησή 25 γυναικόπαιδα, 30 κομμένα κεφάλια ανδρών, μακάβρια τρόπαια της αποτρόπαιης πολεμικής του εκκαθάρισης, 100 αιγοπρόβατα και 5 αγελάδες. Επιστρέφοντας στην Καρβασαρά ο Βρυώνης προχώρησε στον αποκεφαλισμό άλλων γυναικών, των οποίων ξύρισε τα κεφάλια για να μην ξεχωρίζουν από εκείνα των ανδρών και τα έστειλε όλα μαζί στον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Λάρισας να αποδείξει πως εξολόθρευσε τους Έλληνες της Δυτικής Στερεός Ελλάδος (αλλεπάλληλες μάχες κατ’ αυτών που διεξήγαγε. Το πλήγμα που δέχτηκε η περιοχή του κάμπου του Βραχωρίου οφείλονταν αποκλειστικά στην εσφαλμένη απόφαση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου να τοποθετήσει στη θέση «ΚΑΡΑΣΙΝΑΚΗ», που έλεγχε τον ομώνυμο πόρο-περαταριά, μια πολύ μικρή φρουρά με οπλαρχηγό νεαρό Γαλάνη Μεγαπάνο (1799-1872), που μετέπειτα έγινε χιλίαρχος και στρατηγός, άπειρο «περί την πολεμικήν τέχνην». Ως μοναδικό προσόν του είχε που ήταν γιός του Πάνου Γαλάνη (Μεγαπάνου), καταγόμενου από τη Μαχαλά (Φυτείες Ξηρομέρου), δωρητή, προς τη μονή της Τατάρνας, στα 1801 του οικοπέδου όπου χτίσθηκε η Αγία Τριάδα Αγρίνιου. Ο Πάνος Γαλάνης είχε διοριστεί στα 1793 από τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή, ως γενικός προεστός Δυτικής Ελλάδος μετά τη δολοφονία του προεστού της Κατούνας Μ. Μαυρομάτη.

Οι Τούρκοι λοιπόν θάρρεψαν από την επιτυχημένη γι’ αυτούς φονική επιδρομή στο κάμπο του Βραχωρίου και κινήθηκαν κατά της Κατούνας Ξηρομέρου. Οι επαναστατημένοι Έλληνες οπλαρχηγούς τους Πεσλή, Τσόγκα, Αλεξάκη Βλαχόπουλο, Κοντογιάννη και Γεώργιο Βελή επέφεραν συντριπτικό πλήγμα στους επιδρομείς, που τους υποχρέωσε να καταφύγουν, οπισθοχωρώντας άτακτα, στον Καρβασαρά και στη συνέχεια (8 Νοεμβρίου 1824) να απαγγιστρωθούν από τα μέρη της Δυτικής Στερεός Ελλά και να επιστρέφουν στα ορμητήρια τους στη περιοχή της Ηπείρου. Λίγο αργότερα, εκεί στα μέσα Νοεμβρίου 1824, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αρρώστησε και εγκατέλειψε το στρατόπεδο του Λιγοβιτσίου το οποίο στη συνέχεια διαλύθηκε καθώς είχε πάψει να υφίσταται πλέον ο λόγος της ιδρύσεως του.

Ιωάννης Διονυσάτος (Καλύβια: Ιχνηλατώντας τον «Καναδά»)